ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΥΡΜΟΥΡΗΣ
Το σοκ και τα δακρύβρεχτα δημοσιεύματα ή αναρτήσεις στο facebook για τον άνθρωπο (ή τους ανθρώπους) που απανθρακώθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης - επιτέλους ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους - της Μόριας ήταν η εντελώς κοινότυπη, πλην θετική αντίδραση για όσα έγιναν το απόγευμα της Κυριακής στο κολαστήριο της Λέσβου.
Γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει και ένα πλαίσιο αντιδράσεων που κινείται από το «γίνονται αυτά» μέχρι το «καλά να πάθουν» - και βεβαίως τις θεωρίες συνωμοσίας τις οποίες δεν δίστασε να υιοθετήσει βουλευτής της κυβέρνησης που δεν λέει να πάρει απόφαση ότι όπως και να χει ο θεσμικός του ρόλος επιβάλλει μια μεγαλύτερη εγκράτεια από ότι η εκφορά alt-right απόψεων από τα τηλεοπτικά παράθυρα και τις ραδιοφωνικές συχνότητες.
Γιατί σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει και ένα πλαίσιο αντιδράσεων που κινείται από το «γίνονται αυτά» μέχρι το «καλά να πάθουν» - και βεβαίως τις θεωρίες συνωμοσίας τις οποίες δεν δίστασε να υιοθετήσει βουλευτής της κυβέρνησης που δεν λέει να πάρει απόφαση ότι όπως και να χει ο θεσμικός του ρόλος επιβάλλει μια μεγαλύτερη εγκράτεια από ότι η εκφορά alt-right απόψεων από τα τηλεοπτικά παράθυρα και τις ραδιοφωνικές συχνότητες.
Όμως και στη μία και στην άλλη εκδοχή τα όσα έγιναν στη Μόρια αντιμετωπίζονται περίπου σαν φυσικό φαινόμενο. Έτσι κι αλλιώς στον θάνατο πια έχουμε συνηθίσει: Από τους νεκρούς πρόσφυγες που μετράμε κάθε μέρα στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο, στις πύλες του ευρωπαϊκού φρουρίου, μέχρι τα εργατικά «δυστυχήματα» που περνάνε κάπου στα ψιλά της ειδησεογραφίας.
Όμως ο τραγικός θάνατος ενός (έως τριών, κανείς δεν ξέρει ακόμη επίσημα) ανθρώπων στη Μόρια ήταν ένα προαναγγελθέν έγκλημα: Ήταν ζήτημα χρόνου σε μία δομή προορισμένη να φιλοξενεί λιγότερους από 3.000 ανθρώπους (ας παραβλέψουμε εδώ υπό ποιες συνθήκες) στην οποία πλέον βρίσκονται εγκλωβισμένοι περισσότεροι από 10.000 να συμβεί ένα ατύχημα από το οποίο θα θρηνούσαμε νεκρούς. Αν δεν ήταν πυρκαγιά θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή ανθρωπογενές φαινόμενο. Μια πλημμύρα, ένας διαπληκτισμός από αυτούς που συμβαίνουν καθημερινά στα λεωφορεία και τα τρόλεϋ λόγω συνωστισμού, που όταν όμως γίνονται στη Μόρια πορουσιάζονται περίπου ως δείγμα της κατώτερης φύσης των εγκλείστων. Υπό αυτές τις συνθήκες ό,τι στην κανονική ζωή αποτελεί ένα σε γενικές γραμμές διαχειρίσιμο φαινόμενο μετατρέπεται σε θανατηφόρο απειλή.
Γιατί νεκρούς στη Μόρια θρηνήσαμε και από το κρύο πριν δύο χρόνια, όταν οι εικόνες με τις θαμμένες στο χιόνι σκηνές των προσφύγων έκαναν τον γύρο του κόσμου, θρηνήσαμε ακόμα και από ένα φορτηγάκι που πάτησε ένα πεντάχρονο παιδί ενώ έκανε ελιγμούς, πριν μερικές μέρες. Γιατί στη Μόρια ο θάνατος είναι κάθε μέρα εκεί, από τις άθλιες συνθήκες -που μόνο λίγες εικόνες βλέπουν το φως της δημοσιότητας- μέχρι την ισοπεδωμένη ψυχολογία των ανθρώπων που βρίσκονται εγκλωβισμένοι επ’ αόριστον σε έναν αργό θάνατο, με μόνη πιθανότατα προοπτική -ελέω των συμφωνιών ΕΕ-Τουρκίας -την επιστροφή σε έναν ενδεχομένως πιο σύντομο θάνατο.
Σε αυτό το πλαίσιο λύπηση και απανθρωπιά είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος όσο δεν αμφισβητούν τις άθλιες συνθήκες, τον ίδιο τον εγκλεισμό, την Ευρώπη - φρούριο. Ας το πάρουμε απόφαση: Για όσα συμβαίνουν στην Μόρια είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι, όσοι έχουμε συνηθίσει τον θάνατο, όσοι κάνουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα, όσοι αρκούμαστε σε συμβολικές διαμαρτυρίες «για την τιμή των όπλων» - και για να έχουμε τη συνείδησή μας ήσυχη. Ακόμα κατά κάποιο τρόπο και αυτές οι γραμμές αναπαράγουν μια λογική αντιμετώπισης ενός καθεστώτος διαρκούς θανάτου ως φιλολογικό - φιλοσοφικό ζήτημα, για το οποίο μπορούμε να ανταλλάσσουμε απόψεις μεταξύ τυρού και αχλαδιού, διακόπτοντας μόνο για να επικαιροποιήσουμε τη λίστα των νεκρών.
Να κλείσει τώρα το κολαστήριο της Μόριας, να ζήσουν οι πρόσφυγες σαν άνθρωποι στις πόλεις, ανάμεσά μας, στα χιλιάδες άδεια κτήρια - σε αυτά που προορίζονται να λειτουργήσουν ως κλίνες στα απέραντα ξενοδοχεία στα οποία μετατρέπονται οι πόλεις μας (αλλά εδώ δεν βλέπει κανείς την ανάγκη επιχειρήσεων «επανακατάληψης» τους, όπως κάποτε παρουσιάζονταν οι «σκούπες» της ΕΛΑΣ κατά των μεταναστών κατοίκων -των πιο σταθερών μάλιστα- του κέντρου της Αθήνας).
Αλλιώς, όταν κάποτε, μετά από δεκαετίες ίσως, με ψυχραιμία γίνει μια αποτίμηση της στάσης μας αυτά τα χρόνια, να μην πούμε ότι δεν γνωρίζαμε.
Πηγή: http://www.topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.