- Του Τρύφωνα Ούρδα*
Το εκκλησάκι του Αγίου Χαράλαμπου, κάπου εκεί σε μια διασταύρωση έξω απ’ το χωριό, το επισκέπτονταν πολύ ταχτικά οι χωριανοί μας. Θέλεις από μεγάλη θρησκευτική ευλάβεια, θέλεις από έθιμο, θέλεις γιατί στο σπίτι τους είχαν αρρώστια, δεν υπήρχε περίπτωση να μην περάσουν τουλάχιστον μια ή και δύο φορές την εβδομάδα απ’ τη Χάρη του.
Αλλά κι έτσι. Μονάχα για ν’ ανάψουν ένα κεράκι στην Αγιοσύνη του κι ύστερα, αν τύχαινε, όλο και κάποιον άλλον κρυφό καημό τους να του πούνε, ψιθυριστά ή φωναχτά και να τον παρακαλέσουν να τους βοηθήσει. Ιδιαίτερα οι επισκέψεις σ’ αυτό γίνονταν συχνότερες βαθιά μέσα στον χειμώνα και κοντά στη Γιορτή του, όταν το χιόνι έφτανε μέχρι τα γόνατα κι ο αέρας, κρύος και δυνατός, φυσούσε τόσο λυσσασμένα που ξερίζωνε ακόμα και τα δέντρα. Ποιος, όμως, τα λογάριαζε; Η αγάπη τους γι’ αυτό περίσσευε και νικούσε κάθε εμπόδιο που έφερναν τα στοιχεία της φύσης.
Άσπρο, κάτασπρο σαν το γάλα το εκκλησάκι κάτω απ’ τα πολύχρονα, κούφια και μεγάλα πλατάνια, στεκόταν εκεί στην άκρη του δρόμου, ποιος ξέρει πόσα χρόνια, κι εκτός από ταπεινό προσκυνητάρι έδειχνε σιωπηλά και τον δρόμο σ’ όποιον ξένο περαστικό δεν τον ήξερε κι ήθελε να πάει σ’ ένα απ’ τα δυο χωριά που ήταν πάνω απ’ το δικό μας. Την Αγάθη ή το Γαρέφι.
Ακόμα, φιλόξενο και στοργικό, δεν παρέλειπε ποτέ του να προσφέρει στον κουρασμένο διαβάτη και μια πέτρα για να ξαποστάσει αλλά και να πάρει να πιει λίγο νερό με τις χούφτες του από μια πηγή που ήταν ακριβώς από πίσω του, χωμένη ίσως για μεγαλύτερη δροσιά τα καλοκαίρια, μέσα σε καταπράσινες πατλιές, βάτα κι αγκαθωτές βατσινιές.
Κι όλα αυτά με μόνο αντάλλαγμα ο κάθε άνθρωπος που περνούσε απ’ εκεί και πλάστηκε να είναι πάντοτε ένας αδιάκοπος υπηρέτης των πολλών απολαβών της ευσπλαχνίας του Θεού να κάνει την προσευχή του και ν’ ανάψει με τη φωτιά που είχε απάνω του και με τον «πόνο» της ψυχής του, το ένα και μοναδικό καντηλάκι του, αν θα το έβρισκε σβησμένο…
Μια, λοιπόν, απ’ εκείνες τις παγωμένες νύχτες, λίγες μέρες προτού το χωριό να γιορτάσει τ’ όνομα του Αγίου, σ’ ένα από τα σπίτια του χωριού, κάτω στον τούρκικο μαχαλά, μια οικογένεια όλα τα βράδια εδώ και καιρό δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια της και να κοιμηθεί. Το μονάκριβο παιδί της, αυτό που πάντοτε έλεγε ο πατέρας του ότι το έδωσε σ’ αυτόν «χρυσό» δώρο ο Αλλάχ, μάλιστα σε μεγάλη ηλικία, για να το έχει στη ζωή και να το καμαρώνει με τη γυναίκα του, δεν ήταν καλά.
Αρκετές μέρες τώρα το έτρωγε ο πυρετός και τ’ άμοιρο απ’ το μεγάλο του το ζόρι παραμιλούσε στον ύπνο ακόμα και στον ξύπνιο του. Μαζί μ’ αυτά κι όλο του το κορμάκι γέμισε και με κόκκινα σπυράκια, που όταν έσπαζαν λέρωναν μ’ αίματα τ’ άσπρο σεντόνι και την κουβέρτα που το σκέπαζαν. Το καημένο το παιδί, τα βράδια κι όλες τις ώρες που κοιμόταν, βογκούσε σαν να ήταν τραυματισμένο αγρίμι και τις ώρες που ήταν ξύπνιο, μετά απ’ τον βαθύ τον λήθαργο που έπεφτε, έκλαιγε ασταμάτητα και ζητούσε βοήθεια για λίγη γιατρειά απ’ τους γονείς του.
Βέβαια, κι αυτοί δεν το άφησαν έτσι. Βαθιά πληγωμένοι απ’ την ξαφνική αρρώστια του παιδιού τους, απ’ τις πρώτες κιόλας μέρες, τρέξανε και το πήγανε σ’ έναν δικό τους γιατρό στην Αρδέα για να το δει και να το εξετάσει. Κι εκείνος ένα πρωί, αφού το είδε και το ξαναείδε κι αφού έβγαλε κι έβαλε αμήχανα το φέσι πολλές φορές στο κεφάλι του και κοίταξε άλλες τόσες φορές έξω απ’ το παράθυρο στην αυλή του γιατρείου του, τελευταία, πέφτοντας σε έντονη περισυλλογή, τους είπε να μην φοβούνται:
«Είναι θέλημα του Αλλάχ να υποφέρει το παιδί σας», τους είπε μ’ έναν μακρύ αναστεναγμό. «Μαζί να υποφέρετε κι εσείς. Αλλά να ξέρετε, ο ίδιος ο Θεός όταν έρθει η ώρα θα το γιατρέψει...»
Έτσι, στο τέλος, πριν φύγουνε απ’ το κονάκι του, ο «ντόκτορ» όπως τον λέγανε, εκτός από κουράγιο και συμβουλές, τους έδωσε και μερικά μαντζούνια για να τα τρώει το παιδί. Από πίσω, κατά την έξοδο τους, κόλλησε και μερικές αλοιφές, όλες φτιαγμένες με βουνίσια βότανα για να τις αλείβουνε στα σπυράκια του και χωρίς να τους πει ποια ήταν η αρρώστια, τους έστειλε στο σπίτι τους με την ευχή του.
Το παιδί, όμως, δεν είχε βελτίωση. Αντίθετα μάλιστα. Μέρα με τη μέρα χειροτέρευε όλο και περισσότερο! Τρομοκρατημένοι οι γονείς πήραν την απόφαση να το πάνε και στον ιμάμη της περιοχής. Σκέφτηκαν πως αν και αυτός διάβαζε καμιά απ’ αυτές τις ευχές για τις ασθένειες, ίσως ο Αλλάχ ν’ άκουγε τις προσευχές τους και το παιδί τους να καλυτέρευε.
Έτσι κι έγινε. Ένα πρωί με το παιδί φορτωμένο πάνω στο σαμάρι του γαϊδάρου τους κι οι ίδιοι να πηγαίνουν με τα πόδια, τράβηξαν πάλι για την Αρδέα. Πήγαν κατευθείαν στο τζαμί της πόλης. Έφτασαν την ώρα που ο μουεζίνης τέλειωνε απ’ τον μιναρέ το κάλεσμά του προς τους πιστούς για την προσευχή. ‘Έκπληκτος αυτός με βραχνή τη φωνή απ’ την ένταση του καλέσματος και τ’ αφόρητο κρύο εκεί στα ψηλά, όταν είδε την οικογένεια, ρώτησε αμέσως για την επίσκεψη. Σαν άκουσε πως γύρευαν τον ιμάμη, τους οδήγησε στο σπίτι του που δεν ήταν μακριά απ’ το τζαμί.
Ο ιμάμης, πάντοτε ευγενικός και καλόκαρδος, όπως άλλωστε θα έπρεπε να είναι σαν ένας καθοδηγητής της πίστης, δέχτηκε τους ξένους στο σπίτι του με μεγάλη ευχαρίστηση και μ’ ένα ατέλειωτο χαμόγελο στα χείλη. Άνοιξε την πόρτα του και τους έβαλε να καθίσουν κοντά στη σόμπα, που εκείνη την ώρα μπουμπούνιζε κι ήταν κατακόκκινη απ’ τα ξύλα που έκαιγε. Τους πρόσφερε μάλιστα και τσάι για να ζεσταθούν γρηγορότερα.
Αλλ’ όμως ο ιερωμένος, μόλις είδε το παιδί έτσι όπως ήταν, στο μαύρο του το χάλι, το πρόσωπό του άλλαξε. Φάνηκε να ταράχτηκε. Αργότερα, βέβαια, για να μην τρομάξει και τους γονείς του προσπάθησε να φανεί πάλι ήρεμος και γελαστός, λέγοντας με σιγουριά, ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο άσχημα και πως όλα θα τέλειωναν καλά πολύ γρήγορα.
Στην ουσία, όμως, έκλαιγε ο άνθρωπος από μέσα του για την τύχη του παιδιού και για την τύχη των γονιών του!
Ωστόσο, απ’ το ξύλινο ράφι του φρεσκοβαμμένου τοίχου του δωματίου του, πήρε ένα πράσινο χοντρό βιβλίο, το ξεσκόνισε μ’ ένα κουρέλι και μετά, αφού στάθηκε πάνω απ’ το παιδί, που ήταν «κρεμασμένο» απ’ το λαιμό του πατέρα του μέσα στην αγκαλιά του, άνοιξε τις σελίδες κι άρχισε για πολλή ώρα να διαβάζει ψιθυριστά μερικά κομμάτια απ’ το Κοράνι.
Στο τέλος, μ’ όση δύναμη τ’ απόμεινε απ’ τη μεγάλη ταραχή που πήρε εξ αιτίας του κακού που έβλεπαν σήμερα τα μάτια του, ξεπροβόδισε τους επισκέπτες του μέχρι τον δρόμο, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές τ’ όνομα του Αλλάχ να τους δίνει, τι άλλο; Κουράγιο!
Δυστυχώς, όμως, και πάλι το παιδί πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο!
Τώρα πια δεν είχε τη δύναμη να σηκώσει ούτε το χεράκι του ούτε να πιει λίγο νερό για να δροσιστεί από τη «θερμασιά» που το έκαιγε. Ακόμα το δύσμοιρο δεν μπορούσε τώρα να βγάλει και φωνή στο κλάμα του.
Τόσο άρρωστο ήταν!
Ξημέρωσε κι η Κυριακή. Ήταν η μέρα που γιόρταζε ο Άγιος Χαράλαμπος και το παρεκκλήσι του έξω απ’ το χωριό. Μαζί με τη γιορτή ήρθε και το καινούργιο χιόνι. Έπεσε παντού κι έκλεισε τους δρόμους και τα σοκάκια που περπατούσαν οι χωριανοί. Δύσκολο το βάδισμα να πας εδώ κι εκεί μέσα στο χωριό. Με το χτύπημα, όμως, της καμπάνας το πρωί για τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία της Ανάληψης οι περισσότεροι χωριανοί ήταν παρόντες, αψηφώντας τις καιρικές συνθήκες!
Κι ο παπά-Γιώτας, αφού στο τέλος του Ιερού Μυστηρίου μετάλαβε τους πιστούς και σήμερα είπε λίγο πιο γρήγορα το «Δι’ ευχών», προέτρεψε το εκκλησίασμα να πάνε όπως είναι, όλοι μαζί και στον Άγιο Χαράλαμπο για να κάνουν κι εκεί, όπως κάθε χρόνο, δοξολογία και να πάρουν την ευλογία του μεγάλου Αγίου.
«Χωριανοί», τους φώναξε μ’ αποφασιστική φωνή. «Ο Θεός δεν μας θέλει μόνο στα εύκολα. Μας θέλει και στα δύσκολα. Έξω υπάρχει πολύ χιόνι. Όμως, εμείς θα πάμε στον Άγιο και στο φτωχό του εκεί το εκκλησάκι. Θα πάμε, ακόμα κι αν το χιόνι έρχεται μέχρι το λαιμό μας..!»
Απ’ την άλλη πλευρά, βέβαια, δεν υπήρχε περίπτωση, έστω κι ένας χωριανός που να μην ήθελε να πάει στο εκκλησάκι για να προσευχηθεί. Όλοι σήμερα ήθελαν να βρίσκονται κοντά στον μάρτυρα του Θεού. Για ν’ ανάψουν ένα μικρό κεράκι στην καλοσύνη του και να τον ευχαριστήσουν από τα βάθη της ψυχής τους, μια και πολλά, πάρα πολλά χρόνια τώρα, πρεσβεύει στον Ύψιστο και μένει το χωριό τους μακριά από κάθε λογής αρρώστιες που ταλαιπωρούν τους ανθρώπους στον κόσμο.
Χωρίς άλλες σκέψεις και δικαιολογίες, λοιπόν, μπροστά ο παπάς με τα ράσα και πίσω οι χωριανοί, όλοι τους κυριολεκτικά χωμένοι μέσα στα χιόνια, ξεκίνησαν και φέτος να παν με το καλό, απ’ την μεγάλη την εκκλησία, την Ανάληψη που ήταν, στο εκκλησάκι του Αγίου που τ’ αγαπούσαν. Καθώς πήγαιναν ο ουρανός τράβηξε για λίγο τα σύννεφα μπροστά απ’ τον ήλιο και φάνηκαν μερικές απ’ τις αχτίνες του. Η φύση αστραποβόλησε κι όλα γύρω άλλαξαν όψη και πήραν να ζεσταίνουν. Κι η πομπή συνέχιζε να βαδίζει.
Πάνω απ’ όλα το έθιμο αλλά κι εμπιστοσύνη στον Θεό και στον Άγιο Του!
Και δεν άργησαν να φτάσουν. Ήδη κάποιοι που πήγαν πρωτύτερα, καθάρισαν με τα φτυάρια τα χιόνια που έπεσαν γύρω απ’ το εκκλησάκι κι άναψαν το πενιχρό καντηλάκι του. Ακόμα, με τα παγωμένα χέρια τους γυάλισαν και την καπνισμένη απ’ τη φλόγα του καντηλιού εικόνα του Αγίου, που τον απεικόνιζε υπέργηρο και με τη μακριά γενειάδα του αλλά και με το Ευαγγέλιο στην αγκαλιά του να ευλογεί τον κόσμο. Κάτω στο χώμα επίσης έκαναν μέρος για ν’ ανάψουν οι χωριανοί τα κεριά τους κι ακριβώς μπροστά στην πρόσοψη έβαλαν κι ένα παλιό ξύλινο τραπεζάκι για ν’ ακουμπήσει σαν έρθει ο παπάς τον Σταυρό και το νερό που θ’ αγίαζε με τον ξερό βασιλικό μέσα του.
Αυτά τα λίγα κι απλά πράγματα θέλει να έχει σήμερα στη Γιορτή του ο Άγιος για να βοηθάει τους χωριανούς και να παρακαλεί τον Θεό όλοι, μικροί και μεγάλοι, να έχουν υγεία και προκοπή στα σπίτια τους!
Πραγματικά, μόλις έφτασε κι ο τελευταίος απ’ τους θεοσεβούμενους χωριανούς, κι όλο το πλήθος μαζεύτηκε γύρω απ’ τον παπά, ο καλός γέροντας άρχισε να ψάλλει το «Ευλογητός ο Θεός…» και να κάνει τον σταυρό του, θυμιατίζοντας την εικόνα του Αγίου Χαράλαμπου και τον κόσμο. Αμέσως τον ακολούθησαν κι άλλοι, κι αυτοί σταυροκοπούμενοι αλλά και υποκλινόμενοι στην εικόνα, ψελλίζοντας μάλιστα ή και νοερά από μέσα τους προσευχές κι ευχαριστίες στην Αγιοσύνη του.
Τις ευλαβικές αυτές στιγμές κι ώρες δεν ακούγεται τίποτα πιο δυνατά στον χώρο εκτός απ’ τις ψαλμωδίες που βγαίνουν απ’ τα χείλη του παπά και των ψαλτών του. Ύμνοι που όλους τους ανεβάζουν ψηλά στον ουρανό και τους κάνουν να πετάν, ανάλαφροι, έξω απ’ τις έγνοιες και τις αμαρτίες της ζωής. Μαζί μ’ αυτά γίνονται κι άλλοι άνθρωποι, αφού η ψυχή τους ημερεύει και γαληνεύει κι επιπλέον από παγωμένη μέσα σ’ αυτά τα πολλά χιόνια αλλάζει και γίνεται ζεστή με την ατέλειωτη πίστη που έχουν προς τον Θεό και την ελπίδα που τρέφουν προς Αυτόν. Αποκορύφωμα δε, όλου αυτού του δέους και της κατάνυξης προς το Θείον, είναι η στιγμή που ψάλλεται, πάντοτε κατά το βυζαντινό πρότυπο, και το απολυτίκιο του Αγίου:
«Ως στύλος ακλόνητος της Εκκλησίας Χριστού… εδείχθης Χαράλαμπε…»
Παρ’ όλα αυτά, όμως, το ανεπανάληπτο αυτό συναίσθημα της βαθιάς συγκίνησης εκείνου του πρωινού και της ψυχικής ανάτασης των πιστών χωριανών προς τον Ύψιστο ήρθε να το διακόψει απ’ τη στροφή του δρόμου μια αντρική φωνή. Έφτασε στ’ αυτιά όλων, όχι σαν μια ήρεμη και συνηθισμένη φωνή. Αλλ’ ακούστηκε σαν μια κραυγή απόγνωσης, αγωνίας και δυνατού σπαραγμού. Ξαφνιασμένοι όλοι γύρισαν προς τα εκεί τα κεφάλια τους. Και τότε είδαν να έρχονται προς το μέρος τους δύο άτομα. Βάδιζαν με πολύ δυσκολία ο ένας δίπλα στον άλλον αλλά και με μεγάλη προσοχή για να μην πέσουν πάνω το χιόνι. Ήταν ένας άνδρας και μια γυναίκα. Δε χρειάστηκε πολύ για να καταλάβουν ποιοι ήταν!
Ήταν μια γνωστή οικογένεια τούρκων απ’ το διπλανό μαχαλά στ’ άλλο μισό του χωριού, όπου έμεναν μαζί με πολλές άλλες τέτοιες οικογένειες. Καλοί άνθρωποι όλοι κι ήσυχοι. Κοιτούσαν τη δουλειά τους και δεν είχαν ποτέ προβλήματα με τους άλλους τους συγχωριανούς τους Χριστιανούς. Η διαφορά! Αυτοί πήγαιναν για να προσευχηθούν στο τζαμί τους, που ήταν στη μέση της πλατείας κάτω απ’ τα χοντρά πλατάνια κι οι χριστιανοί στην Εκκλησία τους, την Ανάληψη, στο πάνω μέρος του χωριού.
Άλλες οικογένειες «Χριστός» κι άλλες «Αλλάχ». Έτσι τραβούσε τότε στην περιοχή η ζωή την ανηφόρα της!
Καθώς όλο και πλησίαζαν προς τους συγκεντρωμένους ο άνδρας φαινόταν να κρατάει στην αγκαλιά του ένα παιδί. Το βαστούσε όρθιο μέσα σ’ αυτή και τυλιγμένο μέσα σε κουβέρτες για να μην κρυώνει. Μόνο το κεφάλι του φαινόταν να βγαίνει λίγο έξω απ’ αυτές και ν’ ακουμπάει ελαφρά στον έναν απ’ τους ώμους του. Τώρα με τη γυναίκα του περπατούν ακόμα πιο αργά, σχεδόν σέρνουν τα βήματά τους πάνω στα χιόνια, ενώ όσο φτάνουν κοντύτερα όλοι βλέπουν το πρόσωπο του άνδρα να είναι καταρρακωμένο κι απ’ τα μάτια να τρέχουν δάκρυα, που κάθε τόσο τα σκουπίζει με την παλάμη του.
Στην ίδια κατάσταση, βέβαια, κι η γυναίκα του. Κι η ίδια δεν μπορεί να μαζέψει μέσα στο μάλλινο τσεμπέρι της το κλάμα και τ’ αναφιλητά της. Ακούγονται τόσο έντονα και κάνουν όλους να ριγήσουν από συγκίνηση.
Πρώτος σαν τους είδε έτσι να έρχονται τους μίλησε ο παπά-Γιώτας. Ο σεβαστός ιερέας, μόλις είχε τελειώσει τον αγιασμό και με τη δεξιά του ράντιζε τώρα τους πιστούς στα μέτωπα καθώς περνούσαν όλοι, ο ένας μετά τον άλλον, για να φιλήσουν την εικόνα του Μεγαλομάρτυρα.
-Ε! Αλή, του φώναξε. Τι έπαθες κι ήρθες έτσι μέχρις εδώ με τη γυναίκα και το παιδί σου. Μάλιστα με τέτοιο κακό καιρό!
Χωρίς άλλο να πλησιάσει ο Αλής, κι από κάποια απόσταση, με τρεμάμενη φωνή και με περισσότερα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλα, τ’ απάντησε:
-Να με συγχωρέσει ο Θεός σας παπά μου κι όλοι σας. Αλλά το «τζιέριμ», το παιδί μου δεν είναι καλά. Έχει δυο βδομάδες άρρωστο. Ούτε τρώει ούτε και πίνει νερό. Θα το χάσω. Το πήγα παντού, σε ντοκτοράδες κι ιμάμηδες αλλ’ ακόμα δε γιατρεύτηκε. Χαΐρι δεν είδα. Ήρθα μήπως με βοηθήσεις εσύ.
Και κοιτάζοντας πέρα-μακριά τον ορίζοντα με την ομίχλη που εκείνη την ώρα σηκωνόταν απ’ τα βουνά, συμπλήρωσε:
-Έχω μεγάλο ντέρτι!
Ο δυστυχισμένος πατέρας, μόλις που πρόλαβε να πει την τελευταία του λέξη και τον έπιασαν πάλι πιο δυνατά τα κλάματα. Οι χωριανοί, που άκουγαν κι αυτοί τα πικραμένα του λόγια, ένοιωσαν για πρώτη φορά τώρα εδώ το σώμα τους να παγώνει. Κι η παγωνιά αυτή που αισθάνθηκαν ήταν δυνατότερη απ’ το χιόνι που ήταν στοιβαγμένο γύρω κι έκανε τα χνώτα τους να γίνονται κρύσταλλα μπροστά στις μύτες τους και τα στόματα.
Δεν είχε σημασία που ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν χριστιανός και που χτες τ’ απόγευμα όλοι τον είδαν να μπαίνει στο τζαμί για να προσευχηθεί. Το πιο συγκλονιστικό είναι που σήμερα τον βλέπουν ξαφνικά μπροστά τους να ζητάει τη βοήθεια απ’ έναν χριστιανό ιερωμένο.
Τα έχασε κι ο παπάς απ’ αυτά που έβλεπε κι άκουγε και δεν ήξερε τι ν’ απαντήσει. Στην αρχή μέσα στο ξάφνιασμά του σκέφτηκε να του πει ότι αυτός σαν παπάς είναι αδύνατο αυτήν την ώρα να του δώσει οποιαδήποτε βοήθεια προσευχόμενος στον Θεό. Κι αυτό γιατί του λόγου του δεν είναι βαφτισμένος χριστιανός ούτε αυτός ούτε και το παιδί του. Τί προσευχή να κάνει προς τον Θεό και Κύριο για την αρρώστια του!
Απ’ την άλλη, όμως, πώς θα έπρεπε να φερθεί; Να διώξει από μέσα του τον «Ελεήμονα Θεό», Αυτόν που τόσα χρόνια διακονεί στο χωριό και με μια λέξη, σκληρός σαν την πέτρα, να πει «φύγε» στον άπιστο; Τότε, ποιο θα ήταν το νόημα της Σταύρωσης και της Ανάστασης του Χριστού! Η Θυσία Του για όλους εμάς τους αμαρτωλούς!
Μεγάλος πόλεμος άναψε εκείνη την ώρα μέσα στην ψυχή του παπά για το ποια απόφαση θα έπρεπε να πάρει. Τόσο μεγάλος ήταν ο προβληματισμός του που έμεινε για λίγο αμίλητος και πολύ σκεφτικός. Έτσι, βουτηγμένος στη δίνη των συλλογισμών του για λίγο φως, κοίταζε μονάχα τους άλλους χωριανούς του στα μάτια, μήπως και τον βγάλουν απ’ τ’ αδιέξοδο.
Μάταια όμως! Κανένας δε φαινόταν να μπορεί να του δώσει λύση κι όλοι περίμεναν να δουν τι θα κάνει ο ίδιος. Ωστόσο, είναι αλήθεια, ότι στα πρόσωπα μερικών έβλεπε τη δυσφορία που είχαν για την παρουσία του αλλόθρησκου εκεί. Ήταν σαν να του έλεγαν:
«Τι θέλεις και τον ακούς; Πες του να φύγει και να πάει απ’ εκεί που ήρθε. Αυτός δεν πιστεύει στον Θεό μας και θα μολύνει το εκκλησάκι του..!»
Πολύ στενοχωρημένος ο παπά-Γιώτας επειδή δεν έβρισκε λύση έσκυψε μέσα στη μικρή πορτούλα που είχε το παρεκκλήσι κι έβγαλε πάλι από μέσα του την εικόνα του Αγίου Χαράλαμπου. Ζεστή απ’ τη φλόγα του καντηλιού, που ποτέ δεν έπαψε να καίει για τη μεγαλοσύνη του, την έφερε μπροστά στα μάτια του. Έκανε το σταυρό του και την ασπάστηκε πρώτη φορά με τόσο δέος. Ύστερα, την έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του κι άρχισε να ψάλλει χαμηλόφωνα για άλλη μια φορά το απολυτίκιο του Αγίου. Κι όσο έφτανε στο τέλος, τόσο έσφιγγε την εικόνα στο στήθος του.
Όταν το τέλειωσε η διάθεσή του άλλαξε και το πρόσωπό του πήρε να ηρεμεί. Απέκτησε χαρούμενη μορφή κι ο ίδιος, στον αγαθό εσωτερικό του κόσμο της πίστης και της αφοσίωσης προς τον Θεό, ελευθερώθηκε από κάθε φόβο, βασανιστικό ενδοιασμό και προβληματισμό.
Ο Άγιος είχε πλέον μιλήσει μέσα στην καρδιά του! Του είπε πολύ καθαρά, ότι θέλημα του Θεού είναι να μην διώξει τον άνθρωπο που ήρθε και του ζητάει βοήθεια. Αλλά να φανεί απέναντί του μεγαλόψυχος, να τον αγκαλιάσει και ν’ απαλύνει τον μεγάλο κι ασταμάτητο πόνο του. Μπροστά σ’ Αυτόν τον Φιλεύσπλαχνο Θεό, του είπε, όλες οι ψυχές των ανθρώπων είναι ίδιες κι όλες θα κριθούν μια μέρα ανάλογα με τις πράξεις τους. Μέχρι τότε, όμως, όλοι είναι παιδιά του Θεού! Και αν το επιθυμούν Αυτός με το βλέμμα Του θα τους προστατεύει, ό,τι και να πιστεύουν, σ’ όποιο μέρος του κόσμου κι αν βρίσκονται.
-Ελάτε προς τα εδώ, φώναξε στον Αλή, τώρα πια χωρίς αμφιβολίες, την ίδια ώρα που αυτός έβγαζε το φέσι απ’ το κεφάλι του για να δείξει το σεβασμό του στον τόπο και στον ιερωμένο και χωρίς να έχει στιγμή σταματήσει να δείχνει στοργή και να χαϊδεύει το παιδί του στο κεφάλι.
-Όχι παπά μου, τ’ ανταπάντησε εκείνος. Πώς να πλησιάσουμε εκεί στον Σταυρό και στην εικόνα σας και πώς να λιβανιστούμε απ’ το θυμιατό σας; Μπορεί να μην το θέλετε κι εμείς να μην το αξίζουμε. Έλα, όμως, εσύ όσο πρέπει κοντά μας και διάβασε μια ευχή τ’ Αγίου στο παιδί μας. Ξέρω πως αυτός γιατρεύει αρρώστους κι εγώ, όταν γιατρευτεί, όρκο αληθινό σας δίνω, πως θα κάνω χρυσή την εικόνα και το καντηλάκι του!
Στην επιμονή του ο παπά-Γιώτας πήρε τον Σταυρό και τ’ αγιασμένο νερό, είπε και σ’ έναν απ’ τους ψάλτες του να πάρει και την εικόνα τ’ Αγίου Χαράλαμπου, κι όλοι μαζί τράβηξαν κοντά στους ανθρώπους που γύρευαν βοήθεια. Όταν πλησίασαν ο Αλής έγειρε και ξάπλωσε το παιδί μέσα στην αγκαλιά του, ενώ το ξεσκέπασε απ’ την κουβέρτα για να φαίνεται το πρόσωπό του. Έπειτα, πολύ ταπεινά, γονάτισε μέσα στο χιόνι, ένας πραγματικός «ικέτης» μπροστά στα πόδια του παπά. Τον ακολούθησε πιστά κι η γυναίκα του, βγάζοντας τη μια μαντήλα απ’ το κεφάλι της και κρύβοντας μ’ αυτή το πρόσωπό της.
Όλοι ήταν έτοιμοι για την προσευχή!
Τότε ο παπάς, πολύ συγκινημένος που έβλεπε το μεγάλο καρδιοχτύπι των γονιών για το παιδί τους, με δάκρυα στα μάτια έπιασε το πετραχήλι με το δεξί του χέρι και το έφερε πάνω στο κεφάλι του παιδιού. Μετά, σήκωσε τα μάτια του προς τον ουρανό κι επανέλαβε πολλές φορές την «καρδιακή» προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με το αμαρτωλό», καθώς επίσης και τον παρακλητικό κανόνα του Αγίου Χαράλαμπου, που σήμερα στη γιορτή του ακούστηκε πολλές φορές.
Στη συνέχεια ο παπάς κατέβασε το πρόσωπό του στη γη και δίχως να πάρει τα μάτια του απ’ το βιβλίο που διάβαζε έψαλλε και τ’ απολυτίκιο του Αγίου, που πάλι, αυτήν τη μέρα της σεπτής γιορτής του με τα λόγια του αξιώθηκε γι’ άλλη μια φορά να τον παρακαλέσει για το χωριό. Διάβασε ακόμα στη χάρη του κοντάκια, καθίσματα και το μεγαλυνάριο. Μόλις τα τέλειωσε σταύρωσε το παιδί, το ράντισε με το βασιλικό και προέτρεψε τους γονείς του να το σηκώσουν κι αγκαλιά να το παν ξανά στο σπίτι τους για να ξεκουραστεί.
Κι εκείνοι έκαναν ό, τι τους είπε.
Όσο για τους πιστούς στο Θεό χωριανούς έκαναν κι αυτοί για μια ακόμα φορά τον σταυρό τους μπροστά στο εκκλησάκι κι έφυγαν να ζεσταθούν στα σπίτια τους, δοξάζοντας γι’ άλλη μια μέρα σήμερα ξανά τ’ Όνομά Του και τ’ όνομα του εκλεκτού του Αγίου Χαράλαμπου.
Απ’ εκείνη τη μέρα πέρασε ένας ολάκερος χρόνος. Την ίδια μέρα του καινούριου χρόνου, μέρα πάλι της γιορτής του Αγίου Χαράλαμπου, ο παπά-Γιώτας πήρε ξανά το εκκλησίασμα απ’ τον ναό της Ανάληψης που έκαναν το πρωί την Θεία Λειτουργία, κι όλοι μαζί πήγαν «κατά το έθιμο και την παράδοση» στο εκκλησάκι του για να κάνουν τον αγιασμό, να τον προσκυνήσουν και μέσα απ’ την καρδιά τους να τον ευχαριστήσουν.
Όλοι γνώριζαν πως γι’ άλλη μια χρονιά πήγαιναν στο σπίτι του Αγίου που ένα και μοναδικό βρίσκεται εκεί έξω απ’ το χωριό κι ο ίδιος στρατιώτης του Χριστού τους φυλάει απ’ τις αρρώστιες.
Μόνο που τώρα η άγια εικόνα του δεν ήταν φθαρμένη, καπνισμένη και μαυρισμένη απ’ τους καιρούς ούτε το καντηλάκι με το λάδι που μέρα και νύχτα τη φωτίζει παλιό και σκουριασμένο. Όλα τους τώρα ήταν από χρυσό κι ασήμι κι άστραφταν στις πρωινές αχτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου.
Το παιδί του Αλή, του τούρκου που πέρυσι τέτοια μέρα ήταν άρρωστο, έγινε καλά απ’ την αρρώστια που το βασάνιζε. Κι αυτός, πιστός στο τάμα του, εκπλήρωσε την υπόσχεσή του. Έκανε χρυσά κι αργυρά την εικόνα και το καντηλάκι του!
Γι’ άλλη μια φορά στη Δωροθέα ο Άγιος είχε κάνει το θαύμα του!
14 -9 – 2020
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
* Ο Τρύφων Ούρδας γεννήθηκε στη Δωροθέα Αλμωπίας του Νομού Πέλλας. Είναι απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας και Πτυχιούχος της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ.
Συνταξιούχος σήμερα ασχολείται με συγγραφικό έργο. Έχει εκδώσει βιβλία με πεζογραφήματα και ποιήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.