Η Παγκόσμια Ημέρα Προσφύγων καθιερώθηκε για πρώτη φορά με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 4 Δεκεμβρίου του 2000 και πρωτογιορτάσθηκε στις 20 Ιουνίου 2001, με αφορμή τα 50 χρόνια από την υπογραφή της «Συνθήκης για το καθεστώς των προσφύγων».
Η Συνθήκη αυτή προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη σύσταση της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, η οποία ήταν επιφορτισμένη να βοηθήσει στη μετεγκατάσταση των 1,2 εκατομμυρίων Ευρωπαίων που είχαν μείνει άστεγοι εξαιτίας του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Στα 54 χρόνια της ύπαρξής της, η Ύπατη Αρμοστεία έχει βοηθήσει πάνω από 50 εκατομμύρια ανθρώπους και για τις προσπάθειές της αυτές έχει τιμηθεί δύο φορές με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Στα 54 χρόνια της ύπαρξής της, η Ύπατη Αρμοστεία έχει βοηθήσει πάνω από 50 εκατομμύρια ανθρώπους και για τις προσπάθειές της αυτές έχει τιμηθεί δύο φορές με το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.
Το διεθνές δίκαιο ορίζει ότι πρόσφυγες είναι οι άνθρωποι που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να επιστρέψουν στις χώρες τους, εξαιτίας βάσιμου φόβου δίωξης, με βάση τη φυλή, το θρήσκευμα, τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, την εθνικότητά τους ή τη συμμετοχή τους σε μία ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα.
Σήμερα, η Ύπατη Αρμοστεία είναι ένας από τους κυριότερους ανθρωπιστικούς οργανισμούς στον κόσμο. Τα περισσότερα από 5.000 στελέχη της, πολλά από τα οποία αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρούς κινδύνους κατά της προσωπικής τους ασφάλειας, βοηθούν πάνω από 20 εκατομμύρια ανθρώπους πουν συγκεντρώνουν την ιδιότητα του πρόσφυγα.
Τα τελευταία χρόνια και κυρίως μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τα κράτη - μέλη και η Ε.Ε. υιοθετούν ολοένα και αυστηρότερα μέτρα, τόσο ως προς τον χαρακτηρισμό των αιτούντων άσυλο ως προσφύγων, όσο και ως προς την όλη διαδικασία του ασύλου. Η αντίληψη που κυριαρχεί είναι ότι οι αιτούντες άσυλο δεν εγκαταλείπουν τη χώρα τους επειδή κινδυνεύει η ζωή τους, αλλά για οικονομικούς λόγους.
Η Ελλάδα αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό για τους πρόσφυγες. Δέχεται μικρό αριθμό αιτήσεων για άσυλο, αλλά είναι η χώρα με το χαμηλότερο ποσοστό αναγνώρισης προσφυγικού και ανθρωπιστικού καθεστώτος. Τα τελευταία χρόνια το ποσοστό αναγνώρισης κυμαίνεται περίπου στο 1% επί των αιτήσεων. Η πλειοψηφία των αιτούντων άσυλο διαμένουν για μεγάλο χρονικό στη χώρα μας, αφού η διαδικασία για τη χορήγηση ή όχι του προσφυγικού ή ανθρωπιστικού καθεστώτος είναι μακροχρόνια, με αποτέλεσμα να καταλήγουν στην παρανομία χωρίς να διαφαίνεται η πολιτική βούληση για την αναγνώρισή τους και την ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία.
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.