Διήγημα
Ήταν χαρούμενος, πολύ χαρούμενος. Η ωραιότερη πρωτοχρονιά της ζωής του. Χθες βράδυ γλέντησε με τους φίλους του ως τα ξημερώματα. Κι εκείνη η γλυκιά κοπέλα που γνώρισε, με τα υπέροχα μάτια, δεν έφυγε στιγμή από κοντά του.
Είχε κι άλλους λόγους να χαίρεται. Πριν από λίγες μέρες πήρε, επιτέλους, το πτυχίο του: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο! Ο πατέρας του, κρατώντας την υπόσχεσή του, του έκανε δώρο μια ολοκαίνουργια, ”χιλιάρα” μηχανή. Δε χορταίνει να τη βλέπει, να την ακούει, να νιώθει τον ίλιγγο της ταχύτητας και τον αέρα της ελευθερίας.
Εργάτες ήταν οι γονείς του, μα ήταν μοναχογιός και του είχαν αδυναμία. Δεν του χαλούσαν χατίρι κι ας τα ‘βγαζαν πέρα με δυσκολία.
Ήπιε λίγο παραπάνω, χθες, στο ρεβεγιόν. Ούτε που θυμάται πώς επέστρεψε και τι ώρα κοιμήθηκε. Είδε, όμως, ένα παράξενο, πολύ παράξενο όνειρο! Κηδεία είχαν στο σπίτι κι είχε μαζευτεί κόσμος. Συγγενείς, φίλοι, γνωστοί… Ο πατέρας του έκλαιγε απαρηγόρητος κι η μάνα του σπάραζε σκυμμένη πάνω του. Τον αγκάλιαζε, τον φιλούσε, τον μάλωνε… ”Παιδί μου… αγόρι μου… γιατί;… γιατί;…” του ‘λεγε μέσ’ απ’ τους λυγμούς της.
”Συγγνώμη, μάνα!…” απαντούσε αυτός. ”Συγγνώμη μάνααα!…” φώναζε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, μα κανείς δεν μπορούσε να τον ακούσει.
Μονάχα ο βοριάς, έξω, που λυσσομανούσε, έπαιρνε την απελπισμένη κραυγή του κι άγριο μοιρολόι, μετά, ορμούσε ουρλιάζοντας στα σοκάκια και στα χιονισμένα σπίτια, παγώνοντας τις καρδιές των ανθρώπων…
(27/12/2019)
Δημήτρης Βαλαής
Δάσκαλος, Νάουσα
Πηγή: https://atexnos.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.