Του Νίκου Τσούλια //
Α τ έ λ ε ι ω τ ο ι χ ε ι μ ώ ν ε ς, τ ρ ε λ ά ό ν ε ι ρ α…
Ήταν δύσκολες, πολύ δύσκολες, οι ατέλειωτες βροχερές μέρες τα χρόνια εκείνα τα φτωχικά χρόνια, αλλά έκρυβαν και μια ξεχωριστή χαρά. Και άμα η καταιγίδα δεν άφηνε τα ζώα να βοσκήσουν, έπρεπε να τα μαζέψουμε στους στάβλους και στα γαλάρια και έτσι θα ήμασταν πριν νυχτώσει στο σπιτικό μας και θα είχαμε ξέγνοιαστο διάβασμα, χωρίς να κοιτάς και να προσέχεις κάθε τόσο τα ζώα…
Ήμασταν κοντά, πολύ κοντά στη φωτιά, με το μικρό λυχνάρι του πετρελαίου καρφωμένο δίπλα στο τζάκι και αφού πρώτα κέρδιζες στο τσάκωμα με τα αδέλφια σου ποιος (ποια, τότε δεν πολυέπαιζε, γιατί τα κορίτσια είχαν και τις δουλειές της κουζίνας) θα καθίσει κοντά στο φτωχικό φως του λυχναριού – τότε ήταν όλα φτωχά – και να διαβάζεις παρέα με τη βροχή και σε γλύκαιναν τόσο πολύ της βροχής και της καταιγίδας οι απόηχοί τους στις συγκρούσεις των σταγόνων με τα κεραμίδια ή με τους τσίγκους δίπλα στην αποθήκη ή τους άλλους ήχους των ρονιών που έπεφταν από τις άκρες των κεραμιδιών και σχημάτιζαν αυλάκι μπροστά από τα θεμέλια του σπιτιού αλλά και τα γλυκά βουητά από τις καταιγίδες που κατέβαζαν τον ουρανό στη γη, αγριεμένες και καταλαβαίναμε πότε μπουκώνει από μικρά κλαράκια η διπλανή στο σπίτι μας γράνα και πότε έσπαγε το μπούκωμα η ορμή του νερού και η υδρορροή γινόταν όλο και πιο γρήγορη για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο, να πάει κάτω στο μεγάλο λαγκάδι και μετά ακόμα πιο κάτω στο ποτάμι…
Και σαν καθετί πρώτα το φανταζόμασταν και μετά το αντιλαμβανόμασταν, φτερούγιζε η φαντασία μας και φούσκωνε όλο και πιο πολύ τα όνειρά μας. Που να ‘ξερα τότε τι θα συνέβαινε, ότι το μέλλον μου θα επωαζόταν σε καιρούς τόσο μακρινούς, τόσο ταπεινούς, ότι ήταν σπόροι που έπεφταν στη γη και θα έβγαζαν το θαύμα του ντροπαλού βλαστού, που ξεπροβάλλει τόσο δειλά το κεφάλι του πάνω από το χώμα, που δυναμώνει όλο και πιο πολύ, που θα δώσει μικρό φυτό με πολλά λουλούδια, με μοναδική εικόνα ομορφιάς…
Που να ονειρευτώ ότι θα με έκαναν τόσο ευτυχισμένο τα Γράμματα, που γέμισα με βιβλία κάθε γωνιά των σπιτιών μου στην Αθήνα και στο χωριό μου, που θα λάτρευα το γράψιμο στην καθημερινή σχέση μας. Πού να φανταστώ τότε ότι θα γίνω πρόεδρος στους καθηγητές της χώρας για τόσο πολύ καιρό, που καλά – καλά δεν ήξερα τι είναι ο καθηγητής, ότι θα είμαι και υποψήφιος βουλευτής, τότε που οι βουλευτές ήταν τόσο μακρινό και απρόσιτο θέμα, ήταν άλλου κόσμου υπόθεση, που δεν μπορούσε να μπει πουθενά ούτε στην πιο μακρινή σκέψη μας, ότι θα βγάλω τα δικά μου βιβλία και θα διαβάζουν εμένα άλλοι, όπως εγώ διαβάζω τα βιβλία των άλλων. Γέμισε το ταξίδι μας με επιτυχίες, που ξεπέρασαν τα όνειρά μας. Κι όμως, είναι τα αγαπημένα όνειρα, τα μόνα όνειρα που δεν χάνονται…
Θα μας απαλλάξει από τις βροχερές μέρες αυτό το ταξίδι. Όμως, οι παιδικές βροχερές ημέρες μας θα μείνουν φυλακτό στην ψυχή μας, γιατί μέσα τους υπάρχουν οι πρώτες μεγάλες επιθυμίες μας, η πίστη μας για να αγωνιστούμε για ένα όμορφο μέλλον, η αγάπη μας για το βιβλίο, εκεί μέσα γεννήθηκαν τα κρυφά όνειρά μας, έπεσαν οι σπόροι των φιλοδοξιών μας, εκεί γεννήθηκε η ομορφιά του εαυτού μας – στο βαθμό που διαμορφώσαμε ένα νόημα στη ζωή μας -, εκεί κατακτήσαμε ένα μέρος από την αυτοπραγμάτωσή μας με τα θεμέλια της αυτοπεποίθησής μας.
Νοσταλγώ εκείνες τις μέρες της βροχής. Δεν μπορώ να τις ξαναβρώ μέσα στην ασφάλεια των πολυκατοικιών. Ξέρω ότι δεν θα βραχώ, δεν θα γεμίσω λάσπες, δεν θα πάω μούσκεμα στο σπίτι, δεν θα είμαι μέρος της φύσης. Ίσως γιατί είναι καλύτερα έτσι. Γιατί η ομορφιά του παρελθόντος είναι δική του και μόνο ομορφιά. Δεν μπορείς να τις ξαναζήσεις τις βροχερές μέρες. Ήταν δύσκολες μα όμορφες, πολύ όμορφες ημέρες. Εκεί φώλιασε ένα μέρος των ονείρων μου, της αποφασιστικότητάς μου να κάνω ένα όμορφο ταξίδι, να είναι όλη η ζωή μου όμορφο ταξίδι…
Πηγή: https://www.fractalart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.