«Ο γούμενος ήξερε καλά τι τους έφερνε η μέρα που φωτοχάραζε.
Έβαλε να ξαναχτυπήσουνε το σήμαντρο, και συνάχτηκαν οι κλεισμένοι στον όρθρο. Οι γυναίκες πέσανε στα γόνατα κι αρχίσανε τις στρωτές μετάνοιες.
Ο γούμενος βγήκε στην άγια πύλη με το δισκοπότηρο σηκωμένο στο κούτελο. Πάνω στις πλάκες της εκκλησιάς μονακουστήκανε τα πετρογόνατα των αντρών που ταπεινώνονταν μπρος στο αίμα του Κυρίου.
Γένηκε τότες ένα πράμα που μηδέ η γλώσσα μηδέ το χαρτί το σηκώνουν. Ο ένας έπαιρνε τ' αλλονού συχώρεση και σίμωνε και τόνε μεταλάβαινε ο γούμενος. Σα να γεννιότανε σ' άλλο κόσμο!
Η φωτιά που 'βανε μέσα του ένιωθε να του καθαρίζει τη ψυχή, να τόνε κάνει άχολο σαν το περιστέρι. Λησμονούσε ποιος ήτανε κι αν είχε όνομα, κ' έβλεπε μονάχα αδερφούς και συγγενάδια γύρω του.
Ο καλόγερος κι ο λαϊκός, ο νοικοκύρης κι ο παρασποριάρης, είτανε την ώρα εκείνη τίποτας άλλο παρά η Κρήτη»
Παντελής Πρεβελάκης, Η Παντέρμη Κρήτη (1945)
Πηγή:neakriti.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.