Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025

ΦΩΣ ΑΠ’ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ, ΦΩΣ ΑΠ’ ΤΟ ΧΩΡΙΟ … ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΑΧΩΡΑ!

  • Αθανασία Κολλιάκου (Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Περαχώρας)
  • Ανδρέας Ατζάμπος (Χοροδιδάσκαλος του Πολιτιστικού Συλλόγου Περαχώρας)
  • Νικόλαος Γεωργίου (Δάσκαλος)
Το φως των Χριστουγέννων δεν είναι σύμβολο· είναι παρουσία. Δεν ανατέλλει για να εντυπωσιάσει, αλλά για να φανερώσει το μυστήριο της συγκατάβασης του Θεού, που εισέρχεται στη νύχτα του κόσμου και στη φτώχεια της ανθρώπινης καρδιάς. Η Γέννηση του Χριστού δεν ανήκει στο παρελθόν, αλλά τελείται κάθε φορά που ο άνθρωπος δέχεται να γίνει τόπος φιλοξενίας του Θεού. Κι όπως σε κάθε τόπο όπου η πίστη φυλάσσεται αθόρυβα, έτσι και στην Περαχώρα, μέσα στη λιτότητα της ζωής και τη σιωπή του χειμώνα, το Φως ανατέλλει χωρίς θόρυβο — για να κατοικήσει στο βάθος της ύπαρξης. Εκεί γεννιέται το αληθινό Φως, το Φως που φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον.

Ο άνθρωπος, από τότε που πρωτοέστησε βωμούς και σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό, είδε στον Ήλιο, τον πρώτο του θεό. Η άνοδός του και η δύση του χάραζαν στα πρόσωπα των θνητών τον αέναο κύκλο της ζωής και του θανάτου· κι από την ροδαυγή ως το χρυσό βασίλεμα, το φως του, έμοιαζε με ανάσα ενός αόρατου Δημιουργού.


Όταν όμως ο χειμώνας βάραινε τη γη και μίκραιναν οι μέρες του, φόβος απλωνόταν στις καρδιές: μήπως το φως εγκαταλείψει τον κόσμο. Έτσι γεννήθηκαν οι αρχέγονες γιορτές του Ήλιου — τα Σατουρνάλια, τα Μπρουμάλια, οι Καλένδες του Γενάρη — μέρες χαράς και μέθης, ανατροπής και προσμονής.

Ο Ήλιος τότε, νικημένος για λίγο απ’ το σκοτάδι, ξαναγεννιόταν. Οι άνθρωποι άναβαν πυρές, αντάλλασσαν δώρα, υψώνανε φωνές για τη νίκη του αήττητου φωτός.

Μα βαθιά μέσα τους, δίχως να το ξέρουν, προσδοκούσαν κάτι πιο μεγάλο. Στα έθιμα και στις φλόγες έκρυβαν μια μυστική νοσταλγία· μια ελπίδα· μια προαίσθηση πως κάποτε το φως δε θα ήταν μόνο ουράνιο, αλλά θεϊκό και ανθρώπινο συνάμα. Κι όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εκεί, στην ταπεινή σπηλιά της Βηθλεέμ, το αιώνιο σύμβολο του φωτός πήρε σάρκα. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης ανέτειλε μέσα στη νύχτα. Όχι πια στο στερέωμα, μα στην καρδιά του ανθρώπου. Το φως που οι αρχαίοι περίμεναν απ’ τους ουρανούς, κατέβηκε στη γη ως παιδί. Και η φλόγα του δεν έκαιγε - φώτιζε και ζέσταινε καρδιές.
Και αυτό το άρρητο μυστήριο, το φως που ανατέλλει αθόρυβα και μεταμορφώνει τον κόσμο, έγινε λόγος προσευχής και ύμνος της Εκκλησίας. Διότι ό,τι είδαν οι ποιμένες και προσκύνησαν οι Μάγοι, το υμνούμε κι εμείς ως Ανατολή νέου κόσμου, ως ήλιο που δεν δύει.

«Ἀνέτειλες, Χριστέ, ἐκ Παρθένου, νοητὲ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης.»

«Ἡ Γέννησίς σου, Χριστὲ ὁ Θεός, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τῆς Γνώσεως· Σε προσκυνεῖν, τὸν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης, καὶ Σε γιγνώσκειν ἐξ ὕψους Ἀνατολήν…»

Σιωπή… Ο κόσμος κοιμάται, και η γη ανασαίνει στο κρύο. Τα βουνά της Περαχώρας φορούν τον χειμώνα τους, τα σπίτια καπνίζουν από ξύλα και θυμίαμα.

Οι άνθρωποι κουρνιάζουν γύρω απ’ τη φωτιά και περιμένουν – χωρίς να το λένε – ένα σημάδι ελπίδας. Και τότε, κάπου βαθιά μέσα στη νύχτα, ανάβει ένα φως που δεν το ’φερε μήτε κερί, μήτε σπίθα ανθρώπινη. Φως άγιο, αθόρυβο, που ξυπνάει τον ουρανό. Φως που ζεσταίνει ψυχές. Είναι το φως που ήρθε για να κατοικήσει μέσα μας, το Φως του Χριστού, που κάνει τη νύχτα ημέρα.

Η Περαχώρα, τόπος ψηλός κι ευλογημένος, στάθηκε χρόνια και αιώνες φύλακας της πίστης. Όταν γύρω άλλαζαν οι καιροί, εκεί, στα παλιά πέτρινα σπίτια και στις καλοχτισμένες εκκλησιές με τα καμπαναριά, έμενε το ίδιο τραγούδι, η ίδια προσευχή, η ίδια φλόγα.

Τα Χριστούγεννα δεν ήταν μόνο γιορτή — ήταν λειτουργία του τόπου. Οι χωριανοί, καθώς χτυπούσαν αξημέρωτα οι καμπάνες των Ταξιαρχών και της Παναγίας, ανηφόριζαν ευλαβικά στους ναούς. Και σαν τελείωνε η Λειτουργία των Χριστουγέννων, άνοιγαν τις πόρτες των σπιτιών και των καρδιών τους. «Καλήν ημέραν να ’χουμε», έλεγαν, κι έστηναν γιορτάσι και χορό. Γιατί κάθε χορός είναι μια μικρή προσευχή, κι ο ρυθμός του είναι ο παλμός της κοινότητας, το «ευλογημένο μαζί» των ανθρώπων.

«Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας…»

Ακούς; Αυτή η φωνή που αντηχεί στα στενά σοκάκια και στους μαχαλάδες του χωριού, δεν είναι μόνο τραγούδι· είναι προσευχή παιδική, ευχή αθώα που ταξιδεύει σε κάθε αυλή της Περαχώρας. Τα παιδιά, με τα χέρια ξυλιασμένα και τα μάγουλα κατακόκκινα απ’ το κρύο, μετά την καμπάνα του Εσπερινού γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας το φως τους.

Κι ανάμεσα στις ανάσες τους, που άχνιζαν στον παγωμένο αγέρα, ακούγονταν οι αγερμοί· εκείνα τα παλαιικά κάλαντα, τα στολισμένα με λέξεις ευλογίας και ρυθμό καρδιάς. Κι ήταν οι φωνές τους καθαρές, σαν καμπανούλες που ξυπνούν το χωριό: «Καλήν ἐσπέραν, ἄρχοντες…» κι ύστερα μια ευχή για το σπιτικό, για την υγειά, για το καλό του χρόνου. Έφερναν μαζί τους χαρά, ευλογία, κι εκείνη την ευλογημένη απλότητα που ο Θεός αγαπά.

Γιατί μέσα στη φωνή τους αντηχεί το μήνυμα των αιώνων:

Χριστὸς γεννᾶται· δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν· ἀπαντήσατε.
Χριστὸς ἐπὶ γῆς· ὑψώθητε.

Και κάθε ευχή τους, κάθε αγερμός που σκορπούν, είναι σαν να ρίχνει λίγο φως ακόμη στον κόσμο.

Τότε, στα παλιά τα χρόνια, δεν υπήρχαν λαμπιόνια και εντυπωσιακοί στολισμοί. Μα ο τόπος έλαμπε αλλιώς — απ’ τα καντήλια που τρεμόπαιζαν στα παράθυρα, από τις φωνές των ανθρώπων που ευωδίαζαν καλοσύνη, και από τη ζεστασιά των καρδιών που σκορπούσαν αγάπη.

Το ψωμί ψηνόταν με σταυρό πάνω του, για να ’χει ευλογία το σπιτικό, και το κρασί έρεε απ’ τα βαρέλια και τις νταμιτζάνες σαν δώρο πατροπαράδοτο. Οι γέροι έλεγαν παραμύθια δίπλα στη φωτιά, ιστορίες παλιές κι οι μικροί τούς άκουγαν με μάτια ορθάνοιχτα σαν να ζωντάνευε μπροστά τους ολόκληρος ο κόσμος.

Κι όταν άρχιζε ο χορός, με βήματα που πατούσαν πάνω στα χώματα των προγόνων, ήταν σαν να ευλογούσε ο Θεός τον τόπο των Ελλήνων. Γιατί εκεί που υπάρχει χορός, υπάρχει αγάπη. Κι όπου υπάρχει αγάπη, εκεί γεννιέται ξανά ο Χριστός — αθόρυβα, ταπεινά, βαθιά μες στην καρδιά του ανθρώπου.

Κι ήταν και οι μυρωδιές… γιατί καμιά γιορτή δεν είναι ολόκληρη χωρίς το άρωμά της. Στην Περαχώρα, τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, τα σπίτια μοσχοβολούσαν απ’ τα γλυκά στα ταψιά και τα φαγιά στα τσουκάλια· μυρωδιές που σκαρφάλωναν στις στέγες, περνούσαν από αυλή σε αυλή … και έμειναν για πάντα χαραγμένες στη μνήμη.

Οι Περαχωρίτισσες ξυπνούσαν απ’ τα χαράματα, άναβαν τον φούρνο και ζύμωναν το Χριστόψωμο· κι η ευωδιά του, εκείνο το μεθυστικό άρωμα του ζυμωμένου σταριού, γέμιζε το σπίτι σαν προσευχή. Άνοιγαν φύλλο για τις Ντρέδουρες και τη Βασίβα, τα γλυκά της Αρχιχρονιάς, για να πάρουν τη γλύκα τους όλες οι μέρες του καινούριου χρόνου. Οι κουραμπιέδες, λευκοί σαν το χιόνι των βουνών, άχνιζαν από ροδόνερο και καβουρδισμένο αμύγδαλο· τα μελομακάρονα, βουτηγμένα στο μέλι που στάζει σαν ευχή, γέμιζαν τον αέρα με το άρωμα της κανέλας και του γαρύφαλλου· και τα «πλουμιστά» ψωμιά, στολισμένα με σύμβολα ευλογίας, μοσχοβολούσαν ζεστασιά, σπιτικό και παράδοση. Όλα είχαν το νόημά τους. Δεν έφτιαχναν γλυκά για να χορτάσουν· τα ’φτιαχναν για να τα μοιραστούν. Γιατί στο μοίρασμα βρίσκεται η χαρά των Χριστουγέννων.


Κι όταν άνοιγε η πόρτα να ’μπει ο επισκέπτης στο σπιτικό, έβγαινε από μέσα μια μυρωδιά ζεστασιάς· μια ανάσα γλυκιά που κουβαλούσε μέσα της την παλιά Περαχώρα — εκείνη που ήξερε να χαίρεται απλά, να ευλογεί το λίγο και να το κάνει πολύ.

Το φως εκείνης της άγιας νύχτας των Χριστουγέννων δεν έσβησε ποτέ. Το κρατά η παράδοση, το κρατά ο τόπος μας· φωλιάζει μέσα στα σπίτια, στις μνήμες, στα πατήματα των ανθρώπων. Κάθε χρόνο, μέσα στον χειμώνα, όταν ο αγέρας λυσσομανά κι ο ουρανός βαραίνει, εμείς ξαναφέρνουμε το Φως. Το ανάβουμε με μια προσευχή, με έναν καλό λόγο, με μια αγκαλιά.

Κι ευχόμαστε να ’ναι οι καρδιές μας καθαρές σαν τα βουνά μας, που στέκουν αγέρωχα κι αμόλυντα στον χρόνο· και ζεστές σαν τα σπίτια μας, όπου η καλοσύνη ποτέ δεν έσβησε. Να μη χαθεί ποτέ η φωνή του τόπου, γιατί μέσα της κατοικεί ο Χριστός· μέσα στις λέξεις μας, στα τραγούδια μας, στους αγερμούς των παιδιών που ακόμη σκορπούν ευλογίες.

Κι όταν το φως σβήνει γύρω μας, όταν ο κόσμος σκοτεινιάζει και η ψυχή βαραίνει, αρκεί ν’ ανάβουμε μέσα μας τη φλόγα της πίστης — μια σπίθα μονάχα — για να ξαναγεννηθεί ο κόσμος. Γιατί όπου υπάρχει πίστη και αγάπη, εκεί ο Χριστός δεν παύει ποτέ να γεννιέται.

[«Αδέρφια μου. Φυλάξτε τα ελληνικά συνήθειά μας, γιορτάστε όπως γιορτάζανε οι πατεράδες σας, και μη ξεγελιόσαστε με τα ξένα κι άνοστα πυροτεχνήματα. Οι δικές μας οι γιορτές αδελφώνουν τους ανθρώπους, τους ενώνει η αγάπη του Χριστού. Μην κάνετε επιδείξεις. «Ευφρανθείτε εορτάζοντες». Ακούστε τι λένε τα παιδάκια που λένε τα κάλαντα:

«Και βάλετε τα ρούχα σας, εύμορφα ενδυθήτε, στην εκκλησίαν τρέξετε με προθυμίαν μπήτε, ν’ακούσετε με προσοχήν όλην την υμνωδίαν και με πολλήν ευλάβειαν την Θείαν Λειτουργίαν. Και πάλιν σαν γυρίσετε εις το αρχοντικόν σας, ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητόν σας. Και τον σταυρό σας κάνετε, γευθήτε, ευφρανθήτε. Δώστε και κανενός φτωχού όστις να υστερήται».
Αθάνατη ελληνική φυλή! Φτωχή μα αρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μα χαρούμενη και καλόκαρδη περισσότερο από τους ευτυχισμένους της γης, που τους μαράζωσε η καλοπέραση. (Φώτη Κόντογλου «Χριστού Γέννησις. Το φοβερόν Μυστήριον»)].

Χριστούγεννα στην Περαχώρα…
Φως απ’ τον ουρανό, φως απ’ το χωριό μας…
Καλήν εσπέραν άρχοντες και ευλογημένη χρονιά σε όλους!












 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.