Ελένη Σοφού
Όταν ήμουν μικρή, τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού, περίμενα με λαχτάρα να μου πει η γιαγιά «απόψε θα κοιμηθούμε αγκαλίτσα κάτω από τη συκιά», το μεγαλύτερο και παλαιότερο δέντρο στην αυλή μας. Στη γαλήνη του ουρανού η νύχτα άπλωνε το μαύρο πέπλο της στολισμένο με χιλιάδες φωτεινά αστεράκια και το ολόχρυσο φεγγάρι, που έπαιζε μαζί μου κρυφτό ανάμεσα στα κλαδιά και τα φύλλα της συκιάς. Μέχρι να κοιμηθούμε η γιαγιά μου έδειχνε τα αστέρια, αστέρια που η παιδική μου φαντασία τους έδινε μορφές και σχήματα. Πόσο σοφή ήταν η γιαγιά μου! «Κοίτα αυτή είναι η μικρή άρκτος και εκείνη η μεγάλη, άπλωσε το χεράκι σου να πιάσεις την ουρά της». Πόσα πράγματα ήξερε! Μου μάθαινε τα ονόματά τους, πως κινούνται στον ουρανό και πάντα είχε μια ιστορία για το καθένα. «Το κάθε αστέρι έχει τη δική του ιστορία, συνήθως είναι άνθρωποι καλοί που προτίμησαν να ζουν στον ουρανό μακριά από τους κακούς ανθρώπους και η καλοσύνη τους είναι τόσο μεγάλη που λάμπει και φτάνει μέχρι τη γη», μου έλεγε συχνά.
Πόσα πολλά αστέρια έβλεπα … ένα, δύο, τρία ... «Μη μετράς τα αστέρια γιατί θα φύγουν από τον ουρανό και θα βγουν στο χεράκι σου», μου έλεγε με αγάπη. Πόσο πολύ θα ήθελα να έχω ένα αστεράκι στο χέρι μου! Δυστυχώς όσο κι αν τα μετρούσα από μέσα μου αυτό δεν έγινε ποτέ. Μέχρι να αποκοιμηθώ η γιαγιά μου έλεγε κάθε βράδυ και ένα διαφορετικό παραμύθι, για βασιλιάδες και πριγκίπισσες, για θεούς που κατοικούσαν σε ένα βουνό – Όλυμπο τον έλεγε η γιαγιά – και για κακές μάγισσες. Πιο πολύ μου άρεσε να ακούω το παραμύθι της Πούλιας και του Αυγερινού. Δύο φωτεινά αστέρια που όλοι γνωρίζαμε και αγαπούσαμε αφού οι αγροτικές δουλειές του σπιτιού μας (των γεωργών και των κτηνοτρόφων) συνδέονταν μαζί τους, ξεκινούσαν το χάραμα με τον Αυγερινό και τελείωναν όταν στον ουρανό βασίλευε η Πούλια. «Η Πούλια βασιλεύοντας το μήνυμά της στέλνει: Ουδέ τσοπάνος στα βουνά, ουδέ ζευγάς στους κάμπους», λέει μια λαϊκή παροιμία.
Μια φορά κι ένα καιρό … ήταν ένα παραμύθι που λεγόταν από γενιά σε γενιά γιατί ο ανθρώπινος νους είχε την ανάγκη να εξηγήσει τα φαινόμενα της φύσης, να δικαιολογήσει πως πήραν το όνομά τους τα αστέρια και να κατανοήσει ότι φάνταζε μαγικό στα μάτια του. Ελάτε να γίνουμε παιδιά, τότε που τα βλέμματά μας κοίταζαν ψηλά στον ουρανό και ακολουθούσαν το δρόμο των αστεριών και να θυμηθούμε το όμορφο παραμύθι της Πούλιας και του Αυγερινού όπως μου το έλεγε η γιαγιά τις καλοκαιρινές νύχτες κάτω από τα αστέρια:
Ζούσε κάποτε ένας καλός βασιλιάς και μια όμορφη βασίλισσα. Η ευτυχία τους μεγάλωσε όταν απέκτησαν δύο όμορφα παιδιά την Πούλια και τον Αυγερινό. Όμως σε ένα μακρινό ταξίδι ο βασιλιάς και η βασίλισσα χάθηκαν και τα δυο παιδιά έμειναν ορφανά. Στο θρόνο ανέβηκε ο αδελφός του βασιλιά, που ήταν παντρεμένος με μια άσχημη και κακιά γυναίκα. Η μοχθηρία της έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει παιδί. Περισσότερο ζήλευε την Πούλια, που όσο μεγάλωνε γινόταν πανέμορφη. Μια μέρα λέει στον βασιλιά «Τι την θέλουμε την ανιψιά σου εδώ μέσα; Να την παντρέψουμε μακριά στα ξένα με εκείνον τον πλούσιο γέρο βασιλιά της Ανατολής. Πρέπει να φύγει το συντομότερο και όχι μόνο αυτή, αλλά και ο αδελφός της. Φοβάμαι πως μια μέρα θα σου πάρουν το θρόνο». Ο σκληρός βασιλιάς συμφώνησε. Ένα πουλάκι άκουσε τη συζήτηση και έτρεξε να πει τα άσχημα νέα στα δυο παιδιά. Η Πούλια άρχισε να κλαίει, όμως το πουλάκι της είπε πως αν κάνουν αυτό που θα τους πει δεν έχουν να φοβούνται τίποτα. «Όταν η θεία σου θα χτενίζει την αδελφή σου, άρπαξε τις κορδέλες που δένει στα μαλλιά της, πάρε τη χτένα και ένα σακουλάκι αλάτι. Φρόντισε να τα κρατάς γερά στα χέρια σου και φύγετε αμέσως από το παλάτι. Αν η θεία σας κυνηγήσει να τα πετάξεις πίσω σου με τη σειρά», είπε στον Αυγερινό και πέταξε ψηλά στον ουρανό.
Όταν η βασίλισσα πήγε να χτενίσει και να δέσει τα κορδελάκια στα μαλλιά της Πούλιας, τα παιδιά έκαναν ακριβώς ότι τους είπε το πουλάκι και όταν η κακιά βασίλισσα κατάλαβε πως αυτά δεν έπαιζαν και είχαν απομακρυνθεί από το παλάτι με σκοπό να φύγουν, άρχισε οργισμένη να τα κυνηγά. Η Πούλια και ο Αυγερινός μόλις την είδαν να τα πλησιάζει πέταξαν πίσω τους τις κορδέλες. Στη στιγμή έγινε ένας μεγάλος κάμπος, όμως η βασίλισσα τον πέρασε και πλησίασε πάλι τα παιδιά. Ο Αυγερινός φοβισμένος ρίχνει το χτενάκι πίσω του. Αμέσως έγινε ένα μεγάλο δάσος. Για αρκετή ώρα τα παιδιά δεν έβλεπαν τη βασίλισσα, αλλά δεν πρόλαβαν να χαρούν και ξαφνικά τη βλέπουν πίσω τους να τρέχει τρελή από το μίσος. «Δεν θα μου ξεφύγετε, θα σας σκοτώσω», φώναζε οργισμένη. Τότε ο Αυγερινός ρίχνει πίσω του το σακουλάκι με το αλάτι και ξαφνικά έγινε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα. Στη στιγμή τεράστια κύματα κατάπιαν την κακιά βασίλισσα και χάθηκε για πάντα.
Τα δυο αδέλφια ταλαιπωρημένα κάθισαν να ξεκουραστούν και ο Αυγερινός διψασμένος έσκυψε να πιει νερό από μια λακκούβα που είχε κάνει η πατημασιά ενός προβάτου, άδικα του φώναζε η Πούλια να μην πιει και αμέσως μεταμορφώθηκε σε αρνάκι. Κλαίγοντας και πεινασμένη πήρε το αρνάκι κοντά της και προχώρησε λυπημένη μέχρι που είδε μια μηλιά δίπλα σε μια γούρνα με νερό και αποφάσισε να ξεκουραστεί και να ανέβει στο δέντρο και να φάει μήλα. Μετά από λίγη ώρα ένα βασιλόπουλο με δυο αυλικούς στάθηκαν στη γούρνα να ποτίσουν τα άλογα τους. Η ομορφιά της Πούλιας καθρεφτίστηκε στο νερό και το βασιλόπουλο θαμπώθηκε. Γυρίζει στη μηλιά βλέπει την Πούλια και της λέει «Κατέβα όμορφη νεράιδα από τη μηλιά, τι κάνεις μόνη σου στην ερημιά;» Η Πούλια δεν κατέβαινε όσο κι αν την παρακαλούσε το βασιλόπουλο. Αφού δεν μπορούσε να την πείσει να κατέβει διέταξε τους αυλικούς του να πιάσουν το αρνί και να φύγουν. «Μη μου παίρνετε το αρνάκι μου, τον αγαπημένο μου αδελφό». Το βασιλόπουλο γύρισε πίσω πήρε στην αγκαλιά του την Πούλια, την έβαλε στο άλογο του και κάλπασαν για το παλάτι. Στο δρόμο η Πούλια του διηγήθηκε κλαίγοντας τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες της. Όταν έφτασαν στο παλάτι το βασιλόπουλο είπε στους γονείς του ότι βρήκε τη γυναίκα που ήθελε να παντρευτεί.
Οι ετοιμασίες για το γάμο ξεκίνησαν και όλοι ήσαν χαρούμενοι, αγαπούσαν την Πούλια για την καλοσύνη της και την θαύμαζαν για την ομορφιά της, εκτός από τη βασίλισσα μητέρα του, που ζήλευε την Πούλια και μισούσε το αρνάκι. Την ημέρα του γάμου η βασίλισσα διέταξε να το σφάξουν και να το σερβίρουν στους καλεσμένους. Με τις πρώτες σταγόνες αίματος το αρνάκι έγινε ξανά το όμορφο παλικάρι ο Αυγερινός. Τη στιγμή εκείνη δέκα περιστέρια φτερούγισαν γύρω από τα δύο βασανισμένα αδέλφια. Ένωσαν τις φτερούγες τους και τα πήραν στον ουρανό. Ενώ πετούσαν η Πούλια φώναξε «Έχε γεια καλό μου βασιλόπουλο, φεύγω με τον αγαπημένο μου αδελφό από τη γη, που τόσες πίκρες μας έδωσε. Θα ζήσουμε για πάντα στον ουρανό». Εκείνη την ώρα σκοτείνιασε, η νύχτα έριξε τα μαύρα της πέπλα στη γη και χιλιάδες αστέρια φώτισαν τον ουρανό. Η καλοσύνη και η αδερφική αγάπη των δυο παιδιών νίκησε το κακό και λάμπουν στον ουρανό ακόμα και σήμερα. Η Πούλια και ο Αυγερινός απέδειξαν πως η αγάπη είναι ένα φωτεινό αστέρι που υπερισχύει της κακίας, του θυμού και της οργής …
Και έζησαν αυτοί καλά … κι εμείς καλύτερα με τις όμορφες παιδικές μας αναμνήσεις!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.