Εχασαν τους δικούς τους ανθρώπους από COVID-19 και παλεύουν ακόμη με το ψυχικό τραύμα, χωρίς υποστήριξη
Η Μαρία Μακροπούλου έχασε τον σύζυγό της Μάκη και την κόρη της Ιωάννα από κορωνοϊό. «Τους πρώτους μήνες ήθελα να πεθάνω κι εγώ. Κοιμόμουν όλη τη μέρα για να μην πονάω. Μετά σκέφτηκα τις εγγονές μου», λέει στην «Κ». Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ
Τασούλα Επτακοίλη
Ο Μάκης Μακρόπουλος ήταν 70 ετών, έμπορος. Εργαζόταν σκληρά για να μη λείψει τίποτα από τη σύζυγό του και τα δυο τους παιδιά. Ηταν κοινωνικός και εξωστρεφής· ψυχή της παρέας τον θεωρούσαν οι φίλοι του. Μεράκι του ήταν το ποδόσφαιρο (παθιασμένος υποστηρικτής του Ολυμπιακού). Η κόρη του, Ιωάννα, πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής, του έμοιαζε πολύ. Ηταν ένα φωτεινό πλάσμα, με γάργαρο γέλιο, που ρουφούσε τη ζωή μέχρι το μεδούλι. Αγαπούσε τα γλέντια και τον χορό και λάτρευε τις δυο κόρες της, πέντε και τριών ετών σήμερα.
Η Νικολέτα Κοτσιάφτη ήταν 69 ετών. Εργάστηκε επί δεκαετίες διοικητικός υπάλληλος στο ΚΑΤ και οι συνάδελφοί της –αλλά και πολλοί ασθενείς– τη θυμούνται για τη συνέπειά της και την προθυμία της να προσφέρει σε όσους είχαν ανάγκη. Πάντα με το χαμόγελο, κέρδιζε όποιον τη συναναστρεφόταν από την πρώτη στιγμή. Με τον σύζυγό της, Γιώργο, είχαν είκοσι χρόνια διαφορά. Κανείς δεν μπορούσε, όμως, ούτε να το φανταστεί. Αρχοντάνθρωπος εκείνος, με νεανική ακόμη κορμοστασιά, συνταξιούχος αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας, είχε τη σοβαρότητα αλλά όχι και την αυταρχικότητα του στρατού. Καλός οικογενειάρχης, ήθελε να προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορούσε στη Νικολέτα και τα παιδιά τους.
Παρελθοντικός ο χρόνος της αφήγησης. Γιατί η Νικολέτα, ο Μάκης, ο Γιώργος και η Ιωάννα δεν είναι πια εδώ. Συγκαταλέγονται στους σχεδόν 33.000 συνανθρώπους μας που έχασαν τη ζωή τους από COVID-19. Πίσω από τους αριθμούς: μητέρες και πατέρες, σύζυγοι, σύντροφοι, παιδιά, αδέλφια, φίλοι καρδιακοί, που έφυγαν αφήνοντας πίσω τους κενό αναπλήρωτο. Διαφορετικές οι πορείες της ζωής τους, αλλά ένας κοινός παρονομαστής, ο τρόπος που πέθαναν: σ’ έναν θάλαμο ΜΕΘ, ολομόναχοι, έχοντας ανταλλάξει με τους δικούς τους λίγες τελευταίες κουβέντες μέσα από ένα κινητό. «Μου λείπετε». «Κάνε κουράγιο, θα γίνεις καλά, σ’ αγαπώ».
Ο ιός είναι εδώ
Επειτα από ένα καλοκαίρι χαλαρότητας και αμεριμνησίας και μολονότι η κυβέρνηση έχει πλέον σφυρίξει τη λήξη της πανδημίας για χάρη του τουρισμού και της οικονομίας, ο ιός είναι ακόμη εδώ. Μπορεί πάντα να μας αιφνιδιάσει, όπως αρκετές φορές έχει γίνει έως τώρα. Και ναι, θέλουμε να αφήσουμε πίσω μας τις επώδυνες αναμνήσεις και τους περιορισμούς της πανδημίας, να τραβήξουμε μπροστά. Κάποιοι όμως δεν μπορούν να προχωρήσουν ούτε να ξεχάσουν. Είναι οι συγγενείς των θυμάτων. Η πληγή τους είναι βαθιά και χαίνουσα.
Η Μαρία Μακροπούλου, σύζυγος του Μάκη και μητέρα της Ιωάννας, και η Αλεξάνδρα Κοτσιάφτη, κόρη της Νικολέτας και του Γιώργου, βαδίζουν στο ίδιο δύσβατο μονοπάτι, της απώλειας. Συνάντησα τη Μαρία στο σπίτι της, στην Ακαδημία Πλάτωνος. «Κάποτε ήταν γεμάτο χαρούμενες φωνές. Τώρα βουβό», μου είπε. Αποφάσισε να μοιραστεί όσα έζησε με την «Κ», «γιατί υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι λαβωμένοι όπως εγώ, που βιώνουν τον ίδιο πόνο. Θα ήθελα να ξέρουν ότι δεν είναι μόνοι και να μην ντραπούν να ζητήσουν βοήθεια…». Το ίδιο και η Αλεξάνδρα, αρχηγός της Εθνικής Μπάσκετ Κωφών Γυναικών. «Ακόμη δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω την απουσία των γονιών μου». Τι έχει μάθει έως τώρα μέσα από την οδύνη του πένθους; «Να εκτιμώ όσα έχω, πριν η ζωή με κάνει να νοσταλγώ όσα είχα…», λέει.
«Αυτό που με κάνει να υποφέρω ακόμη περισσότερο είναι ότι δεν ήμουν κοντά τους τις τελευταίες στιγμές τους, να τους κρατήσω το χέρι, να τους πω πόσο τους αγαπώ».
«Προσέχαμε»
Και συνεχίζει: «Από το ξεκίνημα της πανδημίας είχαμε συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Φοβόμασταν και προσέχαμε. Αναθαρρήσαμε με την είδηση της έναρξης των εμβολιασμών. Εκανα την πρώτη δόση, ως ανοσοκατασταλμένη, μια και αντιμετωπίζω σοβαρό πρόβλημα υγείας. Ο Μάκης και τα παιδιά ανυπομονούσαν να έρθει η σειρά τους. Στις αρχές Μαρτίου παρουσιάστηκαν τα πρώτα συμπτώματα: πυρετός, βήχας, ατονία. Ημασταν τρεις στο σπίτι, είχε έρθει και η Ιωάννα, που ζούσε εκτός Αττικής, να μας δει. Ξεκινήσαμε συμπτωματική αγωγή, θεωρώντας ότι ήταν μια απλή ίωση. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι ο κορωνοϊός είχε περάσει το κατώφλι μας. Ομως τα συμπτώματα επέμεναν. Αποφασίσαμε να πάμε στη δημόσια δομή πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας Κεραμεικού, να μας εξετάσουν. Μας έκλεισαν ραντεβού για τέσσερις μέρες μετά. Οταν φτάσαμε, μας αντιμετώπισαν λες και είχαμε λέπρα. Ο πνευμονολόγος κατέβηκε ντυμένος σαν αστροναύτης, αρνήθηκε να μας εξετάσει και ζήτησε από τον σεκιουριτά να μη μας αφήσει επ’ ουδενί να μπούμε στο κτίριο. Ζήτησε να κάνουμε άμεσα διαγνωστικό τεστ. Μας έδωσε το τηλέφωνο ενός δημόσιου εργαστηρίου· δεν το σήκωσαν ποτέ. Απευθυνθήκαμε σε ιδιωτικό κέντρο. Θετικοί και οι τρεις. Επικοινωνία με τον ΕΟΔΥ. Τι θα γινόταν τώρα; η κοπελίτσα με την οποία μιλούσαμε στο τηλέφωνο (δεν νομίζω ότι ήταν γιατρός) ήταν σαφής: «Δεν θα το κουνήσετε από το σπίτι. Σε λίγες μέρες θα είστε καλύτερα». Κι αν χειροτερεύαμε; «Ισως χρειαστεί να πάτε στο νοσοκομείο, αν και αμφιβάλλω». Χειροτερέψαμε. Ο Μάκης ψηνόταν στον πυρετό και η κόρη μας δεν μπορούσε να ανασάνει. Ασθενοφόρο μάς μετέφερε στο νοσοκομείο “Γεώργιος Γεννηματάς”. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι γινόταν στο τμήμα COVID. Πατείς με πατώ σε, ο κόσμος να φωνάζει, τα παράθυρα ανοιχτά, το κρύο τσουχτερό. Ηταν 12 Μαρτίου. Είχα τα γενέθλιά μου. Αφού μας εξέτασαν, μας έστειλαν σε διαφορετικούς θαλάμους. Αποχαιρετιστήκαμε. «Ολα θα πάνε καλά», είπαμε ο ένας στον άλλον. Ηταν η τελευταία φορά που τους είδα ζωντανούς. Σε λιγότερο από μια εβδομάδα πήρα εξιτήριο. Την ίδια μέρα η Ιωάννα διασωληνώθηκε. Ο Μάκης λίγο μετά. Εκείνος άντεξε 18 μέρες. Με πολύ κόπο και με τα απαραίτητα… φιλοδωρήματα καταφέραμε να βρούμε τάφο στο Γ΄ Νεκροταφείο. Κηδεύτηκε με το απάνθρωπο πρωτόκολλο που ίσχυε τότε: μόλις εννέα συγγενείς παρόντες και το φέρετρο τυλιγμένο με σελοφάν. “Αντίο, αγάπη μου, και κάνε ό,τι μπορείς να σωθεί το κορίτσι μας”, του είπα.
»Δυστυχώς, η Ιωάννα τον ακολούθησε έπειτα από έναν μήνα. Οι γιατροί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τη σώσουν, αλλά ο ένας πνεύμονάς της φαίνεται πως είχε ήδη καταρρεύσει πριν νοσηλευτεί. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος… Ονειρευόμουν να τη δω να μεγαλώνει τα παιδιά της, να απολαμβάνει τη ζωή της, να γίνεται γιαγιά. Δεν αντέχεται ο χαμός της. Οσο για τον Μάκη; Σαράντα πέντε χρόνια ήταν ο άντρας μου, ο αδελφός μου, ο φίλος μου. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ανατράπηκαν τα πάντα. Εχω πέσει σ’ έναν αγριεμένο ωκεανό και προσπαθώ να βρω κάτι να πιαστώ. Αυτό που με κάνει να υποφέρω ακόμη περισσότερο είναι ότι δεν ήμουν κοντά τους τις τελευταίες στιγμές τους, να τους κρατήσω το χέρι, να τους πω πόσο τους αγαπώ.
»Τους πρώτους μήνες ήθελα να πεθάνω κι εγώ. Κοιμόμουν όλη τη μέρα για να μην πονάω. Μετά σκέφτηκα τις εγγονές μου. Επρεπε να τους σταθώ, όπως μου είχε ζητήσει η κόρη μου. Αποφάσισα να αναζητήσω ψυχολογική στήριξη. Μόνη μου, εννοείται. Βρήκα μια δωρεάν δομή στην Πειραιώς, παράρτημα του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής. “Μόνο έξι μήνες μπορούμε να σας παρακολουθήσουμε, η ζήτηση είναι μεγάλη”, με ενημέρωσαν. Μετά βρήκα άλλη δομή, στη Λιοσίων. Με βοήθησαν πραγματικά.
»Εγιναν λάθη στη διαχείριση της πανδημίας. Κάποιοι τα πληρώσαμε περισσότερο. Αν πηγαίναμε εγκαίρως στο νοσοκομείο, οι άνθρωποί μου ίσως ήταν εδώ. Με ενοχλεί που βλέπω γύρω μου τόση ανεμελιά. Οσοι φοράμε μάσκα έχουμε καταντήσει δακτυλοδεικτούμενοι. Οι περισσότεροι συμπολίτες μας γλέντησαν το καλοκαίρι σαν να μην υπάρχει αύριο. Δεν τους αδικώ. Δεν ξέρω πώς θα αντιδρούσα κι εγώ αν δεν είχα χάσει τους δικούς μου.
»Τι μας δίνει το κουράγιο να συνεχίζουμε έπειτα από ένα τέτοιο χτύπημα; Η ίδια η ζωή. Μας καλεί. Ακούγεται οξύμωρο, αλλά μέσα από τον θάνατο ανακαλύπτεις τη δύναμή της. Αποτιμάς και τις σχέσεις με φίλους και συγγενείς. Λίγοι μου έμειναν και η επαφή μαζί τους είναι το γιατρικό μου. Οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν. Και να πεις ότι τους ζήτησα χρήματα; Οχι. Αυτό που έχω ανάγκη είναι δωρεάν: η κατανόηση, η ενσυναίσθηση, ένα χτύπημα στην πλάτη, ένα “είμαι εδώ για σένα”…».
Α
Αλεξάνδρα Κοτσιάφτη: «Σας αγαπώ πολύ», ήταν το τελευταίο μήνυμα της μαμάς στο Viber.
«Μέσα σε δύο ημέρες έχασα και τους δύο γονείς μου»
«Στις 8 Δεκεμβρίου 2020 πέθανε η μητέρα μου. Ο πατέρας μου την επόμενη μέρα», λέει στην «Κ» η Αλεξάνδρα Κοτσιάφτη. «Και οι δύο νοσηλεύονταν με COVID-19 στο Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας, όπως και ο 44χρονος αδελφός μου, που έφτασε στο κατώφλι της ΜΕΘ αλλά ευτυχώς δεν χρειάστηκε να διασωληνωθεί και ξεπέρασε τη νόσο. Οταν με ειδοποίησαν ότι οι γονείς μας δεν τα είχαν καταφέρει, ήμουν ανήμπορη να αρθρώσω λέξη, το σώμα μου είχε μουδιάσει, τα δάκρυά μου έτρεχαν ποτάμι. Ούτε να τους αποχαιρετίσω δεν μπόρεσα, αν και εκείνοι το έκαναν, με τον τρόπο τους. Μάλλον είχαν καταλάβει… “Σας αγαπώ πολύ”, ήταν το τελευταίο μήνυμα της μαμάς, στο Viber. Και ο πατέρας μου, στην τελευταία μας τηλεφωνική επικοινωνία, είχε μιλήσει για τον εαυτό του σε χρόνο αόριστο: “Ο στρατός μού έδωσε ψωμί κι έφαγα και μεγάλωσα τα παιδιά μου με αξιοπρέπεια”, είχε πει. Ο θάνατός τους με έκανε να δω διαφορετικά την πανδημία. Μέχρι τότε υποτιμούσα τον ιό. Ελεγα πως δεν θα εμβολιαζόμουν καν. Σήμερα έχω ήδη κάνει και την τέταρτη δόση. Ψυχολογική βοήθεια δεν έχω αναζητήσει. Με στήριξαν η προπονήτριά μας και οι συμπαίκτριές μου. Σχεδόν δύο χρόνια μετά, όμως, η θλίψη δεν μπορεί να φύγει από μέσα μου. Μου λείπει η ζεστασιά της αγκαλιάς τους, να μου λένε “να προσέχεις”, να τους λέω τα νέα μου, να χαίρονται με τις νίκες της ομάδας. Η αγάπη μου γι’ αυτούς μεγαλώνει όσο περνάει ο καιρός. Τους βλέπω συχνά στα όνειρά μου· τους αγκαλιάζω και τους μιλάω, είναι μια κάποια παρηγοριά… Ανάμεσα στα πολλά που μου πρόσφεραν ήταν ότι με έκαναν να μην ντρέπομαι για την κωφότητά μου και να ζω χωρίς κανένα κόμπλεξ. Η μόνη πραγματική αναπηρία, μου έλεγαν, είναι να είσαι κακός άνθρωπος».
Πηγή: https://www.kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.