Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

ΟΙ ΦΡΟΥΡΟΙ ΤΟΥ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ!

  • Του Βασίλη Τσαγκάρη*
  • Ένα κείμενο, γραμμένο αποκλειστικά, για να δημοσιευτεί στο παρόν ιστολόγιο
    Βασίλης Τσαγκάρης

Οι τρεις κολλητοί φίλοι, Ο Κωστής, ο Σταύρος κι ο Αγκίμ, καθόντουσαν στο καφενεδάκι του τελευταίου, που όντας Αλβανός, είχε έρθει στην Ελλάδα το 1989, μικρό παιδί, χρονών τότε, όταν άνοιξαν τα σύνορα και από τότε δουλεύοντας δυο και τρεις δουλειές, έμεινε στον Άγιο Αντρέα, παντρεύτηκε μία Βορειοηπειρώτισσα, έκανε οικογένεια και άνοιξε αυτό το μαγαζάκι για να πορεύεται.

Τις κρύες νύχτες του χειμώνα γινότανε και τσιπουράδικο με μικρομεζέδες για τους ξεθεωμένους αγροτοεργάτες που, απ΄τον κάματο της μέρας, πέρναγαν να πιουν κάνα ποτήρι. 
Ο Κωστής, 45άρης περίπου, με οικογένεια και παιδιά που σπούδαζαν στη Θεσσαλονίκη και Αθήνα, ήταν σε μεγάλα έξοδα γιατί είχε αρχίσει επενδύσεις σε φωτοβολταϊκά, ήδη όμως στα τέλη του 2008 η Χώρα είχε μπει στο πρώτο μνημόνιο, οι τράπεζες έκλεισαν τις στρόφιγγες και τα πράγματα δυσκόλεψαν οικονομικά. 
Ο Σταύρος, 35άρης, αρραβωνιασμένος, είχε ενοικιαζόμενα δωμάτια για τα οποία είχε πάρει μεγάλο δάνειο απ΄την τράπεζα και τώρα δυσκολευόταν να εξοφλεί τις δόσεις. Αναγκαζόταν να καθυστερεί και είχε προστριβές με την τράπεζα, η οποία απειλούσε με κατασχέσεις. 
Οι τρεις φίλοι, προβληματισμένοι κάθε βράδυ, συζητούσαν χαμηλόφωνα στον καφενέ του Αγκίμ και έψαχναν τρόπους να ξεπεράσουν την κατάσταση που είχαν περιέλθει.
Κάποιες δειλές απόψεις για παράνομες δραστηριότητες τις απέρριψαν, αφενός γιατί δεν ήθελαν άμεση εμπλοκή με την Αστυνομία, αφετέρου είχαν ακούσει ότι ο νέος Αστυνομικός Επιθεωρητής Πελοποννήσου, Υποστράτηγος Χρήστος Μακρής, ήταν μεν δίκαιος και εξαιρετικά ηθικός άνθρωπος, αλλά συνάμα άτεγκτος στην εφαρμογή του Νόμου και είχε δώσει αυστηρές εντολές στις κατά τόπους Αστυνομικές Υπηρεσίες ν΄αυξήσουν τις περιπολίες, ιδίως τις νυχτερινές ώρες, με στόχο τη σαφή μείωση της εγκληματικότητας. 
Ήδη η κοινότητα Πραστού-Τσακωνιάς και η ευρύτερη περιοχή του Πάρνωνα, βρισκόταν σε αναταραχή, εξαιτίας ενός φριχτού εγκλήματος, ανθρωποκτονίας σε βάρος δύο γηραιών καλογραιών, που εγκαταβιούσαν στο μοναστήρι της Παναγίας της Αρτοκωστά, που χτίστηκε τον 16ο αιώνα και απέχει 12 χιλιόμετρα από το χωριό του Αγ. Ανδρέα. 
Οι δράστες της άγριας ανθρωποκτονίας των δύο καλογραιών που έγινε την 24η Απριλίου 2007, ένας Έλληνας κι ένας Σκοπιανός, συνελήφθησαν απ΄την Αστυνομία και δικαιολογήθηκαν ότι στραγγάλισαν τις δύο καλόγριες, στην προσπάθειά τους να αποσπάσουν από αυτές ομολογία για κρυμμένα τιμαλφή, χρήματα και μεγάλης αξίας ιερατικά αντικείμενα που ήξεραν ότι υπήρχαν στο μοναστήρι, όπου οι δύο καλόγριες ζούσαν μόνες τους. 
-Μα καλά, τόσο μαλάκες ήταν ώστε να τις βασανίσουν αφού δεν ήξεραν τίποτα, ούτε είχαν και μετρητά; Απόρησε ο Αγκίμ που, μετά από τόσα χρόνια στην Ελλάδα, μιλούσε άπταιστα τη γλώσσα. 
-Πιθανόν τις σκότωσαν γιατί τους αναγνώρισαν, πρόσθεσε ο Σταύρος. 
-Όπως ομολόγησαν οι δράστες, δεν τος γνώριζαν, ούτε θα τους αναγνώριζαν αφού αυτοί δεν ήταν απ΄τα μέρη μας, διευκρίνισε ο Κωστής. Αλλά και να γνώριζαν οι καλόγριες για αντικείμενα αξίας, πάλι δεν θα μίλαγαν, ενισχυμένες απ΄τη μεγάλη τους πίστη, πρόσθεσε ο ίδιος. 
Πλησίαζαν Χριστούγεννα του 2008, το κρύο ήταν αφόρητο, ο κόσμος είχε κλειστεί στα σπίτια του, η κίνηση ήταν ανύπαρκτη και ο Κωστής, αφού έστειλε τη γυναίκα του με το αγροτικό για δουλειές στο Λεωνίδιο, κάλεσε τους άλλους δυο στο σπίτι, για να τους εξηγήσει το σχέδιο που είχε στο μυαλό του.  
-Παιδιά, η οικονομική μας κατάσταση χειροτερεύει. Ότι κάνουμε θα το κάνουμε μαζί, αφού έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο. Ακούστε με προσεχτικά. Όπως ξέρετε, το Μοναστήρι της Παναγίας της Αρτοκωστά, εκεί που σκότωσαν τις καλόγριες, βρίσκεται στις βραχώδεις πλαγιές του Πάρνωνα, με κατεύθυνση προς τον Πραστό. 3χλμ. ΒΑ απ΄τη Μονή υπάρχουν τα ερείπια παλαιάς Μονής, γνωστής ως κάτω Παναγιά. Άγνωστο γιατί, η Μονή αυτή εγκαταλείφθηκε και αργότερα χτίστηκε εκεί που έγινε το φονικό. Η εγκαταλελειμμένη Μονή ‘‘κάτω Παναγιά’’ είναι κτίσμα περίπου του 12ου αιώνα και υπάρχουν λείψανα άγνωστης καταστροφής το 1460. Εκεί υπήρχε, σύμφωνα με την παράδοση, η εικόνα της Παναγίας της Αρτοκωστάς, έργο του Ευαγγελιστή Ιωάννη με αφιερώσεις των τελευταίων αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Η εικόνα αυτή σήμερα βρίσκεται στην Ιταλία, γιατί την πήραν φεύγοντας οι Ενετοί για να την προφυλάξουν απ΄τους Τούρκους που είχαν κατακλύσει την Πελοπόννησο. 
Η παλιά Μονή της κάτω Παναγιάς εγκαταλείφθηκε λοιπόν και σήμερα υπάρχουν μόνο τα ερείπια της. 
Το πιο σημαντικό όμως που θα σας πω -συνεχίζει ο Κωστής- είναι ότι η εικόνα που πήραν οι Ενετοί φεύγοντας, ήταν αντίγραφο της γνήσιας. Η αυθεντική εικόνα βρίσκεται στην εγκαταλελειμμένη Μονή, θαμμένη κάπου εκεί που ήταν το καθολικό της Μονής. 
-Πώς τα ξέρεις αυτά ρε; Ρώτησε έκπληκτος ο Σταύρος, ενώ ο Αγκίμ κοιτούσε σαν χαζός γύρω του. 
-Αυτά μου τάλεγε σαν παραμύθι ο εκατοχρονίτης παππούς μου όταν ήμουνα 16-17 χρονών και μου τα μετέφερε όπως τ΄άκουσε από παλιούς γέρους εργάτες, που είχαν αναλάβει, γύρω στο 1865, την ανοικοδόμηση του σημερινού Μοναστηριού της Αρτοκωστάς, εκεί που έγινε το φονικό. 
Ο παππούς μου, μέχρι τα βαθιά του γεράματα, υπηρετούσε το μοναστήρι σαν χτίστης και κηπουρός και έδινε προσοχή στις διηγήσεις των καλογήρων. 
-Εννοείς να δοκιμάσουμε να ψάξουμε. Αλλά πώς θα το κάνουμε χωρίς να μας καταλάβουν, ρώτησε μ΄αγωνία ο Αγκίμ. 
-Ακούστε, συνέχισε ο Κωστής, το βράδυ των Χριστουγέννων είμαστε καλεσμένοι όλοι στο σπίτι του κουμπάρου μου του Χρήστου. Τα μεσάνυχτα, αφήνουμε τα γυναικόπαιδα στου κουμπάρου και λέμε ότι θα πάμε για ένα ποτό στο Λεωνίδιο. Παίρνουμε το αγροτικό, στο οποίο εν τω μεταξύ έχουμε φορτώσει τα απαραίτητα και φεύγουμε για το έρημο μοναστήρι της κάτω Παναγιάς. Επειδή είναι πιθανό να πέσουμε σε καμιά περίπολο της ΟΠΚΕ, θ΄αφήσουμε τον Σταύρο στο αυτοκίνητο, ο οποίος για ξεκάρφωμα θα μιλάει με την αρραβωνιαστικιά του, ενώ εμείς θα πούμε ότι έχουμε έρθει για ξύλα. Το μοναστήρι είναι έρημο και δεν υπάρχει περίπτωση εκεί να συναντήσουμε ψυχή. Θα μπούμε στον ερειπωμένο περίβολο εγώ κι ο Αγκίμ και θα πάμε για το παλιό καθολικό του Μοναστηριού που -σύμφωνα με τα λεγόμενα του παππού μου- είναι θαμμένη η εικόνα. Αν δώσει και τη βρούμε, τακτοποιούνται οι οικογένειές μας μέχρι και τα δισέγγονα. Λοιπόν; 
Πράγματι, τη συγκεκριμένη μέρα έκαναν αυτά που είχαν συμφωνήσει και αντί για Λεωνίδιο τράβηξαν για το έρημο μοναστήρι. Το κρύο ήταν απίστευτο, είχε ξαστεριά και αστροφεγγιά, πράγμα που βοηθούσε να μην χρησιμοποιούν φακούς. Τα κινητά τα είχαν μόνο για να στέλνουν μηνύματα μεταξύ τους και στο αθόρυβο. 
Ο Σταύρος περίμενε στο αγροτικό με σβηστή μηχανή, μακριά απ΄τον ερειπωμένο περίβολο του Μοναστηριού, ώστε να μην δίνει στόχο αν περνούσε κάποια αστυνομική περίπολος, αν και τέτοια μέρα οι αστυνομικές υπηρεσίες υπολειτουργούσαν, οι αστυνομικοί, άνθρωποι κι αυτοί, ήταν με τις οικογένειές τους κι όσοι είχαν υπηρεσία προτιμούσαν την θαλπωρή του γραφείου. 
Ο Κωστής κι ο Αγκίμ, με τα απαραίτητα εργαλεία ανά χείρας, προχώρησαν προς το έρημο Μοναστήρι, πέρασαν τον ερειπωμένο περίβολο και προχώρησαν προς το ερειπωμένο καθολικό. Επικρατούσε σιωπή και εκτός απ΄τις σκιές πούριχνε το φεγγαρόφωτο, δεν φαινόταν τίποτα. Ενώ είχαν φθάσει 50-60 μέτρα απ΄το μέρος που ο Κωστής έλεγε ότι άπρεπε ν΄αρχίσουν το ψάξιμο, όταν είδαν κάτι σαν φως από κερί ή λαμπάδα να τρεμοπαίζει. Αμέσως σταμάτησαν. 
-Ρε, συ, τι είν’ αυτό; Υπάρχουν άνθρωποι εδώ; Δεν μας είπες ότι το Μοναστήρι είναι έρημο; Ρώτησε ψιθυριστά τρομαγμένος ο Αγκίμ. 
-Έρημο είναι εδώ και οκτακόσια χρόνια. Μπορεί νάναι τίποτα κλέφτες ή λαθρέμποροι που ήρθαν για αλισβερίσι. Αλλά πώς ανάβουνε κεριά, δεν φοβούνται μήπως τους δει κάποιος; απάντησε χαμηλόφωνα ο Κωστής. 
-Τώρα τι κάνουμε; Φεύγουμε; ξαναρώτησε ο Αγκίμ, που άρχισε να θέλει να φύγουν. 
-Εδώ που ήρθαμε, δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω. Έπειτα είναι δύσκολο να ξαναβρούμε κατάλληλες συνθήκες όπως σήμερα. Περίμενε εδώ, θα πλησιάσω να δω ποιος είναι και ανάλογα θα πράξουμε αποφάσισε ο Κωστής, που είχε και τον τελευταίο λόγο. 
Ο Κωστής πλησίασε ακροποδητί, από πίσω, μια μορφή που φορούσε ολόσωμο ποδήρη χιτώνα με μακριά μανίκια και κουκούλα, κρατώντας ένα σιδερολοστό και στο αριστερό χέρι μιαν αξίνα και ένα μακρύ χοντρόσκοινο. Η μορφή φαινόταν ακίνητη και μόνο το φως του κεριού που κρατούσε, τρεμόπαιζε. 
-Ποιος είσαι ρε; Τι κάνεις εδώ; ακούστηκε σφυριχτή και άγρια η φωνή του Κωστή που είχε πλησιάσει στα 5-6 μέτρα, σφίγγοντας το σιδηρολοστό για κάθε ενδεχόμενο. 
Ξαφνικά, η μορφή γύρισε προς το μέρος του και στο φως του κεριού που κρατούσε ένα σκελετωμένο χέρι, ο Κωστής είδε τα δύο κενά μάτια μιας νεκροκεφαλής κάτω από την κουκούλα, να τον κοιτάζουν. 
Το σοκ που έπαθε ήταν τρομακτικό. Το στόμα του άνοιξε αλλά το ουρλιαχτό του δεν ακούστηκε, τα χέρια του χαλάρωσαν και τα εργαλεία που κράταγε, έπεσαν στο έδαφος. Πισωπάτησε, σκόνταψε σε μιαν πέτρα απ΄αυτές που ήταν στον εξωτερικό περίβολο, σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει προς τον Αγκίμ που περίμενε λίγο πιο μακριά. 
Εκείνη τη στιγμή κι άλλες σκελετωμένες μορφές, με το ίδιο ντύσιμο, με κεριά στα σκελετωμένα τους χέρια, άρχισαν να κινούνται αργά και σταθερά προς το μέρος τους, μες τη βραδινή σιγαλιά, βγαίνοντας μέσα από τα χαλάσματα. 
Ο Αγκίμ, βλέποντας τι συνέβαινε, πέταξε κάτω τα εργαλεία που κρατούσε και οι δύο σαν τρελοί, άρχισαν να τρέχουν προς το σημείο που περίμενε ο Σταύρος με τ΄αγροτικό.
-Τι έγινε ρε; Τι πάθετε; σας είδε η Αστυνομία; φώναξε ο Σταύρος, που μόλις τους είδε δεν πίστευε στα μάτια του. Κάτωχροι, αγριεμένοι, με γουρλωμένα μάτια, τραύλιζαν παρά μιλούσαν. 
-Βάλε μπροστά να φύγουμε πανάθεμά σε! ούρλιαξε ο Κωστής, ενώ ο Αγκίμ ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. 
Σε λίγο έφθασαν στον Άγιο Αντρέα κι ο καθένας πήγε σπίτι του και χωρίς να ξεσηκώσουν τις οικογένειες, έμειναν ξάγρυπνοι.
Την άλλη μέρα, το καφενείο δεν άνοιξε. Ο Αγκίμ, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτα, σε δύο μέρες μάζεψε την οικογένειά του και έφυγε για το Ελμπασάνι όπου έμεναν τα πεθερικά του, αφήνοντας τα κλειδιά σ΄έναν ξάδερφό του απ΄το Λεωνίδιο. 
Τον Κωστή είδαν κι έπαθαν να τον αναγνωρίσουν τα παιδιά του που είχαν έρθει στο χωριό για τις διακοπές των Χριστουγέννων και η γυναίκα του. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, μαύροι κύκλοι υπήρχαν κάτω απ΄τα μάτια του και έβγαινε η φωνή του με τρέμουλο, σαν νάχε πάθει εγκεφαλικό. 
Ο Σταύρος, που δεν είχε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τις μορφές, απ΄εκείνη τη μέρα, είχε όλο ατυχίες, απ΄εκείνη τη μέρα, είχε όλο ατυχίες. Χώρισε με την αρραβωνιαστικιά του και σε λίγο καιρό, η τράπεζα του κατέσχεσε τα ενοικιαζόμενα και δύο κτήματα πούχε βάλει ενέχυρο. Αναγκάστηκε να φύγει για Αυστρία, σ΄έναν φίλο του και δουλεύει υπάλληλος σε βενζινάδικο. 
Για τον Αγκίμ, έμαθαν σε λίγο καιρό, ότι σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα σε μιαν οικοδομή που δούλευε στην Αλβανία, ενώ ο Κωστής έπεσε σε μιαν ιδιότυπη μορφή σοβαρής κατάθλιψης, σταμάτησε τις δουλειές του και παρά τις προσπάθειες των γιατρών στην Αθήνα που τον πήγαιναν η γυναίκα και τα παιδιά του, πέθανε το επόμενο καλοκαίρι. 
Σε κάποιον συγγενή του πούχε μιλήσει για το τι έγινε κείνη τη νύχτα, δεν τονε πίστεψε και τον πήρε για ψυχασθενή που τα λεγόμενά του ήταν απόρροια της ψυχασθένειάς του. 
Το μοναστήρι παραμένει μέχρι σήμερα ερειπωμένο και σκοτεινό. Οι καλόγεροι που ήταν θαμμένοι σε χώρους του παλιού μοναστηριού, είχαν σηκωθεί και σαν άλλοι φρουροί, υπερασπίστηκαν το Μοναστήρι κείνη τη νύχτα των Χριστουγέννων.

*Υποστράτηγος ε.α. Ελληνικής Αστυνομίας-Λέκτορας Φιλοσοφίας και Εγκληματολογίας στο New York College Αθηνών-Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.