Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Η ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ!

  • του Τρύφωνα Ούρδα
Τρύφων Ούρδας

Πάτησε η Σαρακοστή και άντε όλοι ευθυγραμμισμένοι οδεύουμε, «ψυχή τε και σώματι» για το Πάσχα. Το Πάσχα της χριστιανοσύνης, το μεγάλο Πάσχα των Ελλήνων, το Πάσχα του καθενός από μας που στην ταυτότητά του, τουλάχιστον κάποτε, έγγραφε «Χριστιανός Ορθόδοξος!» Σήμερα που εξελίχθηκαν τα πράγματα αυτόν τον τίτλο τον φέρουμε μονάχα στις καρδιές μας. Έτσι ισχυριζόμαστε και γι’ αυτό δίνουμε όρκο!
Λοιπόν! Βροχή και χτες, βροχή και σήμερα κι επειδή η ομπρέλα είναι μόνιμα ξεχασμένη κάπου, για να μη γίνω μούσκεμα είπα να πάρω τ’ αμάξι μου και να κατέβω στο κέντρο της πόλης για τον πρωινό καφέ. Όπως συμβαίνει πάντοτε αυτές τις ώρες στο κέντρο και μ’ αυτές τις καιρικές συνθήκες γίνεται χαμός. «Απαξάπαντες», για να μην ξεχνάω και την καθαρεύουσα, πάνε κουρσάτοι και μόνο πού και πού κανένας λαχειοπώλης ή κανένας ζητιάνος ή στην καλύτερη περίπτωση κανένας ρομαντικός να κυκλοφορεί με τα πόδια στους δρόμους, κάτω απ’ την μαύρη ομπρέλα του για να μη γίνει μούσκεμα. Ο τελευταίος, καμπαρντινάτος και καμαρωτός, μπορεί να έχει ακόμα στο κεφάλι του και μπεζ καβουράκι με κορδέλα. Έτσι, για να τονίζει τον τύπο και την προσωπικότητα του!
Έψαξα αρκετή ώρα για να βρω κάπου και να παρκάρω αλλά δεν έβρισκα. Απογοητευμένος βρήκα πολύ μακριά ένα άδειο πεζοδρόμιο και πέντε βήματα πριν από την πόρτα ενός μαγαζιού που πούλαγε φρούτα. Κύριος, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, στάθμευσα το όχημα. Τράβηξα χειρόφρενο και κάνοντας τον «κινέζο» την κοπάνησα απ’ εκεί στα γρήγορα μη με δει ο μαγαζάτορας. Μήπως και γλιτώσω το βρίσιμο δηλαδή!
Όμως, λίγο πριν να το σκάσω έτσι στα κρυφά, άκουσα πίσω μου φασαρίες. Δυο φίλοι μας, απ’ αυτούς που βρισκόμαστε κάθε μέρα και ξοδεύουμε τις καλημέρες, δυστυχώς χωρίς να το εννοούμε, πιάστηκαν σ’ έντονη συζήτηση κι αυτοί για μια θέση στάθμευσης. Μπαρουτιασμένοι κι οι δυο απ’ τις τόσες ώρες που δεν έβρισκαν, τελικά, όταν βρήκαν μια τη διεκδικούσαν κι ο ένας κι άλλος. Μάλωναν για το ποιος την είδε πρώτος. Και δώστου τα κοσμητικά επίθετα:
«Άσε μας ρε λαπά! Δεν μας παρατάς ρε μπάμια! Άντε μη σου πω ρε χαλβά! Παλιό-πατατοκεφτέ! Αγγούρι, ζητάς και τα ρέστα..! Τραχανά!»
Φοβούμενος μη πιαστούνε και στα χέρια, τρόμαξα να πάρω τον έναν που κάπως γνωριζόμασταν και να τον πάω λίγο μακριά από το πεδίο μάχης, σ’ ένα διπλανό καφενείο για να ηρεμήσει. Κάτσαμε σε μια γωνιά και παραγγείλαμε του λόγου μου καφέ και ο τύπος γκαζόζα, γιατί από τα πολλά λόγια στέγνωσε το στόμα του και μόνο τραύλιζε. Ύστερα, όταν έπεσε ο θυμός του κι επανήλθε η καρδιά του στους κανονικούς της σφυγμούς, εγώ εντελώς αυθόρμητα κι αθώα έκανα την πρόταση να το γυρίσουμε στο ούζο και να ζητήσουμε μάλιστα να μας φέρουν αν θέλει και κανένα σουβλάκι, απ’ αυτά που ψήνονταν και άχνιζαν στη ψησταριά. Τι ήθελα και το είπα! Ο φουκαριάρης αντιμετώπισα, όχι μόνο την άρνησή του αλλά και την ειρωνεία του σ’ αυτή μου την ιδέα, ως αντίθετη με τη θρησκευτική και χριστιανική του τακτική για την περίοδο που διανύουμε. «Καλά», μου λέει με ύφος ενός μεγάλου διδασκάλου της θεολογίας, άτεγκτου και πιστού χριστιανού. «Νηστεία περνάμε δεν το ξέρεις; Πού ζεις; Τόσο δεν ξέρεις εσύ από χριστιανική ηθική; Δεν νηστεύεις τώρα τη Σαρακοστή;»
Στην αρχή που άκουσα τα λόγια του μονάχα ξαφνιάστηκα. Μετά, όμως, όταν συνειδητοποίησα τι έλεγε, μου ήρθε να σηκωθώ, να τον πιάσω από τον γιακά και να του πω πόσο υποκριτής και κενός είναι στις πράξεις του. Δηλαδή με λίγα λόγια να του πω, ότι δεν τον πείραξε που πριν από λίγο τσακώθηκε έξω και έβριζε τον άλλον, όπως τον έβριζε, αλλά τον πείραξαν τα σουβλάκια που του πρότεινα εγώ! «Τέλος πάντων», είπα από μέσα μου. «Κάνε την πάπια, πες του ένα γεια και φύγε από κοντά του. Τέτοιοι είναι κάποιοι άνθρωποι. Φαρισαίοι!» Έτσι, πολύ ήρεμος είπα γεια, βγήκα από το μαγαζί και όταν βρέθηκα στον δρόμο έφερα στη μνήμη μου τις βρισιές του φίλου. Με έπιασαν τα γέλια. «Έλα μωρέ, μικροπράγματα», σκέφτηκα. «Δε βριζόντουσαν οι άνθρωποι άσχημα. Σαρακοστιανά βριζόντουσαν, στο πνεύμα των ημερών!»
Την άλλη μέρα το απόγευμα πάλι είπα να κάνω μια βόλτα στην αγορά. Αυτήν τη φορά με τα πόδια, γιατί ο καιρός ήταν χάρμα να περπατάς. Ντύθηκα με τα καλά μου, πήρα επάνω μου πορτοφόλια, κινητά, κλειδιά, έστρωσα και μια τσιγαριά στο χέρι μου και «ελεύθερος και ωραίος» βρέθηκα στον πεζόδρομο με τα καταστήματα.
Και εδώ, πριν καλά καλά να κάνω πέντε βήματα, άκουσα να με φωνάζουν μέσα από ένα μαγαζί. Ήταν από μια ψησταριά με πέντε- έξι φιλαράκια, όλοι παρέα σε ένα τραπέζι. Φυσικά μέσα είχε και άλλα τραπέζια γεμάτα από κόσμο. Όλοι τους είχαν μπροστά τους από ένα πιάτο με μπριζόλα, μπιφτέκι, κοτόπουλο, ανάλογα με την προτίμηση του καθενός, συνοδευόμενα, βέβαια, και από τα άλλα «καλλυντικά», όπως σαλάτες, τσίπουρα, ρετσίνες και γενικά αλκοολούχα ποτά. Η μουσική, δεν το συζητάμε, στο διαπασών με φουλ Καζαντζίδη, Νταλάρα και από τους σύγχρονους Πέγκυ Ζήνα, Ρέμο, Μακεδόνα και λίγο Μαζωνάκη. Είχε και λίγο Καρρά με Πασχάλη Τερζή.
Μετά τις καθιερωμένες χειραψίες και τα καλωσορίσματα, ήθελα δεν ήθελα, με έβαλαν και μένα, μουσαφίρη όντα, να κάτσω σε μια καρέκλα και μου έδωσαν πιάτο και σερβίτσια. Βρήκα και εγώ την ευκαιρία και στρογγυλοκάθισα μαζί τους. Μου παράγγειλαν και αυτοί μια από το ίδιο μενού και όταν ήρθε βαρβάτο σηκώσαμε και χτυπήσαμε τα ποτήρια. Και έτσι γενικά με όλα αυτά προσπάθησα ο καλός να εγκλιματιστώ στο προσφερόμενο περιβάλλον της «κοιλιόδουλης κουλτούρας!» Ήταν αλήθεια πως δεν πεινούσα. Εκεί μέσα, όμως, τι έγινε και μου άνοιξε η όρεξη ούτε που κατάλαβα. Αλλά δεν ήθελα και να το δείξω. Μη με πουν και λιμασμένο. Έτσι, έτρωγα αργά και πολύ τυπικά, όπως κάνουν οι πολιτισμένοι άνθρωποι της εποχής μας. Έλα, όμως, που αυτό έγινε αντιληπτό από τους φίλους. Γι’ αυτό άρχισαν και οι παρατηρήσεις.
«Φάε ρε άνθρωπε», μου λέει σε μια στιγμή αυτός που καθόταν δίπλα μου. «Τι περιμένεις; Γι’ αυτό δε ζούμε; Τρώνε οι πεθαμένοι! Ε! Φιλαράκο, σήμερα ό,τι φας και ό,τι πιείς και ό,τι …»
Ευτυχώς ο φίλος δεν πρόλαβε να το συνεχίσει, γιατί εγώ τον πρόλαβα και του είπα με μισογεμάτο το στόμα μου:
«Τρώω ρε παιδιά. Εξ άλλου και το Πάσχα κοντά είναι…»
«Ρε ποιο Πάσχα περιμένεις να φας», με διέκοψαν όλοι τους. «Φάε τώρα, φάε και το Πάσχα. Γι’ αυτό έρχονται τέτοιες γιορτές. Να τρώμε, να πίνουμε και να γλεντάμε. Όχι μόνο να δουλεύουμε!»
Ήθελα να τους πω, «και για να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι». Αλλά εκείνη την ώρα σε ποιον να το πεις. Η ατμόσφαιρα ήταν «άκρως ακατάλληλη» για τέτοιου είδους συζητήσεις και κηρύγματα. Τον μπελά μου θα εύρισκα.
Εκεί, λοιπόν, όλοι μαζί στην παρέα της μάσας φάγαμε και ξαναφάγαμε, ήπιαμε και ξαναήπιαμε, μέχρι που ήρθε η ώρα και να πληρώσουμε. Το κάναμε και πήραμε τον δρόμο για τα σπίτια μας. Και η Σαρακοστή καλά κρατούσε!
Ένα μεσημέρι, πάλι αυτών των ημερών, βρέθηκα πελάτης σε ένα από τα σούπερ μάρκετ της πανέμορφης πόλης μας. Ας πούμε πως έκανα «σόπινκ θέραπι», μια και τώρα τελευταία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου πολύ φοριέται αυτή η μέθοδος για μια καλύτερη διάθεση. Βλέπετε σήμερα η ψυχολογία των ανθρώπων παγκόσμια είναι πεσμένη και από πολλές αιτίες! Όταν έφτασα παραξενεύτηκα από τον μεγάλο συνωστισμό που υπήρχε έξω από το μαγαζί. Άλλοι έμπαιναν, άλλοι έβγαιναν, τι να πω ένα πανδαιμόνιο. Ιδιαίτερα μου έκαναν εντύπωση όσοι έβγαιναν έξω. Είχαν φορτωμένα τα καρότσια τους με τόσα πολλά τρόφιμα, λες και αυτά ήταν τριαξονικές νταλίκες!
Ψάξε ψάξε για να ρωτήσω τι επί τέλους γίνεται και να μάθω πριν τρελαθώ βρήκα τον παλιό μου φίλο και συμμαθητή από το Γυμνάσιο, τον Ανδρέα. Τον ανακάλυψα και αυτόν κρυμμένο πίσω από ένα καρότσι. Το έσπρωχνε μαζί με τη γυναίκα του με στοιβαγμένα μέσα του κάθε λογής ψώνια, τόσα πολλά στον αριθμό, που έφταναν μέχρι το μπόι του και λίγο πιο πάνω. Από τα είδη που αγόρασε τα περισσότερα ήταν ζυμαρικά.
-Καλέ μου φίλε, του λέω. Γιατί αγόρασες όλη την ΑΒΕΖ;
-Καλά, μου απαντάει. Δεν άκουσες; Ο Ερτογάν έφερε όλους τους μετανάστες στα σύνορα, στον Έβρο. Και εμείς μαζεύουμε εκεί στρατό και Αστυνομία για να τους εμποδίσουμε να μπούνε σε μας. Καταλαβαίνεις αν ανοίξει κανένας πόλεμος. Δεν θα έχουμε τι να φάμε. Θα πεινάσουμε. Πάντως εγώ μέχρι το Πάσχα προμηθεύτηκα τα απαραίτητα..!
-Ναι, αλλά ρε φίλε μου, του λέω τσιρίζοντας. Εσύ τα πήρες όλα για τον εαυτό σου. Εγώ που μπαίνω τώρα τι θα πάρω;
-Α! Μου απαντάει πάλι. Τι με νοιάζει εμένα για τον άλλον. Ο καθένας για τον εαυτό του. Ας στρώσει για να κοιμηθεί!
«Λες», είπα από μέσα μου, «να έχουμε πόλεμο; Ο Ανδρέας, ο κολλητός μου, που από μικρά παιδάκια μοιραζόμασταν την καραμέλα και τώρα λόγω της μεγάλης ευαισθησίας στην αλληλεγγύη που θεωρητικά μας δέρνει όλους, να έχει δίκαιο; Μήπως και εγώ για να συμβαδίζω με την κοινή συνείδηση θα έπρεπε να γεμίσω το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου μου; Προβληματίστηκα! Μου πέρασε, όμως, αυτό πολύ γρήγορα όταν είδα έξω από τις πόρτες του καταστήματος να με περιμένει ένας ζητιάνος με το χέρι του απλωμένο, σχεδόν εκλιπαρώντας με, να του δώσω λεφτά.
«Αυτός», σιγομουρμούρισα, «που δεν έχει τίποτα για να ζήσει θα πεθάνει από την πείνα αν θα γίνει πόλεμος; Εμείς γιατί τόση ταραχή!»
Προχτές, συννεφιασμένη Κυριακή από πολλές πλευρές, έτρεξα «κακήν κακώς» στο φαρμακείο να πάρω ένα φάρμακο γιατί είχα πονόδοντο. Μου το συνέστησε τηλεφωνικά ο γιατρός. Ρώτησα για το εφημερεύον και πήγα. Και εδώ ο κόσμος ουρά. Βέβαια δεν παραξενεύτηκα. Τα τελευταία χρόνια τέτοιες ουρές στη ζωή μας δε μας είναι και πολύ άγνωστες. Όπου να πας, ό,τι και να κάνεις θα τις βρεις στο βήμα σου. Μπήκα, λοιπόν, και εγώ στη σειρά και περίμενα με υπομονή. Οι συζητήσεις μπροστά και πίσω από μένα, ποιες να ήταν λέτε; Τι άλλο εκτός από τη γνωστή γρίπη. Τον κορωνοϊό! Τόσα κρούσματα, αυτές οι προφυλάξεις, τόσους ξέκανε και τέτοια. Αμάν! Έλεος πια! Ακούς γι’ αυτόν και έτσι σου έρχεται να πέσεις σε βαθιά κατάθλιψη. Μας έγινε έμμονη ιδέα, αλλά δυστυχώς και πραγματικότητα.
Και ξαφνικά σκάει μύτη μπροστά μου ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Ο μεγαλύτερος καλαμπουρτζής του αιώνα μας, αλλά συγχρόνως και ο πιο φοβητσιάρης άνθρωπος της εποχή μας. Τον είδα να βγαίνει από το φαρμακείο με μια μαύρη μάσκα στο στόμα του και με μια σακούλα γεμάτη φάρμακα. Την κρατούσε στο αριστερό του χέρι. Το δεξί του, «όλως παραδόξως», κρεμόταν από τον λαιμό του δεμένο σε νάρθηκα. Παραξενεύτηκα, γιατί το πρωί που ήμασταν μαζί στην Εκκλησία έχαιρε «άκρας υγείας» και το χέρι του δούλευε στον ώμο μια χαρά. Τώρα τι του συνέβη; Μετά από ένα γρήγορο γεια, όλο περιέργεια, τον ρώτησα τι έπαθε και ξαφνικά έμοιαζε σαν να ήταν τραυματίας πολέμου.
«Άσε», μου λέει με λύπη πολλών καρατιών. «Το χέρι μου! Με πονάει και το έδεσα. Τραυματίστηκα εκεί σε μια μάχη στον Έβρο με τους μετανάστες..!»
Αυτά είπε και λες τον κυνηγούσαν εξαφανίστηκε, παρά το γεγονός και κάποιοι άλλοι γνωστοί του τον ρωτούσαν περισσότερα. Και τότε…
«Άκου», μου λέει ένας που ήταν πίσω μου και φυσικά που και αυτός τον γνώριζε. «Μην τον πιστεύεις τον μασκαρά. Επίτηδες το έδεσε για να μην κάνει χειραψίες με όσους συναντάει στο δρόμο. Φοβάται να μην κολλήσει κορωνοϊό. Και επί πλέον ο αφιλότιμος δεν έχει αφήσει μάσκα για μάσκα σε φαρμακείο. Και εδώ τώρα μάσκες κουβαλούσε. Δεν το πρόσεξες;»
«Βρε τι μπορεί να σκαρφιστεί ο άνθρωπος στην ανάγκη του», σκέφτηκα. «Να πως εξηγείται που το πρωί στη Λειτουργία ο θεατρίνος καθόταν έξω από το Ναό για να αποφύγει τον συγχρωτισμό, προφασιζόμενος μέσα αφόρητη ζέστη. Ποιος ο Βασιλάκης! Αυτός που ήταν πάντα μπροστά στη σειρά και πριν το δι’ ευχών σκοτωνόταν πρώτος να πάρει αντίδωρο από του παπά το χέρι..!»
Και έτσι, πάμε για το Πάσχα. Όλοι μας. Με μια ψυχή. Νηστεύοντες και μη νηστεύοντες, υβριστές και υβριζόμενοι, υποκριτές και ειλικρινείς, αλλά και αλληλέγγυοι δίπλα στους άπληστους και τους παρτάκηδες..!
14-3-2020
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ 

* Ο Τρύφων Ούρδας γεννήθηκε στη Δωροθέα Αλμωπίας του Νομού Πέλλας. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας και Πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Συνταξιούχος σήμερα ασχολείται με συγγραφικό έργο. Έχει εκδώσει βιβλία με πεζογραφήματα και ποιήματα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.