Ο ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
(Υπό του Υποστρατήγου ε.α Θεοδώρου Ποτέα)
Η 25η ΜΑΡΤΙΟΥ 1821
Η 25η Μαρτίου είναι η ημέρα της Ελληνικής μεγαλουργίας, την οποίαν όλος ο εντός και εκτός της Ελλάδος Ελληνισμός εορτάζει και πανηγυρίζει με Εθνικήν συγκίνηση και ακράτητον Εθνικόν ενθουσιασμόν. Είναι η ημέρα, η χαρμόσυνη και ιστορική, η οποία συμπυκνώνει όλον το ιστορικόν νόημα του Ελληνικού γένους και αποτελεί ανεξάντλητη πηγή ζωής δια τον Ελληνισμόν και δίδαγμα μέγα δια την ανθρωπότητα. Είναι η ημέρα, η οποία όσος χρόνος κι αν παρέλθει, θα παραμένει εσαεί, φωτιζομένη από το ανέσπερον φως του παγκοσμίου θαυμασμού και θα αποτελεί δι’ όλους τους Έλληνας «εορτήν εορτών και πανήγυριν πανηγύρεων».
Είναι η αθάνατη εκείνη ημέρα, που υπενθυμίζει το μεγαλύτερον Εθνικόν γεγονός του 19ου αιώνος και που περικλείει ανάγλυφη την ιστορίαν του αιωνίου και ενδοξοτάτου Ελληνικού Έθνους. Του Έθνους, το οποίον υπερήφανον και περιβεβλημένον αειθαλείς δάφνες δόξης και τιμής, αλλά και κατάφορτον θυσιών παγκοσμίου απηχήσεως, βαδίζει θεία βουλήσει και δυνάμει, τον δρόμον των μεγάλων του πεπρωμένων και προσβλέπει πάντοτε με ευγνωμοσύνη προς τους ήρωας και συντελεστάς της μεγαλοδόξου ιστορικής σταδιοδρομίας του.
Είναι η ημέρα, την οποίαν από τα βάθη των αιώνων, η ανταύγεια της Σαλαμίνος, του Μαραθώνος και των Πλαταιών χαιρετίζει με έκφραση ευγνωμοσύνης εκείνων, που εκληροδότησαν την βαρείαν Ελληνική κληρονομιά προς τους χτεσινούς ήρωας, την μνήμη των οποίων θα αναπολήσει και εορτάσει αύριον ολόκληρος η Ελλάς. Αλλά η 25η Μαρτίου είναι ημέρα διπλής εορτής. Είναι ημέρα κατά την οποίαν:
«Άγγελος Πρωτοστάτης ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε».
Άγγελος λευκοφόρος υπό του Θεού επέμφθη, ίνα προσφέρει εις την Παρθένον Μαρίαν λευκόν κρίνον, σύμβολον της αγνότητος και αγιότητός Της και αναγγείλη ότι η πλανωμένη σε βαθύ πνευματικό σκοτάδι ανθρωπότης, επέπρωτο δια του εξ αυτής σαρκωθέντος Υιού του Θεού, να επανίδη φωτεινάς ημέρας, επανερχομένη εις την οδόν της αληθείας, της δικαιοσύνης και της αρετής. Κατά την αυτήν ημέραν, το 1821, ο αυτός Άγγελος που προσέφερεν εις την Παρθένον λευκόν κρίνον, προσέφερε τότε πυρίνην ρομφαίαν εις την στενάζουσα και υπόδουλον Ελλάδα, λέγων προς αυτήν:
«Ελλάς Ανάστα Χαίρε! ».
«Ήλθεν η ώρα πλέον, όπως απαλλαγής των δεσμών σου και ελευθερωθής από τον δυσβάστακτον της δουλείας σου ζυγόν, υπό τον οποίον επί τέσσαρας αιώνας εστέναζες ».
Αλήθεια! Τι ιερώτερον, τι τιμιώτερον αλλά και τι πολυτιμότερον μπορεί να υπάρξη δια το Χριστιανικόν Ελληνικόν Έθνος από την ημέραν αυτήν; Τι παράδοξη ομολογουμένως αλλά και τι συμβολική σύμπτωσις! Διπλή εορτή! Διπλή πράγματι πανήγυρις κατά την ημέραν αυτήν και υπό της Εκκλησίας και υπό της Πολιτείας συγχρόνως πανηγυριζομένη. «Πίστις λοιπόν και Πατρίς». Εις ιερόν σύμπλεγμα αδελφωμέναι, την διπλήν ταύτην του γένους απολύτρωσιν εορτάζουν και πανηγυρίζουν.
«Η μία τον κρίνον δέχεται, δάφνης κλωνάρι η άλλη».
Ποίος Έλλην αγνοεί και τίνος την μνήμην διαφεύγει το γεγονός ότι η Ελληνική φυλή, η υπερασπίσασα την απολίτιστη και βάρβαρη τότε Ευρώπη επί χίλια εκατόν χρόνια ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ακολουθούσα πάντα τον δρόμον των μεγάλων της ιδανικών, έφθασε μέχρι του έτους 1453, οπότε και έπεσε; Έπεσεν υπό τα αδιάκοπα κτυπήματα των αιώνων και της αγνωμοσύνης της τότε Ευρώπης.
Από της μοιραίας εκείνης ημέρας, Τρίτης 29ης Μαΐου 1453, η Ελλάς ολόκληρη, περιέπιπτεν ημιλιπόθυμος εις την αφάνεια και τον απελπισμόν. Από τότε, διεγράφετο από τον κατάλογον των κρατών και εκοιμάτο κάτω από τα ερείπια ενός ενδόξου και λαμπρού παρελθόντος. Από της ζοφεράς εκείνης νύκτας της πτώσεως, άρχισε να απλώνεται επί του Έθνους μας η δουλεία και η δυστυχία και ένα σκοτάδι γεμάτο πόνους και δοκιμασίες να περιβάλλη την αδάμαστη φυλή μας.
Και η άλλοτε ένδοξη και υπερήφανη Ελλάς, η διδάξασα τον κόσμον και διαδώσασα παντού ανα τον κόσμον, τα φώτα της προόδου και του πολιτισμού, περιέπιπτε σε βαθύ σκοτάδι δουλείας.
Η Ελλάς, που κατά το διάστημα της τρισχιλιετούς σταδιοδρομίας της επί της ιστορικής σκηνής, υπήρξε το παγκόσμιον διδακτήριον των αιώνων, ο βωμός της ακτινοβολίας του πνεύματος, από το οποίον εφωτίζετο και εθερμαίνετο ολόκληρος η πνευματική ανθρωπότης ωδηγείτο τώρα, στενάζουσα και καταφρονημένη, προ του κατακτητού. Ωδηγείτο με δεμένας τας χείρας, με πληγωμένους τους πόδας και με σκεπασμένη από καπνούς και στάχτη την κεφαλή της, όπου άλλοτε έφερεν υπερήφανα το διπλούν διάδημα της σοφίας και της τέχνης.
Η Ελλάς, η βασίλισσα του πνευματικού κόσμου, που ανέκαθεν με την πέννα του πνεύματος εις το ένα χέρι της και με το ξίφος της δίκης εις το άλλο, άνοιγε τον πλατύ δρόμο του πολιτισμού και της ελευθερίας, δια να τον παραδώσει εις την υποανάπτυκτη τότε ανθρωπότητα, ωδηγείτο τώρα αιχμάλωτη, φέρουσα επί της κεφαλής της, αντί στεφάνου δόξης και τιμής, τον ακάνθινον του μαρτυρίου στέφανον.
Και χαμηλώνουσα τα λευκά και πληγωμένα φτερά της δόξης της, εις μάτην προσπαθούσε να σκεπάση και προστατεύση τα αγαπημένα τέκνα της, που περιεπλανώντο εδώ κι εκεί, ανά τα σπήλαια των βουνών, τα κύματα των θαλασσών και τας αφιλοξένους αυλάς των ξένων, φέροντα καταφανή επί του μετώπου των, τα ίχνη της δουλείας και της ντροπής.
Μάνα φωνάζει το παιδί και το παιδί η Μάνα. Όμως, δεν έχει η Μάνα πια παιδί και το παιδί γονέους. Τα σκλαβωμένα Ελληνόπουλα, σύροντα τις αλυσίδες της σκλαβιάς των, ατένιζον πάντοτε με ελπιδοφόρο βλέμμα προς τον Θεόν και ενθαρύνοντα τρόπον τινά και παρηγορούντα και αυτήν ακόμη την δακρυσμένη Παναγίαν, έψαλλον προς Αυτήν:
«Σώπασε κυρά Δέσποινα…Μη κλαίς και μη δακρύζεις…
Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικά μας θ’άναι…».
Η κατάσταση αυτή της δουλείας, διήρκεσε δυστυχώς περίπου τέσσαρας αιώνας. Η Ελλάς εφαίνετο, ότι είχε πλέον τελείως εξαφανισθή από το πρόσωπον της γής. Εφαίνετο, ότι είχε τελείως καταποντισθή, υπό τα κύματα της Ιστορίας, όπως τόσοι άλλοι λαοί και ότι παρέμενε μόνον, ως μία ιστορική και γεωγραφική έννοια.
Και αυτοί ακόμη, οι αγνώμονες Χριστιανικοί λαοί της Δύσεως, οι φωτισθέντες και εκπολιτισθέντες από τον Ελληνισμόν, ενόμιζον ότι κάτω από τα ερείπια της βασιλίδος των πόλεων, είχε πλέον ταφή δια παντός και ολόκληρος ο Ελληνισμός. Ο Ελληνισμός εκείνος, του οποίου ο πολιτισμός εκυμάτιζεν επί χιλιετίας επί των επάλξεων της ανθρωπότητος, του οποίου το υπέροχο πνεύμα εχώρισε τον κόσμον εις πολιτισμένον και βάρβαρον και είχε στήσει τόσα και τόσα τρόπαια εις τα πεδία του πνεύματος και εις τα τοιαύτα των μαχών.
Πόσον όμως ηπατήθησαν και πόσον επλανήθησαν, διότι δεν αποθνήσκουν εύκολα οι λαοί εκείνοι, τους οποίους εμπνέει και θερμαίνει αιώνων δόξα, παραδόσεις ευγενείς και ιδεώδη μεγάλα. Καταστρέφονται και αποθνήσκουν οι λαοί, που δεν έχουν ιστορίαν και εθνικά ιδανικά. Όχι όμως και οι Έλληνες, που έχουν αποστολήν και διαθήκην ιεράν, γραμμένη με αίμα ηρώων.
Δια τούτο, μέσα εις την ψυχήν των υποδούλων Ελλήνων ο πόθος της ελευθερίας, ποτέ δεν έσβησε, διότι ήτο αυτή δια τον Έλληνα ο αιώνιος και ακατάλυτος νόμος, το θεμελιώδες συστατικόν του πολιτισμού του. Δεν κατόρθωσαν να τον εξαλείψουν ούτε ο χρόνος, ούτε το φρικιαστικό παιδομάζωμα, μα ούτε και το θέαμα των πυρπολουμένων σπιτιών. Το κρυφό Σχολειό μέσα στους σκοτεινούς νάρθηκας των εκκλησιών και των μοναστηριών, κάτω από το τρεμοσβύνον φως ενός καντηλιού, με τον ιερέα ως διδάσκαλον, να θεριεύει την αποσταμένη ελπίδα, ενεργούσε διαβρωτικόν έργον κατά του όγκου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αι διηγήσεις, οι θρύλλοι και oι προφητείες συντηρούσαν εις την Ελληνικήν ψυχήν ακοίμητον τον πόθον της ελευθερίας.
«Μη σκιάζεστε στα σκότη » ενθάρρυναν τα Ελληνόπουλα, οι μπροστάρηδες στον μετέπειτα αγώνα, ήρωες ρασοφόροι μας, « η λευτεριά σαν της αυγής το φεγγοβόλο αστέρι, της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει ».
Και νά! Η ιστορική ώρα εσήμανε. Ιδού! Έφθασεν η ευλογημένη εκείνη ημέρα, η 25η Μαρτίου του 1821, που η προνομιούχος του κόσμου φυλή, η ουδέποτε νεκρωθείσα, ανεκαλείτο και πάλιν, από την νεκροφάνειαν εις την ζωήν, από την δουλείαν εις την ελευθερίαν. Και όπως λέγει και ο ποιητής δια την Ελληνικήν ψυχήν:
«Δεν χάνομαι στα τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω,
στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς Ανασταίνω…».
Τούτο κι έγινε! Ο Ελληνικός λαός, κληρονόμος και θεματοφύλακας του γνησιωτέρου πνευματικού θησαυρού της ανθρωπότητος, εκαλείτο να αγωνισθή εναντίον μιάς Οθωμανικής Λερναίας Ύδρας, της οποίας η κεφαλή εδροσίζετο εις τον Δούναβιν και οι πόδες της εκαίοντο εις τας αμμώδεις εκτάσεις της Αφρικής.
Ιδού ανέτειλεν η 25η Μαρτίου του 1821, που η φλόγα της ελευθερίας εφούντωσε και εφώτισεν ολόκληρη την Ελλάδα. Παντού αντήχησεν η αθάνατη Ελληνική κραυγή: « Ελευθερία ή Θάνατος!». Και εξηγέρθησαν όλοι οι Έλληνες, εις μίαν υπεράνθρωπη προσπάθεια, οι δούλοι κατά το σώμα, αδούλωτοι όμως κατά την ψυχήν και το φρόνημα δια να δώσουν το παρόν εις το προσκλητήριον της Ιστορίας και να αποτινάξουν τον τουρκικόν ζυγόν. Ήταν ένα « ΟΧΙ άλλο πιά, στη στεριά
δεν ζεί το ψάρι, ουτ΄ανθός στην αμμουδιά ». Τα αθάνατα Ελληνόπουλα, έχοντα συναίσθηση της βαριάς κληρονομιάς των πολεμούσαν τον κατακτητήν και τα χείλη των εψέλιζαν:
«Ώ γενναίοι του Λεωνίδα, για ξανάλθετε σε μας, τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε πόσο μοιάζουνε με σας!».
Και μη νομίσετε ότι, επεδόθησαν εις τον αγώνα των, από απελπισίαν ή παραφροσύνη, έστω κι αν η λογική απέκλειε κάθε πιθανότητα νίκης. Όχι! Οι άνθρωποι αυτοί, είχαν μίαν πρωτοφανή και ακαταμάχητον αυτοπεποίθηση, η οποία εξεχύνετο αυθόρμητα και ανεξάντλητα από τα βάθη της ελληνικής ψυχής. Οι καλλιεργούντες το εύοσμον της ελευθερίας δένδρον αρματωλοί και κλέφτες, σαν αετοί πετούν, με φλογισμένη την καρδιά από του Χριστού την πίστη την Αγία και της Πατρίδος την ελευθερία, προσπαθούντες να καλύψουν εντός ολίγου το ιστορικόν χάσμα τετρακοσίων ετών.
Σφίγγουν στα χέρια των τα καρυοφύλλια και δημιουργούντες Σαλαμίνες και νέους Μαραθώνες, τολμούν πράγματι το αδιανόητον και εκτελούν το αφάνταστον. Ο ηρωισμός, η θυσία και τα κατορθώματα των συντελεστών του Εθνοσωτηρίου εκείνου πατριωτικού ξεσηκωμού όπως: Του πολέμαρχου Οδυσσέα Ανδρούτσου, ο οποίος μετέβαλλε το πλινθόκτιστο εκείνο Χάνι της Γραβιάς εις φρούριο απόρθητο και παρημπόδισε την εισβολή του Ομέρ Βρυώνη εις Πελοπόννησον. Του οπλαρχηγού Αθανασίου Διάκου, ο οποίος αντέστει ηρωικώς παρά την γέφυρα του Σπερχειού εις Αλαμάνα και ο οποίος πριν θανατωθή κατά τρόπον οικτρόν, εψέλισε το αμίμητον εκείνο:
«Για δες καιρό, που διάλεξε ο Χάρος να με πάρη,
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζ’ η γη χορτάρι…».
Του παράτολμου πυρπολητή Κωνσταντίνου Κανάρη, ο οποίος υψώνων πυρίνην ρομφαίαν επί των εχθρικών πλοίων κατηύγαζε τις Ελληνικές θάλασσες και συνεκίνει ολόκληρον την Ευρώπη. Των νεαρών Ιερολοχιτών, οι οποίοι , δια πρώτην φοράν τότε, ελάμβανον το όπλον εις χείρας των, βέβαιοι όμως πως ''θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία'', αντέστησαν καρτερικά εις το Δραγατσάνι και εις τον τάφον των οποίων κατόπιν ο ποιητής, εσκόρπισε τα ωραιότερα άνθη της τέχνης του ειπών:
«Ας μη βρέξη ποτέ το σύννεφο
κι ο άνεμος σκληρός, ας μη σκορπίση
το χώμα το μακάριο που σας σκεπάζει…».
Και τόσων άλλων, δείχνουν το μεγαλείον της Ελληνικής ψυχής και αποτελούν τα ωραιότερα παραδείγματα καθήκοντος προς την πατρίδα. Ουδεμία λοιπόν ιστορία, έχει να επιδείξει τοιαύτα κατορθώματα αυτοθυσίας και ηρωισμού.Και όποιος θέλει να εύρη μεγαλουργήματα εφάμιλλα, πρέπει και πάλιν τας δέλτους της Ελληνικής Ιστορίας να ξεφυλίση. Το περιφρονητικόν «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα γίνεται η ηρωική απάντησις του Διάκου εις τα ίδια στενά:
« Σκυλιά, κι αν με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός και θα πεθάνω!».
Και ήδη καιρός να σταματήσωμεν εις το σημείον αυτό και καλούμεθα όπως, Στώμεν Ευλαβώς, Στώμεν μετά θαυμασμού πρό της αιωνίου Ελλάδος, πρό της 25ης Μαρτίου του 1821, ήτις αποτελεί το φωτεινόν μετέωρον της δόξης και της τιμής. Χωρίς τους αγώνας αυτών, θα είχομεν καταποντισθή μέσα εις τας θύελλας και τους κυκλώνας της ιστορίας, όπως τόσοι άλλοι λαοί, οι οποίοι απώλεσαν και γλώσσα και εθνικήν συνείδησιν και ιδίαν εθνική οντότητα.
Χωρίς αυτόν τον ξεσηκωμόν που έκαμαν οι πατέρες μας, πολεμώντας πιστοί εις τας παραδόσεις των Θερμοπυλών και του Βυζαντίου, ένας εναντίον εκατό, πεζοί εναντίον καβαλλαρέων, κλεφτουριά εναντίον οργανωμένων στρατών, μπουρλότα εναντίον πολυκρότων ναυαρχίδων, θα είμαστε ακόμη σήμερα υποανάπτυκτοι, ταπεινωμένοι ραγιάδες.
Συνεπώς, αν εμείς υπάρχωμεν σήμερα ως κράτος ελεύθερον και κατέχωμεν θέσιν έντιμον και σεβαστήν εις τον κόσμον, αν αναπνέωμεν τον καθαρόν αέρα της ελευθερίας, απηλλαγμένοι του εφιάλτου της δουλικής υποτελείας και αν βλέπωμεν την κυανόλευκον θροιζομένην από την αύραν της ελευθερίας, το οφείλομεν εις τον ηρωισμόν και την αυτοθυσίαν εκείνων, οι οποίοι δια της θυσίας των καθηγίασαν τον αγώνα, ετόνισαν την ηθική του σημασίαν δια τον Ελληνισμόν, αλλά και την αξία του δια την μετέπειτα πορείαν του Έθνους.
Δι’ αυτόν τον λόγον, αυτήν την τρισμέγιστη ημέρα, πρέπει να θυμόμαστε τους προσφάτους προγόνους μας, με αισθήματα βαθυτάτης ευγνωμοσύνης. Να τους απονέμουμε κάθε δόξα και τιμή και με φανατισμόν να τους επαναλαμβάνουμε σταθερά μίαν υπόσχεση: «δεν θα προδώσουμε την ιστορία τους».
Ένα μόνον είναι λυπηρόν, που δεν εγεννήθη ακόμη εις την νεωτέραν Ελλάδα ένας ιστορικός, ένας νέος Θουκυδίδης ή ένας Όμηρος δια να αποθανατίση εις αναγλύφους εκφράσεις τα κατορθώματα εκείνων, οι οποίοι ηγωνίσθησαν δια να μας κληροδοτήσουν ό,τι πολυτιμότερον και προσφιλέστερον έχει ο άνθρωπος: «πατρίδαν ελευθέραν», χάριν της οποίας, η υπερτάτη του ανθρώπου θυσία αποτελεί ιερόν χρέος, προς τις ιστορικές και Ελληνορθόδοξες καταβολές μας, τις οποίες πρέπει να σεβόμαστε.
Προς αυτούς λοιπόν, τους πρώτους σημαιοφόρους των ελευθεριών του Ευρωπαικού κόσμου, τους συντελεστάς της ελευθερίας μας, τους ενδόξους προμάχους και ελευθερωτάς της πατρίδος μας, τους οποίους η μοίρα θέλησε να οδηγήση εις την αθανασίαν από την πύλην της ωραιοτέρας θυσίας, ας στρέφωμεν ευλαβώς την φαντασία μας. Άς κλίνωμεν ευλαβώς το γόνυ προ αυτών και τας ιεράς σκιάς των ας τας ραίνωμεν διαρκώς με τα αμάραντα και αθάνατα της ευγνωμοσύνης μας άνθη.
Δόξα λοιπόν, τιμήν και ευγνωμοσύνην εις την μνήμην όλων εκείνων, οι οποίοι συνετέλεσαν εις την ανάσταση και το μεγαλείον του Έθνους μας, οι αγώνες των οποίων τονίζουν έντονα το καθήκον μας να παραμείνουμε πιστοί στις προγονικές μας αρχές και αξίες και να υπερασπισθούμε με πάθος και αυταπάρνηση « τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι » ό,τι εκείνοι με την θυσία των μας παρέδωσαν. Ιδιαίτερα σήμερα, που τα Εθνικά μας θέματα βρίσκονται «επί ξυρού ακμής, οι δε καιροί, ου μενετοί». Τους το υποσχόμεθα και θα αναφωνούμε πάντοτε μετά του ποιητού:
«Χίλιες φορές αθάνατοι, πατέρες Τουρκομάχοι,
Σεις που τον Μάρτη κάματε, μια τέτοια σχόλη ν’άχη!».
Τελειώνοντας, ένα ακόμη λόγο έχω να σας πω, δεν έχω άλλον κανένα.
«Μεθύστε με το αθάνατο κρασί του εικοσιένα!».
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΟΤΕΑΣ
(Υποστράτηγος ε.α)
ΠΗΓΕΣ :
Ευγενική προσφορά της οικογενείας του Αείμνηστου Στρατηγού ε.α Θεοδώρου Ποτέα
Πηγή: https://greekworldhistory.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.