Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΓΑΣ: Ο ΠΕΡΙΟΔΕΥΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΑΣ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ!

Οι επισκέψεις στα χωριά της «παραμυθόριου» –όπως την αποκαλεί– και η συγγραφή με έμπνευση τις ιδέες των παιδιών
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ: ΤΙΤΙΝΑ ΧΑΛΜΑΤΖΗ


Συχνά πυκνά ο Βασίλης Κάργας εξορμάει από την Αλεξανδρούπολη στα απομακρυσμένα χωριά του Εβρου και της Ροδόπης. Εκεί στην «παραμυθόριο», όπως την αποκαλεί, διαβάζει παραμύθια σε παιδάκια και καταγράφει σ’ ένα κασετοφωνάκι φανταστικές ιστορίες από την τοπική παράδοση, που του αφηγούνται γιαγιάδες.
Ο δημοσιογράφος Βασίλης Κάργας ανήκει στην κατηγορία των παιδιών της «άλλης Ελλάδας». Αυτής που κινείται στη λιγότερο φωτεινή πλευρά του φεγγαριού. Την «εκτός τειχών», στην οποία δημιουργοί όπως ο ίδιος κοσμούν τον τόπο τους, αλλά σπάνια έχουν, έστω φευγαλέες, ευκαιρίες να εκφραστούν και να προβληθούν με το έργο τους στη δημόσια σφαίρα. Γράφει παιδικά παραμύθια αντλώντας τις ιδέες από τα παιδάκια και τις γιαγιάδες στα χωριά της μεθορίου.
«Μ’ ενδιαφέρει η επαφή με τα παιδιά που ζουν σε χωριά στη μεθόριο του Εβρου, που συνορεύουν με τη Βουλγαρία και την Τουρκία. Τα παιδιά εκεί διψούν για επικοινωνία, να συναντήσουν παραμυθάδες, λαχταρούν να μιλήσουν μαζί τους, να γνωρίσουν κόσμους άγνωστους και φανταστικούς, πέρα από τη δύσκολη πραγματικότητα που ζουν.
Αισθάνεσαι περισσότερο δημοσιογράφος ερευνητής ή «παραμυθάς των συνόρων;», τον ρωτώ. «Προτιμώ το δεύτερο», μου απαντάει γελώντας. «Η επαφή με τα παιδιά μού έχει προσφέρει ένα μοναδικό δώρο: να μπορώ να βλέπω τη ζωή με τα μάτια τους. Το παραμύθι είναι ανάγκη. Οχι μονάχα των παιδιών, αλλά και των μεγάλων».
Επί περίπου δύο ώρες, όσο κράτησε η κουβέντα μας, με παρέσυρε σ’ ένα γοητευτικό ταξίδι στον κόσμο των παραμυθιών, όπως τον «αναπνέει» στα σύνορα μέσα από ιστορίες και συζητήσεις με παιδιά και γιαγιάδες.
«Ξεκίνησα αυτό το όμορφο οδοιπορικό από τον Κυπρίνο στα σύνορα του Εβρου με Βουλγαρία και Τουρκία, το τριεθνές δηλαδή, και συνεχίζεται στα υπόλοιπα χωριά. Λίγο πιο βόρεια στα Δίκαια και το Ορμένιο δίπλα στη Βουλγαρία, στον Ασσο, πιο νότια στη Νέα Βύσσα, Καστανιές, Πύθιο, αλλά και από την άλλη πλευρά προς το Διδυμότειχο, στους Μεταξάδες, στους Τοξότες στη Ροδόπη, όλα τα χωριά της μεθορίου».
«Πολλές φορές τα παιδιά με αφήνουν άφωνο με τις γνώσεις τους, τη φαντασία και τον αφοπλιστικό τρόπο που σου το λένε. Συχνά με ρωτούν για το πώς γράφεται ένα παραμύθι, ποια ήταν η έμπνευσή μου», παρατηρεί ο Βασίλης Κάργας.

– Τι ακριβώς κάνεις εκεί;

– Πηγαίνω στις βιβλιοθήκες και τα σχολεία. Ερχονται εκεί τα παιδιά του χωριού τα οποία δεν έχουν τη δυνατότητα να συναντήσουν και να συνομιλήσουν με κάποιον συγγραφέα. Διψούν για επικοινωνία τα παιδιά των συνόρων. Μιλάω μαζί τους για κάποιο παραμύθι μου. Βλέπεις μια λαχτάρα στα μάτια τους, έρχονται και σ’ αγκαλιάζουν. Είναι μια άδολη αγκαλιά. Τα παιδιά, σου δίνουν πολλά και δεν ζητάνε τίποτα. Παίρνουν το βιβλίο με τα παραμύθια, το ξεφυλλίζουν, τους διαβάζω εγώ και η γυναίκα μου που είναι ηθοποιός από τα δικά μου βιβλία ή και από άλλα. Βλέπεις την αγωνία και τη λαχτάρα. Ξέρεις, δεν έχουν πολλές ευκαιρίες. Τώρα με τις βιβλιοθήκες σε κάποια σχολεία, δήμους και χωριά, έχουν πλέον τη δυνατότητα να συναντιούνται εκεί, να παίρνουν βιβλία, να ρωτάνε.

– Τι σε ρωτούν συνήθως;

Διψούν για επικοινωνία τα παιδιά των συνόρων. Μιλάω μαζί τους για κάποιο παραμύθι μου. Βλέπεις μια λαχτάρα στα μάτια τους, έρχονται και σ’ αγκαλιάζουν.

– Πολλές φορές με αφήνουν άφωνο με τις γνώσεις τους, τη φαντασία και τον αφοπλιστικό τρόπο που σου το λένε. Συχνά με ρωτούν για το πώς γράφεται ένα παραμύθι, ποια ήταν η έμπνευσή μου. Ενα παιδάκι της έκτης δημοτικού με αιφνιδίασε ρωτώντας με, «πώς εσείς ένας δημοσιογράφος που ασχολείστε με μια τόσο σκληρή πραγματικότητα γράφετε τόσο ευαίσθητα πράγματα;». Σου δίνουν πάρα πολλές ιδέες. Ενας άλλος μαθητής, στον βόρειο Εβρο, όπου έχει εκτάσεις με πολλά ηλιοτρόπια, με ρώτησε: «Κύριε, γιατί λέγεται ηλιοτρόπιο, μήπως για να μας μάθει ο ήλιος τρόπους;». Και εκεί είπα μέσα μου: να μια ωραία ιδέα να γράψω ένα παραμύθι για τα ηλιοτρόπια. Τα παιδιά αυτά έχουν μεγαλώσει μέσα στα ηλιοτρόπια, πας μια βόλτα στον βόρειο Εβρο και βλέπεις όλα τα χωράφια γεμάτα ήλιους.

Ενα άλλο παιδί, μου είχε πει: «Μα, καλέ κύριε, σε όλα τα παραμύθια στο τέλος λέτε και λένε “έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα”. Εμείς εδώ πάνω που ζούμε, δεν έχουμε τη δυνατότητα να ζούμε ούτε καν καλά. Αλλα παιδιά δουλεύουν, άλλα αναγκάζονται να πηγαίνουν μακριά στο σχολείο με το λεωφορείο. Εδώ τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, αυτό το τέλος που λέτε δεν υπάρχει για όλους». Στα χωριά τούς αφηγούνται πολλά παραμύ-θια οι γιαγιάδες.

– Υπάρχουν ακόμη γιαγιάδες στα χωριά που λένε παραμύθια;

– Βεβαίως και μάλιστα τους λένε τοπικά παραμύθια, θρακιώτικα, σε διάφορες παραλλαγές. Κάποια εμπεριέχουν στοιχεία και εμπειρίες από τη ζωή και τα έθιμα στα σύνορα, ιστορίες με νέες κοπέλες που θέλουν να παντρευτούν και δεν βρίσκουν γαμπρούς γιατί οι νέοι έφυγαν από τα χωριά και ξενιτεύτηκαν. Παίρνω μαζί μου πάντα και ένα κασετοφωνάκι και καταγράφω παραμύθια από γιαγιάδες. Eχω συγκεντρώσει αρκετά και θα τα εκδώσω.

– Πώς εισπράττουν τα παιδάκια στα σύνορα τη συνεχή ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;

– Δεν φαίνεται να τα ακουμπάει όλο αυτό το κλίμα. Eχουν τη δική τους ρουτίνα, το σχολείο, το παιχνίδι, δεν απορροφούν όλη αυτή την αγωνία. Και ευτυχώς, γιατί είναι πολύ νωρίς ακόμη να πιάνεται η ψυχή τους με αυτά.

– Διαχέεται, γενικότερα, κλίμα φόβου στα σύνορα;

– Δεν νομίζω, όχι. Οι άνθρωποι εκεί βιώνουν την καθημερινότητά τους, την ηρεμία τους, τις ασχολίες τους στα χωράφια. Εχουν να αντιπαλέψουν την αιμορραγία της μετανάστευσης, την απομόνωση.
Τι ενώνει ένα καγκουρό, ένα τζιτζίκι και μία χελώνα με μπικίνι;

Mια απρόβλεπτη και παράξενη παρέα ζώων, αποτελούμενη από ένα καγκουρό που δεν έλεγε το «ρο», μια καμήλα που μασούσε μόνο μήλα, ένα τζιτζίκι που τρελαινόταν για τζατζίκι, μια αρκούδα συγγραφέα, έναν πελαργό αργό, έναν παπαγάλο Γάλλο, έναν κροκόδειλο δειλό, έναν γάτο καλλιτέχνη, μια χελώνα με μπικίνι, έναν ουρακοτάγκο που χόρευε τάνγκο, ένα σκαντζόχοιρο με τζελ, ξεκινάει ένα μακρύ ταξίδι, για να συναντήσει στη Θράκη τον μυθικό Ορφέα. Ο Ορφέας με τη λύρα και τη μουσική του τα σαγηνεύει και τους αλλάζει τη ζωή. Ηταν το πρώτο παραμύθι του Βασίλη Κάργα, για τη δύναμη της μουσικής, για τις αξίες της φιλίας και της συντροφικότητας και για την αποδοχή της διαφορετικότητας.

«Αφορμή για τα δύο παραμύθια μου ήταν το βαφτιστήρι μου ο Ορφέας και η κορούλα μου η Ευαγγελίνα. Είχαμε τον μικρό Ορφέα στο σπίτι μας και τον μεγαλώναμε. Λίγο προτού πάει για ύπνο, του λέγαμε παραμύθια με τη σύζυγό μου. Συγκέντρωσα όλα αυτά τα νανουρίσματα, πρόσθεσα και άλλα και προέκυψε το πρώτο παραμύθι που είναι νανουρίσματα σε στιχάκια».

Το δεύτερο παραμύθι είναι ο «Κρυμμένος θησαυρός». «Μια φορά κι έναν βροχερό καιρό, σε μια πόλη που είχε χάσει τα χρώματά της και οι άνθρωποί της περπατούσαν βιαστικοί και σκυθρωποί, δεν γιόρταζαν ποτέ και δεν έλεγαν παραμύθια στα παιδιά τους, ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι, η Ουρανούλα, που αγαπούσε πολύ το ουράνιο τόξο. Στο σχολείο οι συμμαθητές της την έλεγαν κοροϊδευτικά Ουρανούλα Τοξούλα και κανείς δεν έπαιζε μαζί της. Ωσπου μια μέρα, μετά από μια δυνατή βροχή, το ουράνιο τόξο θα εμφανιστεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων».

«Μια μέρα η Ευαγγελίνα μού πετάει στον αέρα, έτσι άσχετα, ένα όνομα: Ουρανούλα Τοξούλα. Λέω τι είναι αυτό; Ενα κοριτσάκι που αγαπάει το ουράνιο τόξο και τα παιδιά το κοροϊδεύουν στο σχολείο φωνάζοντάς το Ουρανούλα Τοξούλα, μου απάντησε. Αυτό το όνομα ήταν η αφορμή για να γράψω το παραμύθι που είναι όλη η ατμόσφαιρα και δράση μέσα στο σχολείο. Μιλάει για το μπούλινγκ, τον εκφοβισμό. Τα παιδιά σού πετάνε μια ιδέα και σου δίνουν το ερέθισμα».

Ο Βασίλης Κάργας έχει στα σκαριά άλλα τρία παιδικά παραμύθια τα οποία πρόκειται να εκδώσει. «Γράφω σε έμμετρο στίχο για να περνάνε πιο εύκολα στο παιδί. Το παραμύθι σε έμμετρο στίχο βοηθάει πολύ στη χρήση της γλώσσας, το αποστηθίζει και το λέει πιο εύκολα το παιδί. Η αδυναμία μου είναι τα έμμετρα».

Η Αλεξανδρούπολη

Ο Βασίλης Κάργας δεν είναι «βέρος» Εβρίτης. Γεννήθηκε στο Αργυρό Ευβοίας και βρέθηκε στον Εβρο για τη στρατιωτική του θητεία. «Κόλλησε» εκεί και διαπρέπει σαράντα χρόνια στην Αλεξανδρούπολη. Λάτρεψε την πόλη, της οποίας είναι μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες φυσιογνωμίες της και ο αγαπημένος των μικρών παιδιών στη μεθόριο. Εμπνεύστηκε και οργάνωσε στη Σαμοθράκη 16 δημοσιογραφικά συνέδρια με τη συμμετοχή περισσότερων από 6.000 Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων. «Η Αλεξανδρούπολη είναι μια “ανοιχτή αγκαλιά” στραμμένη στο Θρακικό πέλαγος. Τόπος φωτεινός, με τη θαλασσινή αύρα να ξυπνάει μέσα μου μνήμες μιας ζωής. Κάθε πρωί διασχίζω την πόλη με τα πόδια, να νιώσω το αεράκι της θάλασσας, να τη βιώσω, να τη γευτώ, να ανακαλύψω τις ιστορίες που κρύβει. Εδώ συναντάς ακόμη διώροφα σπίτια και αυλές γεμάτες λουλούδια, οι σχέσεις είναι πιο ζεστές, πιο ουσιαστικές και ανθρώπινες. Η έμπνευση υπάρχει παντού, αρκεί να μπορούμε να τη νιώσουμε και να είμαστε ανοιχτοί…».
Η συνάντηση

«Θα σε πάω στο ουζερί του Αλέξη στον πιο όμορφο πεζόδρομο της Αλεξανδρούπολης, στο δικό μας Κολωνάκι», μου είπε. Και πήγαμε στην οδό Ταχυδρομείου. Τα όποια αποθέματα αντιστάσεων εξουδετερώθηκαν στη θέα και τη μυρωδιά των εδεσμάτων του Αλέξη: φιλεταρισμένο σκουμπρί στη σχάρα, ψημένο με ελαιόλαδο και ρίγανη (σπεσιαλιτέ του), σαρδέλες Σαμοθράκης στα κάρβουνα, βλίτα, μελιτζάνα ψητή με ντομάτα και μαϊντανό, τοπικό τσίπουρο διπλής απόσταξης ποικιλίας μοσχάτο Αλεξανδρείας, «Χατζόπουλος», χωρίς γλυκάνισο. Ιερουργήσαμε «επί του πεδίου». Οταν ζητήσαμε τον λογαριασμό, εμφανίστηκε ο Αλέξης και μ’ ένα «δικό μου το τραπέζι», μας έφερε σε δύσκολη θέση. Δεν σήκωνε όμως κουβέντα.

Πηγή: https://www.kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.