Είναι ευρέως αποδεκτό, ότι η σωματική άσκηση προσφέρει οφέλη στις γνωστικές λειτουργίες του ανθρώπου (Pascoe et al., 2020) και χρησιμοποιείται πλέον ως μέτρο πρόληψης της υποτροπής σε εθιστικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα τις τελευταίες δεκαετίες να αυξάνεται το επιστημονικό ενδιαφέρον για τον ρόλο της άσκησης στη θεραπεία των ατόμων που έχουν εθιστεί σε ψυχοδραστικές ουσίες (π.χ., κοκαΐνη, μαριχουάνα, αλκοόλ, ηρωίνη, εισπνεόμενα, LSD, και έκσταση) (Abrandes & Blevins, 2019; Brandon et al., 2007). Από τη μία πλευρά, η σωματική άσκηση έχει αναδειχθεί ως ο πιο αποτελεσματικός και επιτυχημένος τρόπος για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής επιφέροντας οφέλη στη συμπεριφορά του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών αυξήσεων στη μνήμη, την προσοχή, την ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών και τις εκτελεστικές λειτουργίες του εγκεφάλου. Η σωματική άσκηση προκαλεί δομικές και λειτουργικές αλλαγές στον εγκέφαλο (ιδιότητα γνωστή ως νευροπλαστικότητα ή πλαστικότητα του εγκεφάλου) δημιουργώντας τις απαραίτητες προϋποθέσεις για τεράστια βιολογικά και ψυχολογικά οφέλη σε υγιείς και κλινικούς πληθυσμούς. Από την άλλη πλευρά, η χρόνια χρήση ψυχοδραστικών ουσιών οδηγεί σε νευρογνωστικές συνέπειες, όπως ελλείμματα εκτελεστικής λειτουργίας, αδυναμίες συγκέντρωσης της προσοχής, και δυσκολίες μάθησης και μνήμης (Aharonovich et al., 2003). Ένας εντυπωσιακά αυξανόμενος όγκος βιβλιογραφίας έχει δείξει ότι η τακτική σωματική άσκηση βελτιώνει τη γνωστική λειτουργία, ιδιαίτερα τις εκτελεστικές βλάβες, τόσο οξείες όσο και μακροπρόθεσμες (Mandolesi et al., 2018). Μέσω της βελτίωσης της γνωστικής λειτουργίας, η άσκηση μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη διευκόλυνση της μάθησης που βασίζεται σε νέες δεξιότητες για να βοηθήσει στην πρόληψη της υποτροπής ή ακόμα και στην αποτροπή σκέψεων και ενεργειών που οδηγούν σε συμπεριφορές αναζήτησης ψυχοδραστικών ουσιών (Abrandes & Blevins, 2019).
Ο εθισμός σε ψυχοδραστικές ουσίες χαρακτηρίζεται ως διαταραχή χρήσης ουσιών (substance use disorder [SUD]) και έχει προσδιοριστεί ως ένα από τα σοβαρότατα προβλήματα δημόσιας υγείας του σύγχρονου κόσμου. Η SUD έχει άμεση σχέση με την απορρύθμιση της ευαισθησίας του νευρωνικού δικτύου ανταμοιβής του εγκεφάλου (κοιλιακή καλυπτρική περιοχή, επικλινής πυρήνας, προμετωπιαίος φλοιός) και τη μη-ομαλή απελευθέρωση της ντοπαμίνης. Μελέτες (π.χ., Costa et al., 2019; Goldstein & Volkow, 2011) έδειξαν ότι τα άτομα με SUD παρουσιάζουν μειωμένη δραστηριότητα του προμετωπιαίου φλοιού του εγκεφάλου η οποία μπορεί να οφείλεται στη μείωση του αριθμού των υποδοχέων της ντοπαμίνης και στο μη φυσιολογικό ρυθμό ενεργοποίησης των ντοπαμινεργικών νευρώνων (Volkow et al., 2009). Αυτές οι αλλαγές στο νευρωνικό δίκτυο ανταμοιβής του εγκεφάλου μπορεί να ευνοούν συγκεκριμένες συμπεριφορές αναζήτησης για την εύρεση, την πρόσληψη και τη μη ελεγχόμενη κατανάλωση εθιστικών ψυχοδραστικών ουσιών. Κατά παρόμοιο τρόπο, η ατελής ανάπτυξη του προμετωπιαίου φλοιού σε συνδυασμό με τη μειωμένη ικανότητα ελέγχου των παρορμητικών αποφάσεων έχει προταθεί ως εξήγηση για την ιδιαίτερη ευαισθησία των εφήβων και νεανίδων στην κατάχρηση ναρκωτικών υπογραμμίζοντας τη σημασία της πρόληψης της χρήσης εθιστικών ψυχοδραστικών ουσιών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ανάπτυξης του εγκεφάλου (Winters & Arria, 2011).
Αποτελεί κοινή παραδοχή ότι το μεγαλύτερο μέρος των σύγχρονων προγραμμάτων απεξάρτησης απαιτεί αποτελεσματικές και καινοτόμες θεραπείες οι οποίες στοχεύουν στην αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας του εγκεφάλου και κυρίως των περιοχών που έχουν επηρεαστεί από τη χρήση των ψυχοδραστικών ουσιών. Οι θεραπείες εφαρμόζουν πλέον διεπιστημονικές προσεγγίσεις που συνδυάζουν τη χρήση φαρμάκων, κοινωνικής φροντίδας, σωματικής άσκησης, και γνωστικής (γνωσιακής) συμπεριφορικής θεραπείας. Δεν είναι λίγα τα ερευνητικά ευρήματα που έδειξαν ότι η σωματική άσκηση μπορεί να είναι μια χρήσιμη μη φαρμακευτική θεραπεία καθώς μοιράζεται το ίδιο νευρωνικό δίκτυο που εμπλέκεται στα αρχικά και στα τελευταία στάδια της διαδικασίας του εθισμού (Smith & Lynch, 2012).
Τα οφέλη της σωματικής άσκησης στη γνωστική λειτουργία και τη δομή του εγκεφάλου στους ανθρώπους είναι πολύ καλά τεκμηριωμένα στη επιστημονική βιβλιογραφία (Baek 2016). Κάθε είδος φυσικής δραστηριότητας, και κυρίως, η αερόβια άσκηση συνδέεται με βελτιώσεις στις εκτελεστικές λειτουργίες και στην αύξηση του όγκου και της δραστηριότητας της φαιάς ουσίας σε περιοχές του προμετωπιαίου φλοιού του εγκεφάλου (Erickson & Kramer, 2009). Είναι πλέον κατανοητό ότι οι συνειδητοποιημένες επιλογές για ενασχόληση με τη σωματική άσκηση μπορούν να αποτελέσουν παρακινητικούς παράγοντες, κυρίως των νέων ανθρώπων, να ακολουθούν ένα διαφορετικό τρόπο αναζήτησης της ευχαρίστησης, με την ενεργοποίηση του νευρωνικού δικτύου ανταμοιβής του εγκεφάλου μέσω της άσκησης και όχι μέσω της χρήσης των εθιστικών ψυχοδραστικών ουσιών οι οποίες τις περισσότερες φορές δημιουργούν σοβαρά προβλήματα υγείας που μπορούν να οδηγήσουν και στον θάνατο. Η ενασχόληση του ανθρώπου με τη φυσική δραστηριότητα έχει μόνο οφέλη ενώ η χρήση εθιστικών ψυχοδραστικών ουσιών μόνο ζημίες.
Τμήμα Οργάνωσης και Διαχείρισης Αθλητισμού
Σχολή Επιστημών Ανθρώπινης Κίνησης και Ποιότητας Ζωής
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Βιβλιογραφία
Abrantes, A. M., & Blevins, C. E. (2019). Exercise in the context of substance use treatment: key issues and future directions. Current Opinion in Psychology, 30, 103-108.
Aharonovich, E., Nunes, E., & Hasin, D. (2003). Cognitive impairment, retention and abstinence among cocaine abusers in cognitive-behavioral treatment. Drug and Alcohol Dependence, 71(2), 207-211.
Baek, S. S. (2016). Role of exercise on the brain. Journal of Exercise Rehabilitation, 12(5), 380.
Brandon, T. H., Vidrine, J. I., & Litvin, E. B. (2007). Relapse and relapse prevention. Annual Review of Clinical Psychology, 3, 257-284.
Πηγή: https://pada.org.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.