"Όταν η μητέρα μου, την ώρα που τρώγαμε, ανάγγειλε στον πατέρα μου ότι θα γίνει πόρνη, εκείνος, που ήταν παλαιών αρχών, θέλησε με κάθε τρόπο να την αποτρέψει. Δεν το έβρισκε σωστό να ακολουθήσει αυτό το επάγγελμα.
-Γιατί ειδικώς θέλεις να γίνεις πόρνη; τη ρώτησε με καλοσύνη, σκουπίζοντας το στόμα του με την πετσέτα.
-Για να κερδίσω χρήματα και να είμαι αυτάρκης. Δεν θέλω συνεχώς να σου ζητώ χρήματα, είπε εκείνη, βάζοντας λίγη σούπα στα πιάτα μας.
Ο πατέρας έμεινε για λίγο σκεπτικός. Μετά της είπε.
-Οι προθέσεις σου είναι βεβαίως αγαθές και η επιθυμία σου να συμβάλεις με το κατά δύναμιν με συγκινεί αφαντάστως. Αλλά είσαι τόσο σίγουρη ότι με τον κλάδον τον οποίον θα ακολουθήσεις, θα κερδίζεις αρκετά;…"
Έτσι ξεκινά το διήγημα "Το Επάγγελμα της Μητρός μου", που ο τίτλος του παραφράζει βεβαίως "Το Αμάρτημα της Μητρός μου" του Γεωργίου Βιζυηνού. Το έγραψε ο Μποστ, Χρύσανθος Βοσταντζόγλου κατά κόσμον. Ο χείμαρρος εκείνος του ταλέντου, ο ιδιοφυής σκιτσογράφος, επιφυλλιδογράφος, θεατρικός συγγραφέας. Ο Μποστ, ο Νίκος Τσιφόρος, ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Δημήτρης Ψαθάς της "Μαντάμ Σουσούς", παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Εμμανουήλ Ροϊδη και τον ακόμα παλιότερο Γρηγόριο Παλαιολόγο του μυθιστορήματος "Ο Πολυπαθής" (1839), καλλιέργησαν το νεοελληνικό χιούμορ. Μας παρέδωσαν καταπληκτικά, σπαρταριστά κείμενα, που οι σοφολογιότατοι -οι "κουλτουρατζήδες" που τους λέει και ο Ζαμπέτας- αρνούνται να εντάξουν στον λογοτεχνικό κανόνα. Κακό της κεφαλής τους!
Το 1961, "Το Επάγγελμα της Μητρός μου" δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καθημερινή. Η εκδότρια Ελένη Βλάχου, γυναίκα χαρισματική και πολυπράγμων και με ανοιχτά γενικώς μυαλά, έγινε έξαλλη. "Ξεπεράσατε κάθε όριο ευπρέπειας!" είπε στον συγγραφέα του. Έτσι ο Μποστ απολύθηκε από τη δεξιά Καθημερινή όχι εξαιτίας των αριστερών του αντιλήψεων αλλά επειδή έκανε ό,τι είναι πιο επικίνδυνο για κάθε μορφής εξουσία: έκανε πλάκα.
Ποιος να το φανταζόταν ότι εξήντα τρία χρόνια αργότερα, ο δαίμων -ή το φάσμα- της πορνείας θα οδηγούσε μέρος του πολιτικού μας κόσμου και της κοινής γνώμης στην αυτογελοιοποίηση;
Το γαϊτανάκι το ξεκίνησε ο Δημήτρης Κουτσούμπας, που στις καλές του είναι ομολογουμένως διασκεδαστικότατος όταν -φευ!- σοβαρεύει γίνεται πιο αρτηριοσκληρωτικός, πιο άνοστος κι από συνοικιακό κατηχητή. "Τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα αναγκάσουν" έκρουσε κώδωνα από το βήμα της Βουλής "τις φτωχές κοπέλες για να πληρώσουν τα δίδακτρα να εκπορνεύονται!" Προς επιβεβαίωσιν δε των λεχθέντων του, ανέμισε κάτι τυπωμένες αγγελίες με τις οποίες Σκανδιναβές φοιτήτριες ζητούσαν "Sugar Daddies”.
Αντιλαμβάνομαι ότι ο Δημήτρης Κουτσούμπας, ζώντας εδώ και πέντε δεκαετίες στους φιλόξενους -καθησυχαστικούς κυρίως- κόλπους του ΚΚΕ, μη έχοντας ποτέ δουλέψει στον ιδιωτικό τομέα ούτε και συναναστραφεί ίσως ιδεολογικά αλλόθρησκους, αγνοεί τι σημαίνει πιάτσα. Δεν αποκλείω να μην έχει δει ποτέ εκ του σύνεγγυς πόρνη. Πόσω δε μάλλον να έχει επισκεφθεί ως πελάτης κάποιον οίκο ανοχής.
Πώς είναι δυνατόν εντούτοις να νομίζει ότι υπάρχουν γυναίκες που παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες όχι για να επιβιώσουν ή να διάγουν πολυτελώς μα για να εξασφαλίσουν τη μόρφωσή τους; "Αμάρτησα για το πτυχίο μου" δηλαδή. "Τόσο το λαχταρώ να γίνω γεωπόνισσα ή γιατρέσσα, που βγήκα στο κλαρί!" Αστεία πράγματα.
Δεν βρέθηκε κανένας σύντροφός του να τον ενημερώσει ότι τα νέα "εργαζόμενα κορίτσια" πλασσάρονται απλώς σαν φοιτήτριες; Διότι οι πελάτες τους, οι "sugar daddies”, διεγείρονται με τη φαντασίωση ότι το τρυφερούδι που ρίχνουν με τον παρά τους στο κρεββάτι δεν είναι καμιά του δρόμου. Σπουδάζει ίσα-ίσα, μελετάει σκληρά και στα διαλείμματα από τα αμφιθέατρα, χαρίζει (που λέει ο λόγος) στον ώριμο άνδρα τα χάδια της. Σύνηθες στις "αισθησιακές" ταινίες, οι ηθοποιοί να φορούν μαθητικές ποδιές. Ή για χάρη των πιο βιτσιόζων να μεταμφιέζονται σε νοσοκόμες.
Και καλά. Στον Δημήτρη Κουτσούμπα θα άξιζε να αφιερώσουμε τους στίχους του Καβάφη: "Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν και τελειώνουν ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα". Οι πολιτικοί όμως αντίπαλοί του; Οι οποίοι έφριξαν, έσκισαν τα ρούχα τους, τον κεραυνοβόλησαν ότι αρθρώνει λόγο σεξιστικό;
Πώς διανοείσθε, κύριε Κουτσούμπα, να υπαινιχθείτε ότι οι τίμιες Ελληνοπούλες, οι διαφυλάσσουσες την αγνότητά τους ως κόρην οφθαλμού, κινδυνεύουν υπό οιεσδήποτε συνθήκες να εκπορνευτούν; Να καταντήσουν γύναια; Σαν τις Σοβιετικές, που πλάγιαζαν με τους τουρίστες για ένα μπλουτζήν; Όπως οι Κουβανέζες, που τη στήνουν στο αεροδρόμιο για να πουλήσουν έρωτα σε μεσόκοπους καπιταλιστές; Εδώ τα τείχη είναι αγκρέμιστα, αδιαπέραστα. Από τη μία, τα καλά κορίτσια. Από την άλλη, οι παστρικές.
Φρίττω με τον πουριτανισμό, με τις κακοκρυμμένες άθλιες προκαταλήψεις, όσων κατηγορούν τους άλλους για σεξισμό. Η προοδευτικότητά τους εξαντλείται στις λέξεις. Στις πολιτικώς ορθές διατυπώσεις. Θα τις λέμε εφεξής "σεξεργάτριες", όχι πόρνες ούτε -κατά την παλαιά ποιητική διατύπωση- "ιέρειες της Αφροδίτης". Θα εξακολουθούμε όμως να τις οικτίρουμε και να τις περιφρονούμε. Θα τις αποκαλούμε θύματα της πατριαρχίας, ανθρώπινα σκουπίδια που "σέρνονται στα ακάθαρτα του δρόμου" για να θυμηθούμε και τον Βάρναλη. Μακάρι να τις απελευθερώναμε και να τους βρίσκαμε αξιοπρεπείς εργασίες. Να τις κάναμε ταμίες σε σούπερ μάρκετ, στα διόδια ή -γιατί όχι;- να τις εκπαιδεύαμε πανεπιστημιακώς και να τις καμαρώναμε κοινωνιολόγους, καθηγήτριες, νηπιαγωγούς έστω. Θα τις γλυτώναμε, τις καημένες, από την άκρα ταπείνωση.
Δεν τους περνάει καν από το μυαλό των δικαιωματιστών πως η πορνεία ως μόνιμο επάγγελμα ή ως περιστασιακή, συνηθέστερα, απασχόληση μπορεί να συνιστά για κάποιες ελεύθερη επιλογή. Το μη χείρον βέλτιστον. Από το να υποδουλώνουν το μυαλό, την ενεργητικότητά τους στο αφεντικό σαράντα ώρες την εβδομάδα, συν οι υπερωρίες, από το να σκεβρώνουν στα γραφεία ή να βγάζουν κιρσούς -πωλήτριες, λουλουδούδες-, κάλλιο να είναι αντικείμενα του πόθου. Πιο ηθικό, στο κάτω-κάτω, αντί για πελάτες να έχεις σύζυγο ή γκόμενο-χορηγό; Τότε, βεβαίως, υπάρχει αίσθημα. Αίσθημα-άλλοθι.
Τι θα έπρεπε να περιλαμβάνει μια προοδευτική ατζέντα; Το με κάθε τρόπο ξερίζωμα του trafficking, της εμπορίας ανθρώπων. Την απελευθέρωση των εκδιδόμενων γυναικών από τους μαστροπούς, τους προστάτες, τους εκμεταλλευτές. Την υγειονομική προστασία τους.
Κατά τα άλλα, σε μια ανοιχτή κοινωνία, καθένας πρέπει να είναι ελεύθερος να βιοπορίζεται όπως γουστάρει. Να αμείβεται παρέχοντας διανοητική, σωματική εργασία. Ακόμα και επί χρήμασι ηδονή.
Η εξαιρετική σκηνοθέτις ντοκυμαντέρ Εύα Στεφανή, έφτιαξε προ ετών ένα κινηματογραφικό πορτρέτο της Δήμητρας Κανελλοπούλου. Της προέδρου του σωματείου εκδιδομένων γυναικών. Στις "Μέρες και Νύχτες της Δήμητρα Κ." γνωρίζουμε μια γυναίκα που υπό συνθήκες αντικειμενικά αντίξοες, ενίοτε απάνθρωπες, έχει κατακτήσει και απολαμβάνει την ελευθερία της. Έχει χειραφετηθεί από πολύ νέα.
Σε μία σκηνή του ντοκιμαντέρ, βλέπουμε την κυρία Δήμητρα Κανελλοπούλου προσκεκλημένη σε μία φεμινιστική ημερίδα. Κάθεται στα έδρανα και στωικά ακούει δεκάρικους περί απελευθέρωσης. Από συνέδρους που -το βλέπεις στις ξινές τους φάτσες- ουδέποτε έχουν χαρεί αληθινά τον έρωτα ή το σεξ. Όταν επιτέλους της δίνουν το μικρόφωνο, η κυρία Κανελλοπούλου δεν μασάει τα λόγια της. "Εγώ ούτε θύμα είμαι ούτε κακομοίρα!" τους αποστομώνει. "Κανένας δεν με έριξε στον βούρκο, κανέναν κεχαγιά δεν έβαλα ποτέ στο κεφάλι μου! Το μπουρδελάκι μου είναι πολύ πιο γουστόζικο από τα αξιοπρεπή σας σπίτια! Όλη σας η ζωή ένα Σαββατοκύριακο δικό μου!"
Έτσι περίπου μίλησε η κυρία Δήμητρα Κανελλοπούλου. Θυμίζοντας μας τα απομνημονεύματα της θρυλικής Γαβριέλλας Ουσάκοβα, που διατηρούσε ατομική επιχείρηση στη Νεάπολη Εξαρχείων και είχε παρασημοφορηθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για τη συμμετοχή της στην Εθνική Αντίσταση. "Έγινα πόρνη επειδή εγενήθην έτσι."
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Πηγή: https://www.capital.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.