Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΟΤΑΝ ΜΕΓΑΛΩΣΩ, ΘΑ ΑΓΟΡΑΖΩ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ!

Χαρά Μαζίδη


Εχθές ονειρεύτηκα… Ονειρεύτηκα ένα κόκκινο μπαλόνι.
Ένα μπαλόνι σε σχήμα καρδιάς κόκκινο και ζουμερό. Στην άκρη του είχε ένα κορδελάκι. Κόκκινο και αυτό όπως τα κορδελάκια που μου έδενε τα κοτσιδάκια η μαμά, όταν τα μαλλιά μου ήταν καθαρά και περιποιημένα, χτενισμένα με φροντίδα και μοσχοβολούσαν κολόνια παιδική με άρωμα λεμόνι. Είχαν την φρεσκάδα του λεμονιού και την γυαλάδα από το βούρτσισμα και το παιδικό μου σαμπουάν.
Το κρατούσα και έτρεχα στην γειτονιά και έτρεχε και αυτό μαζί μου. Χοροπηδούσαμε μαζί και γελούσαμε. Σαν δυο φίλοι που τίποτα δεν θα τους χώριζε. Είχα την βεβαιότητα και την ανεμελιά ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου. Την σιγουριά πως αν καθυστερούσα η μαμά μου θα με φώναζε και θα γυρνούσα σπίτι. Στο ζεστό μου σπίτι που θα μοσχοβολούσε μπαχαρικά , σάλτσα και γλυκίσματα, όλα φτιαγμένα με αγάπη και μεράκι, για μένα.
Ο ουρανός είχε μικρά γαλάζια σύννεφα και αχνογελούσε ένας χειμωνιάτικος ήλιος. Το κρύο δεν με πτοούσε γιατί ήταν παροδικό και τα ρούχα μου ζεστά. Θαρρώ πως τραγουδούσα κιόλας στο όνειρό μου. Ένα τραγουδάκι που μας έμαθε ο δάσκαλος στο σχολείο. Χαίρομαι να πηγαίνω στο σχολείο, βλέπω τους φίλους μου εκεί και μαθαίνω για την χώρα μου και άλλους λαούς. Την χώρα μου την λένε Συρία. Χώρα με βαθιά πολιτιστική κληρονομιά και σπουδαία που βρέχεται απ την Μεσόγειο. Δαμασκό λένε την πόλη μου. Σαν μικρή ζωγραφιά είναι. Με υπέροχα κτίρια και ζωντανή όλες τις ώρες. Η γειτονιά μου είναι σε ένα προάστιο. Ήσυχη με μικρά καθαρά σπίτια.
Ένας κρότος με ξυπνά! Με λένε Σάρα , είμαι απ την Συρία. Το όνειρο χάθηκε με μιας. Είμαι η Σάρα και δεν έχω κόκκινο μπαλόνι. Ούτε κορδελάκια στα μαλλιά. Ούτε σπίτι ζεστό. Ούτε σπίτι πια. Μια μέρα όλα άλλαξαν. Από κείνη την μέρα άρχισα να τα χάνω όλα. Πρώτα χάθηκε το σπίτι μου. Μια βόμβα ήταν αρκετή και όλα, παιχνίδια, τοίχοι, μυρωδιές, ρούχα, σκεπάσματα, ανάσες, εξαφανίστηκαν.
Ξύπνησα σε συντρίμμια και φωνές. Δυο χέρια με τράβηξαν και ανέπνευσα. Με αγκάλιασαν, με σκέπασαν, αλλά ήταν χέρια άγνωστα. Χέρια δυνατά, πληγωμένα αλλά άγνωστα. Άνοιξα τα μάτια στο φως και ξάφνου όλες οι γνώριμες εικόνες μου είχαν κάνει φτερά. Γύρω, όλα τα απομεινάρια της παιδικής μου χαράς.
Από εκείνη την μέρα, δεν έχω μαμά να μου χτενίζει τα μαλλιά. Φέτος στα γενέθλιά μου, κανείς δεν έφτιαξε γλυκό και κανείς δεν μου χάρισε δώρο. Κοιμάμαι σε ένα ερειπωμένο κτίριο και σκεπάζομαι όπως όπως με μια φθαρμένη κουβέρτα με ένα άλλο παιδί. Αμάνι τον λένε. Έχουμε γίνει φίλοι. Δεν έχει και αυτός γονείς πια. Κάθε μέρα πηγαίνουμε στο συσσίτιο του ερυθρού σταυρού. Τρώμε με ακούραστη μανία , παρόλο που το φαγητό δεν έχει την σπιρτάδα των μπαχαρικών και την ζεστασιά από την αγάπη που πάντα πρόσθετε η μαμά μου.
Τρώμε για να χορτάσουμε και να ξεχάσουμε. Να ξεχάσουμε αυτό που ήμασταν, αυτό που ζούσαμε, τα χέρια που μας αγκάλιαζαν και δεν υπάρχουν πια. Να ξεχάσουμε και να ζήσουμε. Να λησμονήσουμε τις μυρωδιές, την γλύκα του σοροπιασμένου μπακλαβά, τα καθαρά μαλλιά και ρούχα, τα παιχνίδια που παρατούσαμε εδώ και εκεί, τον δάσκαλο , το σχολείο, τις γιορτινές μας μέρες, τις εκδρομές στην παραλία, τα παγωτά στον πεζόδρομο της Δαμασκού, τους φοίνικες, την μυρωδιά των κέδρων, τους φίλους που χάσαμε μέσα στον πόλεμο και τα όνειρα που φαίνονταν στο πρόσωπό μας.
Μα πώς να τα ξεχάσω όλα αυτά; Είναι φορές που νιώθω το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί από τις αναμνήσεις. Δεν ταιριάζουν οι εικόνες μου και οι ήχοι που τις συνοδεύουν με τις εικόνες του τώρα. Τίποτα δεν ταιριάζει με τίποτα. Ένα πάζλ που τα κομμάτια δεν συνδέονται. Από την μια ο ήλιος και απ την άλλη η κόλαση του πολέμου. Φοβάμαι τις εκρήξεις και τις οβίδες. Φοβάμαι μην χάσω ακόμα και τους νέους φίλους. Φοβάμαι πως μόλις προσαρμοστώ στην απαίσια πραγματικότητά μου, κάποιο χέρι πάλι θα με πετάξει αλλού. Φοβάμαι. Δεν κλαίω πια και δεν γελώ. Καμιά μέρα δεν ζωγραφίζει το χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
Σήμερα ονειρεύτηκα. Έτρεχα και γελούσα με ένα κόκκινο μπαλόνι. Νόμιζα πως ήταν αλήθεια. Νόμιζα πως δεν υπάρχει πόλεμος και πως θα γυρίσω πάλι σπίτι μου. Τόσο ζωντανό ήταν το όνειρό μου! Σαν μεγαλώσω θα αγοράζω στα παιδιά μου ένα κόκκινο μπαλόνι κάθε Κυριακή. Θα αγοράζω την ελπίδα. Θέλω να ονειρεύονται και να γελούν όταν είναι ξυπνητά και όχι μόνο όταν κοιμούνται. Θέλω να ονειρευτώ και εγώ έτσι όπως παλιά. Θέλω έναν κόσμο χωρίς πόλεμο. Χωρίς κραυγές, χωρίς σιωπές.
Είμαι η Σάρα. Είμαι πια 15 χρονών…Είμαι η Σάρα. Κανείς σας δεν με ξέρει. Δεν έχω κόκκινο μπαλόνι. Έχω μονάχα κόκκινες αναμνήσεις και μια μικρή ελπίδα στην κόκκινη καρδιά.

Πηγή: https://www.ewoman.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.