Του Νίκου Τσούλια //
Έφυγαν οι εποχές που οι έντυπες εφημερίδες ήταν καθημερινός σύντροφος του ανήσυχου πολίτη. Κάθε άνθρωπος είχε την εφημερίδα του – καμάρωνε ότι τη διαβάζει π.χ. 20 ή 30 χρόνια – ή τις εφημερίδες του.
Παλιά η έκδοσή τους ήταν και άβολη, μεγάλο σχήμα, πολλά μελάνια – μετά βγήκαν τα ταμπλόιντ και τα πράγματα εκλογικεύτηκαν. Πολλά παιδιά μάθαιναν πιο γρήγορα τα Γράμματα, γιατί τους προκαλούσαν ενδιαφέρον οι εφημερίδες. «Τι είναι εκεί μέσα που χάνεται με τις ώρες ο πατέρας μου»;
Πήγαινα κάθε Σάββατο βράδυ στο Σύνταγμα, γωνία Όθωνος και Φιλελλήνων, για να αγοράσω και να απολαύσω πιο σύντομα τις κυριακάτικες εφημερίδες. Είχα κάνει «θεσμό» αυτή τη συνήθεια. Ήταν εποχή που οι εφημερίδες είχαν πέραση, μεγάλη κυκλοφορία, μεγάλη πολιτική και κοινωνική επιρροή. Ας ήταν η γιορτινή παραδοσιακή έξοδος του Σαββατόβραδου… Μια κλεφτή ματιά στο ειδησεογραφικό μέρος τους αποτελούσε και ένα ενδεχόμενο συγκριτικό πλεονεκτικό στοιχείο μου για την παρέα μου.
Υπήρχε και άλλη πιο σημαντική προσωπική αναφορά. Θα έβλεπα και θα καμάρωνα το άρθρο μου στην ΕΞΟΡΜΗΣΗ. Αυτό που μου έκανε βέβαια εντύπωση ήταν ότι ο εφημεριδοπώλης θυμόταν ποιες εφημερίδες αγόραζα (ΕΞΟΡΜΗΣΗ, ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ). Και δεν ήμουν φυσικά εξαίρεση. Καθόμουν κάπου απόμερα, γιατί σχηματιζόταν ουρά για την αγορά, και παρατηρούσα ότι έβαζε στη σακούλα τις ανάλογες εφημερίδες για κάθε αναγνώστη. Τον ρώτησα πώς τα καταφέρνει. «Μα και οι καφετζήδες δεν ξέρουν τι καφέ πίνουν οι πελάτες τους;», ήταν η πειστική απάντησή του…
Διάβαζα πρώτα το ειδησεογραφικό μέρος των εφημερίδων, γιατί την άλλη μέρα το πιο πιθανό να ήταν εκτός θέματος ή πάντως ανεπίκαιρο· η πολιτική με τα γεγονότα της πάντα βιάζεται. Μετά είχαν σειρά τα άρθρα. Στο τέλος έμεναν τα σημαντικά κείμενα (συνήθως αφιερώματα), γιατί θα μπορούσαν να διαβαστούν οποιαδήποτε άλλη στιγμή ακόμα και μετά από χρόνια. Τα βάσταγα σε ειδικές τσάντες. Αλλά τα περισσότερα αντί να τύχουν της καλής ανάγνωσης, συσσωρεύονταν το ένα μετά το άλλο – γιατί ήταν πολλά – με αποτέλεσμα να έχουν μείνει ακόμα και τώρα αδιάβαστα, παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει αρκετά χρόνια.
Έκανα και τη σχετική συλλογή αποκομμάτων, που τα φωτοτυπούσα σε σελίδες Α4 για να είναι ομοιόμορφο το μέγεθός τους και στη συνέχεια τα τακτοποιούσα κατά θεματικές ενότητες (πολιτικά, εκπαιδευτικά, φιλοσοφικά, λογοτεχνικά, επιστημονικά…) και τα έφτιαχνα μικρούς τόμους με θερμοκόληση. Και απ’ αυτά έχουν μείνει τα περισσότερα αδιάβαστα. Είχα δικαιολογία και πειστική απάντηση στον εαυτό μου. Όταν έμπαιναν σχεδόν κάθε ημέρα δύο και τρία βιβλία στο σπίτι μου, πώς να προλάβω όλο αυτό τον όγκο της ανάγνωσης;
Υποστήριζε και ψήφιζε μόνη αυτή από όλη την οικογένειά της το συντηρητικό κόμμα και μάλιστα με άποψη και πείσμα. Κάθε μέρα ρωτούσε ποιος θα κατέβει στην Αμαλιάδα να της φέρει τον ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ. Όταν ερχόταν το λεωφορείο, κρεμόταν από το παράθυρο για να μην ξεχαστεί ο παραγγελιοδόχος και δεν δώσει αμέσως την εφημερίδα της. Πρώτη της δουλειά ήταν να πιάσει τη βελόνα και να συρράψει τα φύλλα στη ράχη, για να μη σκορπάνε. Άρχιζε το διάβασμα, όταν οι άλλοι έφευγαν μετά το μεσημεριανό φαγητό για τα δωμάτιά τους. Και με την πρώτη ευκαιρία θα έπιανε κουβέντα για την πολιτική, για να στηρίζει την επιλογή της εφοδιασμένη με επιχειρήματα από την εφημερίδα της και δεν δεχόταν κανένα τρωτό σημείο για το κόμμα της και για την εφημερίδα της… Ήταν η μάνα μου.
Αγόραζε πάντα δύο εφημερίδες καθημερινά, την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ και μια αθλητική χρωμάτων του Παναθηναϊκού. Της άφηνε στο τραπεζάκι του χολ και μαζεύονταν μέχρι να πάρουν την άγουσα προς τα σκουπίδια. Κι όμως δεν της διάβαζε αυτός ή της διάβαζε φευγαλέα. Ήταν ο Γιώργος. Διάβαζε όμως την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ η γυναίκα του, καθηγήτρια φιλόλογος, η οποία παρακολουθούσε την αρθρογραφία των έγκυρων εφημερίδων για τις ανάγκες του μαθήματος της «Έκθεσης». Μάζευε αποκόμματα για κάθε κοινωνικό και εκπαιδευτικό ζήτημα και τα ταξινομούσε κατά θεματικές ενότητες με σχόλια και παρατηρήσεις αμέτρητα. Κάθε χρόνο ο όγκος γινόταν όλο και πιο μεγάλος, μια μικρή πνευματική περιουσία.
Ήθελε να πηγαίνει διαβασμένος στο καφενείο σαν τους μαθητές στο σχολείο. Πάντα στο καφενείο – αν δεν παίζονταν σε όλα τα τραπέζια χαρτιά – γίνονταν πολιτικές συζητήσεις και ήθελε να είναι καλά εφοδιασμένος. Δεν διάβαζε όλα τα άρθρα. Αν έβλεπε από τις πρώτες αράδες ότι το άρθρο είναι δυσνόητο, το εγκατέλειπε. Δεν διάβαζε από μέσα του. Του άρεσε (ή του είχε μείνει από το δημοτικό σχολείο…) να διαβάζει χαμηλόφωνα. Θεωρούσε πολύ σημαντικά αυτά που έγραφαν οι εφημερίδες. Πίστευε ότι τα καταλάβαινε καλύτερα έτσι τα νοήματα. Και σαν την τελείωνε την εφημερίδα την έκανε ρολό προς μεγάλη απογοήτευση του γιου του, που δεν ήθελε ποτέ την εφημερίδα του τσαλακωμένη. Ήταν ο πατέρας μου.
Πηγή: https://www.fractalart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.