Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ «ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ»!


ΑΠΟ ΗΡΑ­ΚΛΗΣ ΚΑ­ΚΑ­ΒΑ­ΝΗΣ 

Απ’ το πα­ρά­θυ­ρο στα βάθη μα­κριά,
Ο κά­μπος ξε­χω­ρί­ζει,
Και φαί­νε­ται η απο­κριά
Μέσα στο δρόμ’ όλη βοή που τρι­γυ­ρί­ζει
Είν’ ο και­ρός όπου τρελή γιορ­τά­ζ’ η χώρα,
Και σιέ­ται η μυ­γδα­λιά με κάλλη αν­θο­φό­ρα.

Φτω­χός ο κά­μπος μας, μα όχι και γυ­μνός,
Αφού είν’ ασπρο­ντυ­μέ­νος.
Μοιά­ζει με νιο που αχα­μνός
Κι απ’ την αρ­ρώ­στια κά­τα­σπρος ειν’ ο καη­μέ­νος.
Στο δρόμο άμα­ξες, με­θύ­σι, προ­σω­πί­δες,
Και ρί­χνει ο ου­ρα­νός βρο­χής ρα­νί­δες.

Τι τάχα να είσαι θλι­βε­ρή, ψιλή βροχή,
Που αργά κι αγάλι ‘γαλι
Μας έρ­χε­σαι την εποχή
Που τα νυ­φιά­τι­κα η μυ­γδα­λιά έχει βάλει;
Η φύσις κλαί­ει τη χει­μω­νιά που την πα­γώ­νει,
Ή κλαί­ει από χαρά στο Μάρτη που σι­μώ­νει;

Σ’ εκεί­νο το πα­ρά­θυ­ρο μπρο­στά κρα­τεί
Η μάννα το παιδί της,
Πότε του δεί­χνει τη γιορ­τή,
Πότε την εξοχή με τη λευκή στολή της.
Απο­κριάς χαρά φω­τί­ζει τ’ αγ­γε­λού­δι,
Κι η μάννα είν’ έμορ­φη, σα μυ­γδα­λιάς λου­λού­δι.


Ρί­χνει τα μάτια της και βλέ­πει τα βουνά
Μ’ ολό­χιο­νο φου­στά­νι,
Και με το νου της αρ­χι­νά
Και χί­λιους μύ­ριους στο­χα­σμούς άθελα κάνει,
Λι­γά­κι θλι­βε­ρούς σα νέφη του Φλε­βά­ρη,
Μα πάντα κα­θα­ρούς, σαν του χιο­νιού τη χάρη.

Γιατ’ είναι μάνα με μυαλό και με καρ­διά,
Και είναι η ζωή της
Λου­λού­δι με τρι­πλή ευω­διά
Που της σκορ­πά ο Θεός, ο κό­σμος, το παιδί της.
Την εν­θυ­μί­ζ’ η χει­μω­νιά κι η αγριά­δα
Ότι κο­ντεύ­ει του Μαρ­τιού να ρθει η λια­κά­δα.

Και νιώ­θει σαν γλυ­κιά μαρ­τιά­τι­κη αυγή
Στα βάθη της ψυχής της,
Κι ακο­λου­θά η συλ­λο­γή:
– Πα­ρό­μοια κι ο δυ­στυ­χής όπου η πί­στις
Και τ’ ου­ρα­νού η ελπίς φω­λιά­ζει στην καρ­διά του,
Νιώ­θει μια δύ­να­μη γλυ­κιά στη συμ­φο­ρά του.

Ενώ μας δέρ­νου­νε του κό­σμου τα δεινά,
Βάλ­σα­μο η πίστη χύνει.
Κι ενώ είναι χιόνι στα βουνά,
Για ιδές η μυ­γδα­λιά τον κάμπο πώς τον ντύ­νει!
Μ’ απ’ το παιδί μου μα­κριά πί­κρες και πόνοι,
Και το Θεό η χαρά να του θυ­μί­ζει μόνη.


Σε τέ­τοιους στο­χα­σμούς ο νους της κα­τα­ντά,
Και άλλα συλ­λο­γιέ­ται.
Μα το παι­δά­κι της κοντά
Στην τρέλα της απο­κριάς βου­τιέ­ται.
Ξεχνά τα τόσα του παι­χνί­δια, και το κρύο,
Κι έχει πα­ρά­πο­νο, και πό­θους χί­λιους δύο.
Μεσ’ την καρ­δού­λα του, αγά­πες του χρυ­σές,
Σω­ριά­ζο­νται ωραί­ες
Και πλου­μι­σμέ­νες φο­ρε­σιές
Και μά­σκες και σπα­θιά και πε­ρι­κε­φα­λαί­ες.
Κυ­ρί­ες το κοι­τούν, τις ρί­χνει ζα­χα­ρά­τα,
Κα­νείς την έμορ­φη δεν ξέρει μα­σκα­ρά­τα…

Ακόμα στο πα­ρά­θυ­ρο μπρο­στά κρα­τεί
Η μάννα το παιδί της.
Ξε­χνιέ­τ’ εκεί­νο στη γιορ­τή,
Κι αυτή στην εξοχή με τη λευκή στολή της.
Απο­κριάς χαρά φω­τί­ζει τ’ αγ­γε­λού­δι,
Κι η μάνα είν’ έμορ­φη σα μυ­γδα­λιάς λου­λού­δι.

Πηγή: https://atexnos.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.