Του Νίκου Τσούλια //
Μορφή αρχετυπική, μήτρα κοινωνική και πολιτισμική, εικόνα – σύμβολο, φωλιά συναισθηματική, εστία ψυχική, από τις βροχές και απ’ τα λιοπύρια καταφύγιο, από την όποια εχθρότητα άσυλο απαραβίαστο, του οικείου αίσθηση, της οικογένειας εκκολαπτήριο, των πρώτων μας παραστάσεων αποκούμπι, του παιδικού βλαστού μας στήριγμα, της νοσταλγίας μας μόνιμο σχήμα, της αγάπης μας είδωλο.
Πατρικό σπίτι – οι καιροί μας έτσι το έχουν εκφράσει. Δεν έχει σημασία ο επιθετικός προσδιορισμός… Μιλώ για το σπίτι και όχι για το διαμέρισμα. Δεν ξέρω πως λειτουργεί το διαμέρισμα στου ανθρώπου την εξέλιξη. Μιλώ για το σπίτι, που έχει αυτόνομη μορφή, που είναι μόνο του, που έχει ξεχωριστή εικόνα, την απόλυτα δική του αρχιτεκτονική.
Μιλώ για τη χαμοκέλα, για το σπίτι των αγροτικών περιοχών στις εποχές της φτώχειας – τότε που η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων μπαινόβγαινε στις μικρές πλινθόκτιστες κατοικίες τους. Η μπροστινή της όψη ήταν το πρόσωπό της, το περίγραμμά της – οι χωρικές οριοθετήσεις της στο χώμα και στον ουρανό, στο περιβάλλον της και στη φαντασίωσή μας, ήταν η προσωπικότητά της.
Δεν ξέρω αν τα διαμερίσματα των πολυκατοικιών δημιουργούν όλο αυτό τον κόσμο, που κουβαλάει σε όλη του τη ζωή ο κάτοικος της χαμοκέλας. Δεν το πιστεύω ότι τούτο μπορεί να συμβεί. Και μόνο που λείπει η στέγη με τα κεραμίδια της αποκλείεται να υπάρχει κάτι που να παραπέμπει σε ό,τι αναφέρομαι. Για τους κατοίκους των διαμερισμάτων και των πολυκατοικιών, όλα αυτά θα είναι ένα απλό κείμενο…
Μόνο όσοι και όσες έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στη χαμοκέλα θα νιώθουν αυτό το τόσο μοναδικό της ψυχής το σκίρτημα. Και πιο πολύ για αυτούς – για εμάς – που είχαμε το σπιτικό μας έξω από το χωριό. Μόνο τότε η μορφή του ήταν άρτιαˑ αυτό και η φύση, η μεγάλη του αυλή με ένα – δύο ξεχωριστά δέντρα, ο κήπος του, τα λουλούδια στις γλάστρες από τους τενεκέδες του λαδιού, η αράδα με τα ξύλα για το τζάκι, οι αποθήκες κάπου δίπλα του, το κοτέτσι κάπου πιο πέρα, το μονοπάτι των ατέλειωτων βημάτων μας που έβγαινε στη δημοσιά.
Ναι η χαμοκέλα είχε ολοκληρωμένη μορφή. Δεν ήταν τμήμα ενός κτίσματος. Ήταν όλη δική μας. Εμείς μόνο την κοιτάζαμε με γλυκό βλέμμα. Μας ανήκε και της ανήκαμε. Μακριά στο βάθος του χρόνου η καταγωγή της – από την αρχαιότητα!! Λάσπη στερεοποιημένη με λιάσιμο και άχυρο, πατημένη με γυμνά πόδια, φτιαγμένη σε αυτοσχέδια ξύλινα καλούπια, χωρίς μηχανικούς και ειδικούς, με μαστόρους του χωριού. Πώς βάστηξε αυτή η φοβερή επινόηση και κατασκευή στων τόσων και τόσων καιρών τα γυρίσματα;
Μα έχει πίκρα, πολλή πίκρα η χαμοκέλα. Το σπίτι μας δεν υπάρχει πια. Φύγαμε από τη φτώχεια – και η χαμοκέλα κουβαλούσε φτώχεια. Δύσκολα να βρει κάποιος το πατρικό σπίτι του, σπιτάκι του. Η Ελλάδα άλλαξε εικόνα. Τώρα ζούμε σε πόλεις.
Τώρα κυνηγάμε τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες για να βρούμε κομμάτια της. Ποτέ δεν σκεφτήκαμε να της βγάλουμε μια φωτογραφία – πορτρέτο. Αλλά και να το σκεφτόμασταν, λεφτά για …περιττές φωτογραφίες δεν υπήρχαν. Που να το πεις και στους γονείς – αν σου πέρναγε από το μυαλό – μέσα στις τόσες έγνοιες και στεναχώριες τους θα τους φαινόταν αστείο…
Και έτσι, τόσο που λαχταράμε να δούμε ζωντανή χαμοκέλα, γινόμαστε κυνηγοί της. Σαν πηγαίνουμε σε αγροτικά μέρη μακρινά από τις πόλεις, όλο και κάποιο εξοχικό θα μας τη θυμίζει. Και κάτι λίγο θέλουμε, μια γωνιά και μόνο φτάνει. Έχουμε τόσο περίσσευμα νοσταλγίας, που φτάνει και περισσεύει… Αλλά και η γλώσσα μας μόνη της στέλνει τις λέξεις της και τους πόθους της: «Σπίτι μου, σπιτάκι μου και σπιτοκαλυβάκι μου».
Πηγή: https://www.fractalart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.