Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΕΙ ΠΑΙΔΕΣ!

 Του Χρήστου Χωμενίδη

Είμαι ο τελευταίος που θα λοιδωρούσε τη "francophonie” του Μιχάλη Δημητρακόπουλου.
Κατά την παιδική και εφηβική μου ηλικία αποπειράθηκα επανειλημμένα να μάθω γαλλικά –με έγραψαν οι καλοί γονείς μου στο Ινστιτούτο της οδού Μασσαλίας, έως και ιδιαίτερα μαθήματα στο σπίτι πλήρωσαν από το υστέρημά τους. Τζίφος, φίλοι μου! Η γραμματική, το συντακτικό, η δομή γενικά της γλώσσας μού φαινόταν περίπλοκη, στριφνή. Όταν δε μπαίναμε σε ζητήματα προφοράς και μου έδειχναν οι καθηγητές πώς να σουφρώνω τα χείλη μου, πώς να σέρνω τη γλώσσα μου στον ουρανίσκο για να αρθρώνω τα "u”και τα "sh”, η δυσφορία ξεπερνούσε και την πλήξη μου ακόμα. Με τα πολλά δήλωσα ανεπίδεκτος - αρνήθηκα να συνεχίσω. 
Μετάνοιωσα οικτρά όταν μαγεύτηκα από την κλασική γαλλική λογοτεχνία, τον Μπαλζάκ, τον Φλομπέρ, τον Μωπασάν. Γιατί να μην μπορώ να τους διαβάζω στο πρωτότυπο; 
Ήθελα να βαρέσω το κεφάλι μου στον τοίχο όταν κάποια δικά μου μυθιστορήματα μεταφράστηκαν, κυκλοφόρησαν στη Γαλλία. Οργάνωνε ο εκεί εκδότης μου παρουσιάσεις, μού σύστηνε γαλλόφωνους ομότεχνους. Κι εγώ το μόνο που ήξερα να λέω ήταν κάτι γελοίες φρασούλες – "L’ addition s’ il vous plait!”, "Une carafe d’ eau” σιλ βου πλε επίσης... Το 1997 στο Παρίσι, ο Βασίλης Βασιλικός μού έκανε ένα σπάνιο δώρο: με σύστησε στον Μίλαν Κούντερα. Φαντάζεστε τη φούρκα μου να κάθομαι στο ίδιο τραπέζι με τον συγγραφέα του "Αστείου" και της "Αβάσταχτης Ελαφρότητας..." και να αδυνατώ να επικοινωνήσω μαζί του... "Και γιατί δεν ξεκίνησες τότε, στα τριανταένα σου, εντατικά γαλλικά;" θα ρωτήσετε με το δίκιο σας. "Διότι" θα ψευτοδικαιολογηθώ "δεν είχα έφεση." 
Ψευτοδικαιολογία; Όχι απολύτως. Η εκμάθηση ξένων γλωσσών προϋποθέτει ένα ταλέντο που άλλοι το διαθέτουν και άλλοι όχι. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ύστερα από ένδεκα ολόκληρα χρόνια αυτοεξορίας στο Παρίσι, κατακρεουργούσε τη γλώσσα τού Μολιέρου από άποψη, αν μη τι άλλο, προφοράς. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αντιθέτως μιλούσε τα αγγλικά ωραιότερα από τους Αμερικάνους συναδέλφους του. Για να μην θυμηθούμε τον εισηγητή του κοινωνικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη, ο οποίος κατείχε ακόμα και τα σανσκριτικά, τα κλασσικά ινδικά, από τα οποία και μετέφραζε ποίηση. 
Ας μην γελάμε συνεπώς εις βάρος του επιφανούς ποινικολόγου, ο οποίος γλώσσεψε την μπέρδα του και είπε το "Corrompue” Κορωπί. Εκτός και αν δεν γελάμε για αυτό... 
Δεν πάνε πολλά χρόνια από την ημέρα που ο Αλέξης Τσίπρας, πρωθυπουργός τότε εν ενεργεία, συζήτησε τετ α τετ με τον Μπιλ Κλίντον επί αρκετή ώρα ενώπιον διεθνούς κοινού. Επρόκειτο για μια πρώτης τάξης ευκαιρία να αναδείξει τα εθνικώς κρίσιμα ζητήματα, να αναπτύξει τις ελληνικές θέσεις, να καταγραφεί και ο ίδιος -γιατί όχι;- ως ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς. Την έκαψε. Πώς; Αρνούμενος να χρησιμοποιήσει διερμηνέα. 
Να επισημάνω εδώ ότι οι διερμηνείς στις υψηλού επιπέδου συναντήσεις δεν λειτουργούν απλώς σαν βακτηρίες για όσους δεν γνωρίζουν ξένες γλώσσες. Είναι πολλαπλώς ωφέλιμοι. Προσφέρουν παρεμβαλλόμενοι ανάμεσα στους συνομιλητές τον μικρό πλην πολύτιμο χρόνο που έχει ο καθένας ανάγκη για να σκεφθεί την απάντησή του. Και να μην τον χρειάζεσαι δηλαδή τον διερμηνέα ως μεταγλωττιστή, τον αξιοποιείς σαν μαξιλαράκι. Σαν τάιμ άουτ. 
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν τον καταδέχτηκε. Είχε γαρ την ψευδαίσθηση ότι κατείχε τα αγγλικά. Και επιθυμούσε το κοινό να τον θαυμάσει. Και για εκείνο το -κατά φαντασίαν- προσόν του. 
Εάν με ρωτούσαν ποιο είναι το εθνικό μας κόμπλεξ, θα απαντούσα απερίφραστα: Η ανωτεροκατωτερότης. Όσο εύκολα, με την πρώτη κατραπακιά, καταβαραθρώνεται η αυτοπεποίθησή μας, νοιώθουμε εντελώς άχρηστοι (το παρατηρούμε αυτό στις αθλητικές αναμετρήσεις, όπου έτσι και πάρει κεφάλι η αντίπαλη ομάδα, οι δικοί μας καταρρέουν κατά κανόνα ψυχολογικά), τόσο κι ακόμα ευκολότερα ψηλώνει ο νους μας. Αρκεί μια εντυπωσιακή επίδοση σε έναν τομέα για να αισθανθούμε ότι κλείνουμε τον κόσμο ολόκληρο στη χούφτα μας. Ιδίως οι Έλληνες άντρες. 
Πόσο δυσκολευόμαστε να δεχθούμε ότι μπορεί ένας άνθρωπος να διαθέτει καλλιτεχνικό ή αθλητικό χάρισμα μα εάν μεταπηδήσει στην πολιτική να αποδειχθεί εντελώς άχρηστος, μέχρι και καταστροφικός. Να γράφει υπέροχα ερωτικά ποιήματα, στο πεδίο όμως -στο κρεββάτι δηλαδή, ως εραστής- να είναι κάτω του μετρίου. Να αλωνίζει στα εγχώρια δικαστήρια, να εκστασιάζει το κοινό στις τηλεδίκες, άμα όμως αλλάξει πίστα, αποφασίσει να ξετυλίξει τα δικανικά προσόντα του αλλαχού, να χάσει τα αβγά και τα πασχάλια. 
Αυτό συνέβη στον κύριο Δημητρακόπουλο. Ασφυκτιούσε, αισθανόταν "τάνκερ στη λίμνη των Ιωαννίνων" - για να επικαλεστώ μια φράση του Μίκη Θεοδωράκη. Στη βόρεια ωστόσο θάλασσα, που βρέχει το Βέλγιο, φάνηκε ξυλάρμενο βαρκάκι. Όχι κυρίως από έλλειψη ικανοτήτων. Μα από υπερβολική, αυτοκαταστροφική οίηση. 
Ελπίζω να μην το πήρε βαριά ο επιφανής ποινικολόγος. Στους διαδικτυακούς καιρούς μας, ο καθένας που καλλιεργεί τη δημόσια φήμη του, θα γίνει νομοτελειακά άπαξ τουλάχιστον ρεζίλι. Κι έπειτα, πριν καν στεγνώσει το σάλιο, τα πλήθη θα περιγελούν το επόμενο κάζο. 
Έγινε άραγε το πάθημα του κυρίου Δημητρακόπουλου μάθημα για κανέναν από εμάς; Μπα… Το έχουμε -πιστεύω- στο αίμα μας να ψηλώνει ο νους μας. Με την παραμικρή αφορμή. 
Δεν βαριέστε. "Έλληνες Αεί Παίδες" είχε πει -παραδίδει ο Πλάτων- ένας Αιγύπτιος ιερέας στον Σόλωνα. Και με τη θετική έννοια, της παιδικότητας. Και με την αρνητική, τού παιδισμού. "Γέρων δε Έλλην ουκ έστιν."
Καλή χρονιά, παίδες!

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

Πηγή: https://www.capital.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.