Στέφανος Κασιμάτης
Όταν προ δεκαέξι ετών ξεκίνησα αυτήν τη δουλειά ―εννοώ τον σχολιασμό της επικαιρότητας μέσω μιας προσωπικής στήλης― η μέθοδος ήταν πολύ απλή όταν έφτανες στο σημείο που χρειαζόσουν το χιούμορ. Αν ήθελες να διακωμωδήσεις το γελοίο, το περιέγραφες με τους όρους του σοβαρού και αντιστρόφως, αν ο στόχος του χιούμορ σου ήταν το δήθεν σοβαρό.
Τώρα είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Το γελοίο στην πολιτική έχει τόσο ενισχυθεί στα τελευταία έξι χρόνια της παρακμής, ώστε τα όρια μεταξύ αυτού και του σοβαρού συγχέονται πλέον και σχεδόν σβήνουν ― όπως όταν με τη μείξη δύο χρωμάτων δημιουργείται μια περιοχή ενός τρίτου χρώματος το οποίο απλώνεται σταδιακά στις περιοχές και των άλλων δύο. Δέστε, λ.χ., τη σύνθεση του πολιτικού προσωπικού: ελάχιστοι οι σοβαροί από τη μία πλευρά (διακομματικά μιλώντας), όχι και πάρα πολλοί οι γελοίοι (εννοώ τους εντελώς, αυτούς με τα κουδούνια κρεμασμένα) από την άλλη πλευρά και, ενδιαμέσως, ένα τρίτο «χρώμα».
Σε αυτό ανήκουν οι περισσότεροι, που αφήνουν πια ελεύθερα τον Καραγκιόζη να εκφρασθεί από μέσα τους, γιατί το γελοίο έχει πια αποενοχοποιηθεί και, σε πολλές περιπτώσεις, «πουλάει» κιόλας. Συμβαίνει αυτό επειδή οι «ταξικές ευαισθησίες» της Αριστεράς πάντα είναι έτοιμες να αγκαλιάσουν και να δικαιολογήσουν το γελοίο ως δήθεν λαϊκό και, συγχρόνως, επειδή το συνηθίζουμε λόγω της ποσοτικής επικράτησης. Τίποτε δεν παρουσιάζει καλύτερα την κατάσταση που προσπαθώ να περιγράψω από τις περιπτώσεις των κυρίων Τσίπρα και Λεβέντη, που διασταυρώθηκαν τόσο όμορφα στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, ώστε η μία να φωτίζει και να εξηγεί την άλλη.
Ο πρωθυπουργός θύμισε ξανά, σε όσους προσπαθούσαν να το ξεχάσουν, πόσο επικίνδυνος είναι εξαιτίας των ασυνήθιστα περιορισμένων ορίων του σε παιδεία, γνώση του κόσμου και κοινωνική πείρα. Το έδειξε η γκάφα του με το εξυπνακίστικο τουίτ εις βάρος του Νταβούτογλου και της τουρκικής πλευράς. Επεχείρησε να μπλέξει το μεταναστευτικό με τα ελληνοτουρκικά στο Αιγαίο, κατά τρόπο τελείως ανοίκειο για την περίσταση. Προσοχή: δεν είχε κύριο σκοπό να ικανοποιήσει τον εγχώριο εθνολαϊκισμό που βράζει (π.χ., βλέπετε την κατάσταση στους Αν.Ελ.), γιατί στην περίπτωση αυτή θα αρκούσαν τα ελληνικά, δεν χρειαζόταν να το γράψει και στα «ξένα». Είμαι πεπεισμένος ότι, στ’ αλήθεια, νόμισε πως με την εξυπνάδα κέρδιζε κάτι σε ένα ευρύτερο πεδίο. Ούτε τη συμπάθεια του Καμμένου δεν κέρδισε όμως.
Η πατερναλιστική συγκατάβαση του Νταβούτογλου στην απάντησή του ενίσχυσε τη γελοιοποίηση του Ελληνα πρωθυπουργού, επιτρέποντας συγχρόνως σε εκείνους που ευθύνονται για την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού και τον θάνατο ενός πιλότου να βγαίνουν κι από πάνω. Υπάρχει όμως και μια δυσμενέστερη επίπτωση του άτοπου πρωθυπουργικού χιούμορ: κατά κάποιον τρόπο, η απόσυρση του σχολίου από το Τουίτερ του πρωθυπουργού ισοδυναμεί με την παραδοχή ότι, ναι, τα ελληνοτουρκικά περνούν τώρα σε δεύτερη μοίρα: το μεταναστευτικό και η ανάγκη προστασίας του Σένγκεν επιβάλλεται στα ελληνοτουρκικά ως μια ανώτερη πραγματικότητα, που αλλάζει την εσωτερική ισορροπία του θέματος.
Μπράβο του, λοιπόν, και για τα δύο! Να το πούμε δυνατά για να το ακούσει τουλάχιστον ο υπουργός Τσακαλώτος (που έχει ανάγκη να το ακούει), έστω και αν αυτός που το αξίζει είναι ο πρωθυπουργός, γιατί τη συγκεκριμένη γκάφα ολομόναχος τη διέπραξε. Αυτός είναι όμως. Με το απροσμέτρητο θράσος του που μένει το ίδιο ανεξαρτήτως περιστάσεων, σε συνδυασμό πάντα με την εντυπωσιακή άγνοιά του για οτιδήποτε άλλο πλην των τακτικισμών του πολιτικού παιχνιδιού στην Ελλάδα. Αυτός είναι ο πολιτικός που οι περισσότεροι των Ελλήνων θεωρούν αρκούντως «σοβαρό» ώστε να του αναθέσουν τη διακυβέρνηση σε μια περίοδο όπως η σημερινή.
Από την άλλη πλευρά του φάσματος, πάρτε τον Β. Λεβέντη, για τον οποίο, προτού εκλεγεί στη Βουλή, οι περισσότεροι θα συμφωνούσαν μάλλον ότι ήταν το μεγαλύτερο τηλεοπτικοπολιτικό ψώνιο της τριακονταετίας. Δέστε, όμως, πώς αντιστρέφονται ξαφνικά οι όροι, όταν ο Λεβέντης παίζει τον Τσίπρα, με τρόπο ώστε ο ίδιος μεν να ξεχωρίζει για τη «σοβαρότητά» του, ο δε άλλος να εκτίθεται για την έλλειψή της. Διότι αυτό συνέβη με τις δηλώσεις περί ιδιαιτέρας συναντήσεως των δύο αρχηγών. Πόσο αστείο για έναν πρωθυπουργό της σημερινής Ελλάδας να βρίσκει τον χρόνο (ή, έστω, να λέει ότι θα τον βρει) για να συζητήσει τα εννέα σημεία του Λεβέντη, όταν ο κόσμος χάνεται!
Ο Λεβέντης δεν άλλαξε· επί της ουσίας, παραμένει αυτός που ήταν. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μπορούμε να τον υποτιμούμε. Επιμένοντας τόσα χρόνια ώσπου να καταφέρει να μπει στη Βουλή, ήταν σαν έπαιζε σκάκι με τον υπολογιστή. Εμαθε αρκετά ώστε να μπορεί να αδειάσει τον Τσίπρα μεγαλοπρεπώς και με επιδεξιότητα. Εξάλλου, ας μου επιτραπεί να πω ως λάτρης του τηλεοπτικού trash (αμέτρητες ώρες...) ότι, παρακολουθώντας τον Λεβέντη της ηρωικής εποχής («παρακαλώ το Θεό να ψοφήσουν οι εχθροί μου», κ.λπ.), μπόρεσα να αντιληφθώ κάτι ουσιώδες για τη φύση του ψώνιου στην πολιτική. Συγκεκριμένα, ότι, πολύ πιο συχνά απ’ όσο φανταζόμαστε, είναι μια τρίχα ή, το πολύ, δύο που κάνουν τη διαφορά από τον «σοβαρό». Μια ελάχιστη διαφορά είναι συνήθως αυτή που παράγει το τεράστιο αποτέλεσμα. Λογικό, επομένως, η κατάσταση συνύπαρξης σοβαρού και γελοίου στην πολιτική ζωή της χώρας να περιγράφεται με το παροιμιώδες ―το παραφράζω επί το κοσμιότερον: κόρες και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια...
Πηγή: http://www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.