Της Μαρίνας Μαραγκού
Είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς τις μεγαλοστομίες σε ό,τι αφορά την ελληνική γλώσσα με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της την ετυμολογική διαφάνεια των λέξεων.
Μια γλώσσα η οποία σμιλεύτηκε επί 25 και πλέον αιώνες στην έκφραση λεπτών εννοιών της φιλοσοφίας και της επιστήμης, αδρών εννοιών του πολιτικού λόγου και των πολιτειακών θεσμών, σύνθετων εννοιών του ευαγγελικού λόγου και της πατερικής θεολογίας καθώς και βαθέων στοχαστικών εννοιών του αρχαίου δράματος, της πεζογραφίας και της ποίησης.
Η ελληνική γλώσσα, αφού αποσπασθεί από τις λοιπές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και βρει στη γλώσσα των Προελλήνων μικρής σημασίας γλωσσικό υπόστρωμα, θα συστήσει τα βασικά στοιχεία της δομικής της ταυτότητας και θα καταφέρει να μετατραπεί συν τω χρόνω σε μια σημαντική πολιτισμική ευρωπαϊκή γλώσσα.
Απαριθμεί 4.000 χρόνια προφορικής παράδοσης και 3.500 γραπτής και εξακολουθεί να υπάρχει όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά έχει και μια δεύτερη ζωή: το αλφάβητό της, το λεξιλόγιό της, το συντακτικό της, τα λογοτεχνικά της είδη που είναι παρόντα σε όλες τις γλώσσες.
Ως ζων οργανισμός μια γλώσσα που διάγει βίο 40 αιώνων είναι φυσικό στο πέρασμα τόσο μακρού χρόνου να υπόκειται σε μια ευρεία διαφοροποίηση που επιβάλλουν ποικίλοι χρονικοί, ατομικοί, κοινωνικοί, πολιτιστικοί και κυρίως γεωγραφικοί παράγοντες, όχι όμως τόση και τέτοια που να αλλοιώσει τη δομική της φυσιογνωμία.
Σε αυτό άρθρο θα παρακολουθήσουμε τους σημαντικότερους σταθμούς της μακραίωνης πορείας της ελληνικής γλώσσας και ταυτοχρόνως θα έρθουμε στη θέση τριών οπαδών της και πώς έβλεπαν από τη δική τους πλευρά τις άλλες διαλέκτους της γλώσσας μας.
ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
Η μυκηναϊκή γλώσσα (15ος-13ος αι. π.Χ.)
Ο προηγμένος μυκηναϊκός πολιτισμός γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα σε μεσοελλαδικό πλαίσιο με ισχυρές επιδράσεις της μινωικής Κρήτης η οποία είχε χρησιμοποιήσει δύο συστήματα γραφής, την «ιερογλυφική» (εικονογραφική) και τη Γραμμική Α (μη αποκρυπτογραφημένη).
Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμ-μικής Γραφής Β από τους Βέντρις και Τσάντγουικ το 1952 ο μυκηναϊκός κόσμος αποδεικνύεται ελληνικός και η μυκηναϊκή γλώσσα, βασισμένη στην ανεκτίμητη μαρτυρία των πινακίδων της, απεικονίζει την αρχαιότερη μορφή της ελληνικής γλώσσας και επέχει μια ιδιαίτερη θέση στον ιστορικό χάρτη της. Ήταν γραμμένη σε συλλαβικό σύστημα, τροποποιημένη και εξελιγμένη της Γραμμικής Α, αποδίδοντας ατελώς τη φωνολογική δομή της ελληνικής.
Σκοπός της η διευκόλυνση του λογιστηρίου του μυκηναϊκού ανακτόρου. Ήταν δηλαδή μια επίσημη γλώσσα, καθαρά περιορισμένη σε διοικητική χρήση, πιθανώς μη ομιλούμενη, που δεν αντανακλούσε τις γλωσσολογικές διαφοροποιήσεις της πραγματικής γλώσσας.
Η αρχαία ελληνική (8ος-3ος αι. π.Χ.)
Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 8ου αιώνα π.Χ. οι Έλληνες, διατηρώντας εμπορικές σχέσεις με τους Φοίνικες, παραλαμβάνουν το βορειοσημιτικό συμφωνογραφικό αλφάβητο, το μεταπλάθουν αποφασιστικά επινοώντας τη δήλωση των φωνηέντων και δημιουργούν την πρώτη απλή και συνάμα μεγαλοφυή στη σύλληψη αλφαβητική γραφή.
Από πολύ ενωρίς εμφανίζεται μεγάλος αριθμός αλφαβήτων (Θήρας, Κρήτης, Μήλου), με πληρέστερο (24 γράμματα) αυτό της Μιλήτου που εισήχθη επίσημα το 403 π.Χ. στην Αθήνα επί άρχοντος Ευκλείδου και χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα.
Οι διάλεκτοι
Ο χωρισμός των Ελλήνων σε πάμπολλες πόλεις κράτη (τέλος του 8ουαι π.Χ..) που είχε ως συνέπεια την έλλειψη πολιτικής ενότητας και ταυτοχρόνως η διάπλαση της χώρας που εμπόδιζε την ευρύτερη επικοινωνία ευνόησαν τη διαλεκτική διάσπαση. Η αρχαία ελληνική γλώσσα παρουσίαζε διαφορές κατά τόπους στην προφορά κάποιων φθόγγων, στη γραμματικοσυντακτική δομή ή στη σημασία των λέξεων.
Η κοινή συνείδηση όμως για την ενότητα των Ελλήνων ως προς τον πολιτισμό, την καταγωγή και τη γλώσσα, παρά τους ανταγωνισμούς μεταξύ των πόλεων, τους ένωσε αρκετά σύντομα στα ιερά και στους Ολυμπιακούς Αγώνες ούτως ώστε να αποτραπεί η ενδεχόμενη γλωσσική διάσπαση.
Πηγές της αρχαίας διαλεκτολογίας είναι κατεξοχήν οι επιγραφικές μαρτυρίες, πλησιέστερες προς τη γλωσσική πραγματικότητα της εκάστοτε περιόδου, το τοπικό δηλαδή ιδίωμα, χωρίς ωστόσο να είναι επαρκώς γνωστός ο προφορικός λόγος, η λεγόμενη λαϊκή γλώσσα.
Οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι χωρίζονται: Στην ανατολική ομάδα με χαρακτηριστικό κορμό την ιωνική-αττική και λόγω της πλούσιας γνώσης μας όσον αφορά αυτήν είναι και το μέτρο σύγκρισης των υπολοίπων. Στην κεντρική ομάδα με βασικές διαλέκτους την αρκαδοκυπριακή και την αιολική η οποία έγινε συνώνυμη της «επιγραμματικής» και της «ευέλικτης» έκφρασης των συναισθημάτων. Τέλος, στη δυτική με βασική διάλεκτο τη δωρική, συνώνυμη του ομαδικού, ηρωικού και εξυμνητικού ύφους ενός χορικού άσματος.
Παρακάτω θα γίνει μια πιο εκτεταμένη αναφορά σε ορισμένες καθοριστικές διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Λογοτεχνικές διάλεκτοι
Αποτελεί ασυνήθιστο φαινόμενο στην ιστορία της λογοτεχνίας το γεγονός ότι με την πάροδο του χρόνου το κάθε λογοτεχνικό είδος που αναπτυσσόταν στον αρχαίο κόσμο συνδέθηκε με τη διάλεκτο στην οποία είχε αρχικά διαμορφωθεί και που συχνά δεν ήταν η μητρική γλώσσα του λογοτέχνη. Η επίδραση της επικής, ομηρικής διαλέκτου υπήρξε μεγάλη παρά τον προφανή τεχνητό χαρακτήρα της και θεωρείται ιδιαίτερα πολύτιμη για τη μελέτη της αρχαίας γλώσσας.
Τοιουτοτρόπως η ιωνική ανάμεικτη με αιολικά στοιχεία από το β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. χρησιμοποιήθηκε στην επική και σε διάφορα είδη λυρικής ποίησης όπως η ελεγεία και η ιαμβοτροχαϊκή ποίηση, και τον 6ο αι. π.Χ. στην ιστοριογραφία. Η δωρική τον 7ο π.Χ. στη χορική ποίηση και η λεσβιακή στη μονωδική ποίηση.
Στην Αττική τον 5ο αιώνα π.Χ. θα αναπτυχθεί το δράμα και οι ποιητές θα χρησιμοποιήσουν ιωνικά στοιχεία στο διαλογικό μέρος και δωρικά στο χορικό, διατηρώντας την παράδοση. Επιπροσθέτως «η κωμωδία, με τα σωζόμενα έργα του Αριστοφάνη, πλησιάζει την κοινή λαϊκή γλώσσα», ενώ αργότερα εξελίσσεται η ρητορεία και η φιλοσοφία.
Επισημαίνεται ότι η λογοτεχνική γλώσσα είναι μια γλώσσα με τεχνητό χαρακτήρα, με ιδιαίτερο λεξιλόγιο και ασυνήθιστες στην καθημερινή γλώσσα λέξεις, κάτι που ιδιαιτέρως ο Αριστοφάνης σατίριζε.
Ομηρική διάλεκτος
Η οριστική της μορφή κατέληξε διαμέσου της γραφής από τον Όμηρο τον 8ο αιώνα π.Χ. Είχε έλθει η ώρα της μεγάλης ακμής της επικής ποιητικής δημιουργίας και της διαμόρφωσης μιας τεχνητής γλώσσας, που αφού ανανεωνόταν στο στόμα των αοιδών κατάφερε από έναν ανυπέρβλητο ποιητή να εκφράσει με ανεπανάληπτο τρόπο το μεγαλείο του ηρωικού κόσμου.
Εν τινι μέτρω συμπίπτει με την προκάτοχό της τη μυκηναϊκήκαι τη βάση του λεξιλογίου της αποτελεί η ιωνική διάλεκτος, συμπεριλαμβάνει όμως και αιολικές μορφές, λίγες λέξεις της αρκαδοκυπριακής, μερικούς δωρισμούς, καθώς και αττικούς τύπους που παρεισέφρησαν στο ομηρικό κείμενο τον 6ο αι. π.Χ. στην Αττική.
Ο Όμηρος αποτελεί καίρια τομή για την εξέλιξη του ελληνικού έπους και ο βασικά ιωνικός χαρακτήρας της ομηρικής γλώσσας άνοιξε τον δρόμο για την αύξηση του κύρους και της κατανόησής της σε όλη την Ελλάδα και στη μεταγενέστερη διάδοση της αττικής διαλέκτου.
Αττική διάλεκτος
Μέσα στο «μωσαϊκό» των αρχαίων διαλέκτων από τον 5ο αιώνα π.Χ. θα ξεχωρίσει η αττική διάλεκτος της Αθήνας και θα γνωρίσει αίγλη και αναγνωρισμένη αξία. Η Αθήνα, η σημαντικότερη πόλη-κράτος της αρχαιότητας, με την εδραίωση της δημοκρατίας, την απελευθέρωση από τη σπαρτιατική επίδραση, κυρίως μετά τους Περσικούς Πολέμους, και τη σύναψη της Αθηναϊκής Συμμαχίας θα κυριαρχήσει εμπορικά, οικονομικά και πνευματικά.
Στην πόλη αυτή αναπτύσσεται προφορικός λόγος της λογοτεχνίας με διαλογικό χαρακτήρα, και με τη συμβολή των σοφιστών και των ρητόρων αφήνει τα ίχνη του στη μεταγενέστερη γραπτή λογοτεχνία: στη ρητορική, στην ιστοριογραφία, στους σωκρατικούς λόγους και φυσικά στο θέατρο, όπως προαναφέραμε.
Ως εκ τούτου η ιωνική-αττική δημιούργησε έναν πεζό λόγο και μια γλώσσα ανοικτή και ευέλικτη, κατάλληλη να διευρύνεται ή να μετατρέπεται προς όφελος ολοκλήρου του πνευματικού και του επιστημονικού σύμπαντος. Και αυτό να επιτυγχάνεται χωρίς ακαμψία, με πολλές ευρείες αποχρώσεις και δυνατότητες, καθιστώντας τον κοινό άνθρωπο ικανό να ακολουθεί τις τροπές της σκέψης.
Κοινή γλώσσα (3ος αι. π.Χ - 4ος αι. μ.Χ)
Η αττική διάλεκτος καθιερώνεται ως επίσημη γλώσσα του μακεδονικού κράτους που θα γίνει τώρα κυρίαρχο και μεταφέρεται στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου. Θα γεννηθεί λοιπόν έτσι για πρώτη φορά μια κοινή ελληνική γλώσσα, και περιβεβλημένη με το κύρος, την αίγλη και το γόητρο του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα εξαπλωθεί σε έναν πολύ ευρύ γεωγραφικό χώρο και σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς.
Η Κοινή είναι βασικά η αττική διάλεκτος με μερικά ιωνικά στοιχεία. Κύριες πηγές της εκτός από τις επιγραφές είναι επιστολές ή έγγραφα σε παπύρους και θα χρησιμοποιηθεί, εκτός από τη διοίκηση, στη διπλωματία, στις εμπορικές και οικονομικές συναλλαγές, στην καθημερινή επικοινωνία, στη λογοτεχνία και στην επιστήμη.
Ένα άλλο ξεχωριστής σημασίας στοιχείο της γλωσσικής εξέλιξης αυτής της περιόδου είναι ότι δεν θα παραμείνει μόνο στον προφορικό λόγο αλλά θα χρησιμοποιηθεί και στον γραπτό. Αυτό το φαινόμενο θα ενισχυθεί και από τη νέα θρησκεία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, τον Χριστιανισμό, ο οποίος θα υιοθετήσει την ελληνιστική Κοινή ως γλώσσα μετάδοσης της διδασκαλίας του, προφορικής και γραπτής. Η μετάφραση των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης και η Καινή Διαθήκη που γράφηκε στα ελληνικά αποδίδουν την προφορική απλή γλώσσα της εποχής.
Αλλαγές που θα επέλθουν από την Κοινή είναι στη φωνολογία, στη μορφολογία, στο συντακτικό, στο λεξιλόγιο και στις σημασίες των λέξεων, παράλληλα με τον εμπλουτισμό από καινούργιες λέξεις είτε με την αφομοίωση δάνειων λέξεων (με έκδηλη την υπεροχή των λατινικών και δευτερευόντως των εβραϊκών) και τη δημιουργία νεολογισμών είτε με την προσθήκη νέων σημασιών σε αρχαίες λέξεις.
Αττικισμός
Στην αρχή των χριστιανικών χρόνων, την εποχή του Αυγούστου και του Τιβέριου, παρουσιάζεται αλλαγή στις λογοτεχνικές προτιμήσεις και μια στροφή προς μια αρχαϊκή κατεύθυνση. Πρόκειται για το κίνημα του Αττικισμού, μια προσπάθεια μίμησης των αρχαίων από τους Έλληνες, που επιδιώκουν την αναβάθμιση του πολιτιστικού επιπέδου τους σε σύγκριση με εκείνη των Ρωμαίων και την απόκτηση δικής τους ταυτότητας, έχοντας συνείδηση της πολιτικής τους ανωτερότητας και της αξίας τους ως έθνος.
Το νέο ύφος κυριάρχησε στον λόγιο πεζό λόγο και βρήκε στην πράξη εκφραστές. Όταν ο Χριστιανισμός συμφιλιώθηκε με την Αυτοκρατορία, τον 4ο αιώνα, οι μεγάλοι εκπρόσωποί του, Συνέσιος, Βασίλειος, Γρηγόριος και Ιωάννης Χρυσόστομος υιοθετούν τον αττικισμό. Με το κλείσιμο της Ακαδημίας των Αθηνών η ζυγαριά έγειρε υπέρ των Χριστιανών οι οποίοι ανέλαβαν την ευθύνη να συνεχίσουν τον ελληνικό πεζό λόγο αττικού επιπέδου και να διαδώσουν την παλαιά ελληνική γλώσσα.
Η Βυζαντινή γλώσσα (5ος-11ος αι.)
Η βυζαντινή περίοδος της ελληνικής γλώσσας απηχεί πολιτιστικά τη ζωή και τη δράση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και με ό,τι αυτό συνεπάγεται, δηλαδή την ισχύ, την οικουμενικότητα, την υλική και την πνευματική ανάπτυξη και την περιπετειώδη πορεία της.
Η ιστορία τώρα της ελληνικής γλώσσας, όπως παρατηρεί ο Μ. Τριανταφυλλίδης, γίνεται διπλή: υπάρχει η μεσαιωνική γραπτή κοινή με το αρχαϊστικό της ύφος και η προφορική κοινή, όπως διαμορφώνεται στα μεγάλα αστικά κέντρα του μεσαιωνικού Ελληνισμού και κυρίως στην Πόλη.
Η γλωσσική διαφοροποίηση συνιστά μορφή αντίθεσης ανάμεσα στη γλώσσα την προφορική, της υμνογραφίας, των συναξαρίων και της χριστιανικής λατρείας που έχει ως πρότυπο την κοινή γλώσσα του Ευαγγελίου και αφετέρου της υπόλοιπης γραπτής γλώσσας που ακολουθεί αττικιστικά πρότυπα.
Οι σπουδαιότερες εξελίξεις της μεσαιωνικής γλώσσας αφορούν το φωνητικό και το φωνολογικό επίπεδο, αν και συντελούνται ταυτόχρονα εντυπωσιακές μεταβολές και στο μορφολογικό, συνεχίζοντας την τάση της αλεξανδρινής Κοινής, και επιπλέον ολοκληρώνονται απλουστευτικές διαδικασίες και συντακτικές εξελίξεις. Εν τω μεταξύ το λεξιλόγιο είναι ο χώρος όπου κατεξοχήν αποτυπώνονται όλες οι εξωγλωσσικές περιπέτειες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η αναπόφευκτη συνάντησή της με πολλούς λαούς και γλώσσες αφήνει την οριστική σφραγίδα της μέσα από γλωσσικά δάνεια, δημιουργώντας προϋποθέσεις νέων παραγωγικών γλωσσικών σχηματισμών. Η ελληνική γλώσσα λειτουργεί εκ παραλλήλου ως βασική πηγή δανεισμού για πολλές γλώσσες. Σε μια αμφίδρομη σχέση επηρεάζεται από τη λατινική αλλά και από δυτικές λατινογενείς γλώσσες. Το ελληνικό λεξιλόγιο θα βρει έδαφος μέσω της επαφής του Βυζαντίου με τους Γότθους, Σλάβους και Άραβες και σ’ αυτές τις γλώσσες.
Η Πρώιμη Νεοελληνική γλώσσα
Από τον 12ο έως τον 15ο αιώνα οι Βυζαντινοί λόγιοι γράφουν σε αρχαΐζουσα γλώσσα με μια προϊούσα στρυφνότητα, ενώ στην πλευρά της απλούστερης γλώσσας και σε μια προσπάθεια να συγκερασθεί η λόγια/γραπτή με την προφορική δημωδέστερη προστίθενται τα Ακριτικά τραγούδια, τα ποιήματα του Πτωχο-προδρόμου κ.ά. Στον 13ο και στον 14ο αιώνα έχουμε τα ιπποτικά μυθιστορήματα, το Χρονικόν του Μορέως κ.ά.
Η λογοτεχνική καταξίωση της ομιλουμένης δυναμώνει, και με προεξάρχουσα την Κρήτη (Κύπρος, Ρόδος), και κορυφαία εκδήλωση έργα όπως τα Ερωτόκριτος, Ερωφίλη, επιχειρείται η αξιοποίηση της τοπικής διαλέκτου ως γραπτής γλώσσας. Ταυτοχρόνως τα κύρια χαρακτηριστικά της νεοελληνικής γλώσσας έχουν διαμορφωθεί πλήρως, ενώ παράλληλα θα ξεχωρίσουν οι νεοελληνικές διάλεκτοι (ποντιακά, τσακωνικά, κατωιταλικά) και τα τοπικά ιδιώματα (νότια, βόρεια, ημιβόρεια – κατά τον Γ. Χατζιδάκι).
Παράγοντες που ενίσχυσαν τις διαλεκτικές διαφορές της Νεοελληνικής και τις συντήρησαν είναι η επί μακρό χρονικό διάστημα ξενική κατοχή διαφόρων ελληνικών περιοχών, η εγκατάσταση αλλόγλωσσων πληθυσμών, οι εσωτερικές μεταναστεύσεις, έπειτα η αγραμματοσύνη που επικράτησε κατά τους αιώνες της Τουρκοκρατίας, η επίδραση της αρχαϊστικής εκκλησιαστικής γλώσσας στον απλό χωρικό και η διτυπία του γραπτού νεοελληνικού λόγου.
Στην Ανατολή, κατά την οθωμανική περίοδο, η ελληνική γλώσσα διατήρησε το κύρος της μέσω μιας μικρής ελίτ και μιας μικρής ελληνικής αριστοκρατίας, των Φαναριωτών. Στη Δύση όμως μόνο μετά το τέλος του αιώνα, μετά τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, αυξάνεται σταδιακά η επιθυμία των Ευρωπαίων να συνδράμουν τους Έλληνες, ταυτίζοντάς τους με τους αρχαίους.
Οι λόγιοι και οι διδάσκαλοι του Γένους, επηρεασμένοι από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και επιδιώκοντας την πνευματική αφύπνιση του λαού, την καταπολέμηση της αμάθειας και του σκοταδισμού, χωρίζονται σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα υποστηρίζοντας σθεναρά άλλοι τη δημοτική και άλλοι την αρχαία ως κατάλληλη γλώσσα.
Η Σύγχρονη Νεοελληνική γλώσσα
Μετά την Ελληνική Επανάσταση η χώρα θα αποκτήσει την ανεξαρτησία της (1830) αλλά θα παραμείνει ανοικτό, μεταξύ άλλων, το γλωσσικό ζήτημα.
Από τη μία πλευρά ήταν ο λαός που μιλούσε τη δημοτική, διασπασμένη σε διαλέκτους, και από την άλλη μια μειονότητα που όταν έγραφε χρησιμοποιούσε αρχαΐζουσα γλώσσα, μια συνέχεια της παλαιάς και βυζαντινής Κοινής. Το δυτικό πρότυπο και η κοινή λογική επέβαλαν πλέον μία εθνική γλώσσα η οποία να ικανοποιεί τις ανάγκες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η λύση στο θέμα της γλώσσας, η οποία θα αναχθεί σε ένα μείζον ιδεολογικό, παιδευτικό και βεβαίως εθνικό θέμα της αναγεννώμενης Ελλάδας, θα συνδεθεί με τον Αδαμάντιο Κοραή. Ο Κοραής, θεωρώντας τη δημοτική ως συνέχεια της αρχαίας ελληνικής και ακολουθώντας την αριστοτελική μεσότητα, θα την «καλλωπίσει» και, αφού την καθαρίσει σε επίπεδο μορφολογικό και από την επιρροή της γλώσσας των κατακτητών, θα τη μετατρέψει σε γλώσσα του πολιτισμού, της διοίκησης και της εκπαίδευσης. Από την πρόταση του Κοραή θα προκύψει η καθαρεύουσα η οποία θα κυριαρχήσει ως επίσημη μορφή γλώσσας ως το 1976.
Στην αντίπερα όχθη η ίδια η πραγματικότητα θα αλλάξει την υπάρχουσα κατάσταση. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα επί Όθωνος και την εισροή πληθυσμού από την Πελοπόννησο θα αρχίσει να διαμορφώνεται μια ομιλουμένη, πάνω στη βάση της «νότιας ελληνικής» με κάποιους αρχαϊσμούς, η οποία θα γίνει και γραπτή ως κοινή νεοελληνική γλώσσα.
Η ελληνική κυβέρνηση ωστόσο θα ενισχύσει και θα προωθήσει την καθαρεύουσα του Κοραή, μια γλώσσα τεχνητή που δεν απέδιδε φυσική γλώσσα, και ο λαός θα υποχρεωθεί να τη δεχθεί μολονότι ήταν διαφορετική από τη δική του, ενώ η δημοτική θα ονομασθεί υποτιμητικά «μαλλιαρή».
Στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού θα επικρατήσει ένας διπολισμός καθαρεύουσας-δημοτικής, των δύο δυναμικά διαφοροποιημένων αυτών μορφών της γλώσσας και θρεμμένων από διαφορετικές ανάγκες, που θα προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο και το γλωσσικό ζήτημα πολιτικοποιείται.
Δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς στο πλαίσιο αυτό την προσφορά των αγώνων του Ψυχάρη, τη σύνεση και την επιστημονική δραστηριότητα του Τριανταφυλλίδη στην προσπάθειά του να παράγει έργα γλωσσικής υποδομής – αγώνων και προσπαθειών που βοήθησαν αποφασιστικά στην αναγνώριση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας.
Το θέμα θα επιλυθεί οριστικά μετά τη Μεταπολίτευση και το 1976 η δημοτική καθιερώνεται στην εκπαίδευση και στη διοίκηση – έστω βεβιασμένα και απροετοίμαστα. Θα γεννηθεί έτσι ένα γλωσσικό πρόβλημα όσον αφορά την ποιότητα στη χρήση της νεοελληνικής, που μπορεί να αντιμετωπισθεί, όπως λέει και ο Πολίτης, εφόσον η δημοτική οργανωθεί σε πανελλήνιο γλωσσικό όργανο με συνέπεια και συνοχή. (1978, σ.15)
Η νεοελληνική κατέχει όλη τη δύναμη μιας μακραίωνης προφορικής και γραπτής καλλιέργειας, το μέγιστο προνόμιο για μια σύγχρονη γλώσσα.
Επίλογος
Συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ελληνική γλώσσα αποτελεί μοναδικό παράδειγμα γλώσσας με αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια και με τέτοια δομική και λεξιλογική συνοχή που να μας επιτρέπει να μιλάμε για μια ενιαία γλώσσα από την αρχαιότητα έως σήμερα.
«Σε καμιά άλλη γλώσσα δεν συμβαίνει αυτό που συμβαίνει με τον Έλληνα· να λέει άνεμος, θάλασσα, γη και να επικοινωνεί κάθε στιγμή με τις ίδιες τις ρίζες του» λέει ο Οδ. Ελύτης, και ο έτερος νομπελίστας ποιητής μας Γ. Σεφέρης το επισφραγίζει, δεδομένου ότι όλος ο μακρύς δρόμος που διένυσε η γλώσσα του είναι ριζωμένος βαθιά μέσα του, «στο μεδούλι των κοκάλων του».
Η σύντομη αναδρομή επιβεβαιώνει και την ιδιαίτερη καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας. Της αρχαίας, για την οποία, παρότι δεν γνωρίζουμε τον προφορικό λόγο, θα χρησιμοποιήσουμε ως στάθμη τα κείμενα των ικανών και προικισμένων διανοητών της εποχής· έπειτα της Κοινής που διαδίδεται ως lingua franca· εν συνεχεία της γλώσσας που ακονίζεται στον χώρο της χριστιανικής θεολογίας και φιλολογίας· και κατόπιν εκείνης που με τον ελληνικό Διαφωτισμό γνωρίζει νέα καλλιέργεια και περνά πλέον στη φάση του γλωσσικού εκσυγχρονισμού.
Η γλώσσα ενός τόσο μικρού λαού, ενώ υπέστη ριζικές αλλαγές προσαρμοζόμενη στις εκάστοτε επικοινωνιακές ανάγκες, επιτύγχανε πάντα να επιβιώνει κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, και όχι μόνο, αλλά και να αποκτά δύο φορές την ενότητά της και επιπλέον να γίνεται πρότυπο για όλες τις γλώσσες.
Ο γλωσσικός διχασμός που την ταλάνισε και είναι μια παλαιά υπόθεση, εφόσον η διάσπαση προφορικής και γραπτής μορφής της ελληνικής γλώσσας ανάγεται ήδη στον 1ο αι. π.Χ., εξελίσσεται εκ των υστέρων παρά τους φανατισμούς και τις ακρότητες στον πλούτο μιας παράλληλης διπλής γλωσσικής παράδοσης ώσπου να φθάσει στην οριστική της σύγχρονη μορφή.
Βιβλιογραφία
1. Ελλάς, τόμ. Α’, Η ελληνική γλώσσα, Εκδοτικός Οργανισμός Πάπυρος
2. Γ. Μπαμπινιώτης, Ελληνική γλώσσα: Παρελθόν - Παρόν - Μέλλον, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2000
3. Francisco R. Adrados, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2003
4. Α. Φ. Χριστίδης, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Εκδόσεις Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 2005
5. ΕΑΠ, Εισαγωγή στον Ελληνικό Πολιτισμό, Πάτρα 1999
6. Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998
Πηγή: texnografia.blogspot.gr
http://www.thessalonikiartsandculture.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.