Χριστίνα Κουλούρη*
Ανταλλαγή πληθυσμών, Λήμνος |
Η Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) επισφράγισε με οδυνηρό τρόπο τη Μικρασιατική Καταστροφή και, ταυτόχρονα, το τέλος της ελληνικής πολεμικής περιπέτειας που είχε ξεκινήσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912. Η Ανατολική Θράκη, η Ιμβρος, η Τένεδος και η ζώνη της Σμύρνης παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, ενώ αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, οι ελληνορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου, και οι μουσουλμάνοι «αλβανικής καταγωγής» που ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στην Ηπειρο (Τσαμουριά) καθώς και οι ελληνορθόδοξοι Αραβες της Κιλικίας.
Από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης, οι ελληνορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ιμβρου και της Τενέδου, και οι μουσουλμάνοι «αλβανικής καταγωγής» που ήταν εγκατεστημένοι κυρίως στην Ηπειρο (Τσαμουριά) καθώς και οι ελληνορθόδοξοι Αραβες της Κιλικίας.
Στην ουσία, η ανταλλαγή των πληθυσμών βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης σηματοδότησε την οριστική μετάβαση από την πολυεθνοτική και πολυθρησκευτική Αυτοκρατορία στα ομοιογενή εθνικά κράτη. Υπ' αυτή την έννοια, οι εξελίξεις στην ελληνοτουρκική διαμάχη δεν απέχουν από τα αποτελέσματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών και οι συναφείς συνθήκες που υπογράφτηκαν το 1919-1920, κλείνοντας τον εξοντωτικό Μεγάλο Πόλεμο, είχαν ως βασικό χαρακτηριστικό ακριβώς τη διάλυση των αυτοκρατοριών και τη δημιουργία στη θέση τους των σύγχρονων ευρωπαϊκών εθνών-κρατών στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη.
Με τις εκατόμβες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου εξάλλου και την οριστική αναδιάταξη των συσχετισμών δυνάμεων στο επίπεδο της ευρωπαϊκής πολιτικής, είχε πλέον λυθεί οριστικά και το Ανατολικό Ζήτημα. Η συγκυρία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όπου Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, έφερε τον ελληνικό στρατό στην άλλη όχθη του Αιγαίου αλλά ενεργοποίησε ταυτόχρονα ένα ισχυρό τουρκικό εθνικιστικό κίνημα. Η Μικρασιατική Καταστροφή σήμανε τόσο τον θάνατο της Μεγάλης Ιδέας για την Ελλάδα όσο και τη γέννηση της σύγχρονης Τουρκίας πάνω στις στάχτες της Αυτοκρατορίας. Και για τις δύο χώρες, υπήρξε καθοριστική για τη διαμόρφωση του εθνικού κράτους, τον ορισμό των συνόρων και του εθνικού εδάφους και την, κατά το δυνατόν, εθνική ομογενοποίηση του πληθυσμού.
Η πρωτοφανής για τα διεθνή δεδομένα απόφαση της υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών υπαγορεύθηκε από την αρχή της ομοιογένειας που πρέσβευε το δόγμα του εθνικισμού και στο όνομα της οποίας άλλωστε είχαν γίνει διωγμοί και εθνοκαθάρσεις (και όχι μόνο στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης). Είχε ήδη προηγηθεί, με τη Συνθήκη του Νεϊγύ (1919), η εθελούσια ανταλλαγή ελληνικών και βουλγαρικών πληθυσμών. Σε ό,τι αφορούσε την ελληνοτουρκική διαμάχη, φαινόταν πως η λύση της ανταλλαγής θα μπορούσε να εξασφαλίσει την ειρήνη στην περιοχή και την ασφάλεια στους πληθυσμούς. Σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα, ανταλλάχθηκαν περίπου 1.220.000 χριστιανοί και 525.000 μουσουλμάνοι πρόσφυγες. Παρ' όλα ταύτα, οι εξαιρέσεις της Συνθήκης δημιούργησαν μειονότητες μέσα στα αντίστοιχα εθνικά κράτη, των οποίων η τύχη παρακολουθούσε (και παρακολουθεί) τη διακύμανση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η ριζική λύση της Ανταλλαγής λοιπόν, παρ' όλο που προκρίθηκε με στόχο να επιλύσει ένα μακροχρόνιο ζήτημα και να προλάβει νέες εθνικές συγκρούσεις, δημιούργησε ταυτόχρονα δύο νέα ζητήματα: το μειονοτικό και το προσφυγικό. Η επαχθέστερη κληρονομιά της Συνθήκης της Λωζάννης υπήρξε πράγματι η ανάγκη εγκατάστασης και ενσωμάτωσης των ανταλλαχθέντων προσφύγων στο ελληνικό κράτος. Επρόκειτο για μια τεράστια επιχείρηση, για την οποία ιδρύθηκαν ειδικοί θεσμοί και ζητήθηκε διεθνής στήριξη. Η άφιξη των προσφύγων αναδιαμόρφωσε τις κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις στην Ελλάδα, ενώ η εγκατάστασή τους προσέκρουσε συχνά στην εχθρότητα των ντόπιων πληθυσμών. Παρ' όλο που η Ανταλλαγή έγινε με στόχο την εθνική ομοιογένεια, ούτε οι πρόσφυγες αποτελούσαν ομοιογενή ομάδα ούτε οι Ελλαδίτες τούς υποδέχθηκαν ως ομοεθνείς. Η εγκατάστασή τους κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα βάθυνε τον διχασμό ανάμεσα στην Παλαιά και στη Νέα Ελλάδα, ενώ η αφομοίωσή τους υπήρξε δύσκολη και μακροχρόνια. Ωστόσο, το έργο της αποκατάστασης εκτιμήθηκε ως «επίτευγμα» του ελληνικού κράτους, μέσα στις δύσκολες συνθήκες του Μεσοπολέμου.
Η Συνθήκη της Λωζάννης μπορεί να θεωρηθεί η συνθήκη με την οποία οριστικοποιήθηκαν τα σύνορα του ελληνικού έθνους-κράτους ύστερα από έναν αιώνα αλυτρωτικής πολιτικής. Με την εξαίρεση της προσάρτησης των Δωδεκανήσων, τα σύνορα του 1923 έμειναν ίδια έως σήμερα. Η οριστικοποίηση όμως των συνόρων, που στην πραγματικότητα σήμαινε τον διπλασιασμό του εθνικού εδάφους, δεν βιώθηκε ως επιτυχία αλλά ως καταστροφή - όπως και ήταν. Η Ελλάδα, λόγω της μικρασιατικής εκστρατείας, είχε υποστεί τεράστιες απώλειες σε όλα τα επίπεδα, για να καταλήξει, με εξαίρεση τη Δυτική Θράκη, στα ίδια σύνορα που είχε επιτύχει με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
*Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πηγή: http://www.tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.