ΓΙΩΤΑ ΣΥΚΚΑ
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς σε μεγάλη ηλικία (αρχείο Κωνσταντίνου Π. Καλαϊτζίδη).
Το «Κεφάλι Σατύρου» με το διαπεραστικό βλέμμα, το απειλητικό, σαρκαστικό χαμόγελο στα χείλη του γοητευτικού άνδρα, ακόμη και μέσα στην προθήκη, προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα από όποια γωνία κι αν προσέξεις το γλυπτό. «Σατανικό» το είχε χαρακτηρίσει και ο ίδιος ο δημιουργός του, ο Γιανούλης Χαλεπάς. Πόσες και πόσες φορές, προσπάθησε να καταστρέψει αυτή την τέλεια μορφή με το ειρωνικό χαμόγελο που νόμιζε ότι στόχευε τον ίδιον. Πόσα αντικείμενα δεν εκτόξευσε στο κεφάλι του Σατύρου για να «σπάσει» το κοροϊδευτικό αυτό γέλιο. «Πάνω στην τρέλα μου, νόμιζα πως με κορόιδευε, το γέλιο του με πείραζε. 'Ολα του με στεναχωρούσαν», θυμόταν αργότερα για εκείνη την περίοδο, όπου η υπερκόπωση, η μανία για την τελειότητα, ο ανεκπλήρωτος αγνός έρωτας για τη Μαριγώ στην Τήνο, η απόρριψη των γονιών της, κλόνιζαν τον ψυχισμό του.
Στο βάθος της αίθουσας του Μουσείου Μαρμαροτεχνίας στην Τήνο, το «Κεφάλι του Σατύρου» που έφτιαξε τον χειμώνα του 1877 ο κορυφαίος γλύπτης, σε προκαλεί να το δεις από πολλές πλευρές. Ηταν το χάι λάιτ της έκθεσης «Γιανούλης Χαλεπάς: επιστροφή στον Πύργο», που παρουσιάστηκε το 2018 στο μουσείο του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) στο νησί των μαρμαράδων, συγκεντρώνοντας σε 2,5 μήνες 25.000 επισκέπτες. Τώρα, η εικονική πραγματικότητα (VR) μας επιτρέπει να περιηγηθούμε στην έκθεση, να ξαναδούμε το διάσημο «Κεφάλι Σατύρου» που ευτυχώς ο δημιουργός του δεν κατάφερε να κομματιάσει όπως το πρόπλασμα της «Μήδειας», το οποίο λέγεται ότι ταύτιζε με τη μητέρα του.
Ο γλύπτης ανάμεσα σε μαθήτριες της Ανωτάτης Σχολής Ρυθμικής «Νόυς» της Ν. Υόρκης, που τον επισκέφθηκαν στο ατελιέ του, στην οικία της οδού Δαφνομήλη στην Αθήνα, όπου τον έφερε η ανιψιά του (αρχείο Κωνσταντίνου Π. Καλαϊτζίδη).
'Eνα ταξίδι στη ζωή του Ελληνα γλύπτη, σαν μια μικρή βιογραφία για όσους έχουν και τον εξαιρετικό κατάλογο, είναι η έκθεση αυτή, με τα αυθεντικά σχέδια και έργα σε γύψο από τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου, όπως τα 11 μονόφυλλα, δείγματα της σχεδιαστικής του εργασίας στην Τήνο και στην Αθήνα. Με τις απαραίτητες στάσεις στα 35 σχέδια με μολύβι του Χαλεπά, τα οποία ανήκουν στον ιδιώτη Νικόλαο Δούκα και παρουσιάστηκαν τότε στην έκθεση, καθώς και το πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του συλλέκτη Κωνσταντίνου Π. Καλαϊτζίδη. Εχει ιδιαίτερη σημασία ότι τα έργα του καλλιτέχνη, τοποθετήθηκαν στον τόπο του δημιουργού τους, στον Πύργο της Τήνου, σε μια «συνομιλία» στο μουσείο με έργα ομότεχνων συγχωριανών του καθώς και τεκμήρια του πατέρα του, Ιωάννη Χαλεπά, επίσης γλύπτη.
Ο ήχος των σφυριών στο μάρμαρο, των εργαλείων που σμίλευαν οι μάστορες την πέτρα, η σκόνη που απλωνόταν στα εργαστήρια, ήταν ο κόσμος του Γιανούλη. Η αναστάτωση που λάτρεψε από παιδί στο εργαστήρι του πατέρα του, όταν συνειδητοποίησε ότι ήθελε να δίνει μορφές στο μάρμαρο. Ομως, αυτός ο καλλιτέχνης-μύθος, συνδέθηκε και με τον πόνο, τις απειλές, τις τιμωρίες να μην ακολουθήσει το επάγγελμα του γλύπτη που είχε δαιμονοποιήσει η καταπιεστική μητέρα του. Γεύτηκε την επιτυχία, την αναγνώριση αλλά και τη χλεύη, την εξαθλίωση, την απόρριψη των συμπατριωτών του, τον φθόνο των καλλιτεχνικών κύκλων της Αθήνας, ενώ χρειάστηκε να παλέψει τους δαίμονες του στο ψυχιατρείο που τον έκλεισε ο πατέρας του, στην Κέρκυρα, να στερηθεί σχεδόν 14 χρόνια τα υλικά της αγαπημένης του τέχνης, αφού εκεί κατέστρεφαν ό,τι έφτιαχνε. Σαν επέστρεψε στο νησί αντιμετωπίστηκε ως ο «σαλός» του χωριού, μέχρι να βρει την ηρεμία και την αναγνώριση στην ωριμότητά του.
Το «Κεφάλι Σατύρου» από την Εθνική Πινακοθήκη. Πόσα αντικείμενα δεν εκτόξευσε πάνω στο γλυπτό για να «σπάσει» το κοροϊδευτικό του γέλιο. «Πάνω στην τρέλα μου νόμιζα ότι με κοροϊδευε, το γέλιο του με πείραζε», είπε χρόνια μετά.
'Ηταν το πρώτο παιδί από τα έξι της οικογένειας, σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα με τον Λεωνίδα Δρόση και συνέχισε στην Ακαδημία του Μονάχου (με υποτροφία του Ιδρύματος Ευαγγελίστριας Τήνου), όπου το 1874 έλαβε το πρώτο βραβείο για το έργο του «Παραμύθι της Πεντάμορφης». Επιστρέφοντας στην Αθήνα ξεκίνησε να εργάζεται στο εργαστήριο της οικογένειας. «Το 1877, χρονιά της “Κοιμωμένης” εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας του, που οδήγησαν σε εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, το 1888. Μετά τον θάνατο του πατέρα του η μητέρα του τον έφερε στην Τήνο, όπου έζησε στο πατρικό του σπίτι από το 1902 έως το 1930» σημειώνει στον κατάλογο η Αλεξάνδρα Γουλάκη-Βουτυρά, καθηγήτρια του ΑΠΘ που επιμελήθηκε την έκθεση σε συνεργασία με την Τώνια Γιαννουδάκη, επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης.
Το έργο του, υπογραμμίζει η κ. Βουτυρά, χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη 1870-1878 αφορά τα νεανικά του χρόνια μέχρι την εμφάνιση της αρρώστιας. Η δεύτερη, 1902-1930 καλύπτει τα χρόνια μετά το ψυχιατρείο, όταν επέστρεψε και εργάστηκε στην Τήνο, ενώ η τρίτη περίοδος, 1930-1938, ταυτίζεται με τα χρόνια της ζωής και εργασίας στην Αθήνα. Από τον ακαδημαϊσμό του 19ου αι. με έμφαση στη ρεαλιστική απόδοση, τα χρόνια δηλαδή της «Κοιμωμένης», του «Σάτυρου και Ερωτα», της αινιγματικής μορφής του «Σατύρου» και της «Μήδειας» που θαυμάζουμε στην έκθεση, περνάει σε δύο περιόδους από τις οποίες σώζονται προπλάσματα σε πηλό. Η αρρώστια επηρέασε το έργο του και εκείνος αναζητεί την ουσία των πραγμάτων. «Στόχος του είναι το απόλυτο γλυπτό, χωρίς κενά ή τρύπες να διασπούν την ενότητα(…) Γι’ αυτό απέφευγε την “αρματούρα” (εσωτερικό σκελετό-στήριγμα) στα έργα του».
Ο Χαλεπάς σχεδίαζε παντού. «Δώσ’ του χαρτί και γίνεται κουρέλι σου, και σε μια ώρα σου γιομίζει τα μαρμάρινα τραπέζια με σκίτσα», περιέγραφε ο Ν. Βέλμος το 1928 την ταχύτητα με την οποία ο Γιανούλης μετέφερε την έμπνευσή του σε ένα κομμάτι χαρτί. Αξίζει να δείτε αυτή την έκθεση για την πολυκύμαντη ζωή και το έργο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, ενώ μέσω του VR περιηγηθείτε και στη μόνιμη συλλογή του μουσείου.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.