Της Καλλιόπης Πολενάκη //
Ένα έπος έρωτος και πάθους
ΕΡΩΣ
Σαν την προφέρεις τούτην τη λέξη,
πονά το μέσα σου,
τα σωθικά τα εσώκλειστα σπαράσσονται
και σε προδίδουν,
πλην ενός, τα σωθικά σου,
πλην της καρδίας σου το άνθος.
Του λωτού το λευκό άνθος,
*
Μα πόσο, πια, βαστά τούτος ο πυρετός,
ο ανηλεής, ο άκαμπτος,
ενίοτε θανατηφόρος;
Αιώνες βαστά, από το πρώτο βλέμμα
με της Νιότης την αλκή,
μέχρι που τα χέρια πιάνουν και ζαρώνουν,
υποκύπτουν στον Χρόνο μα αγγίζονται.
Ναι, ακριβώς σαν και τότε.
Ναι, «έρως» λέγεται ακόμη και τώρα.
(μάθετε να πιστεύετε σαν τις Αλήθειες ακούτε..)
*
Κι η μυρουδιά δεν γέρασε
μον’ άλλαξεν ολίγον η εσσάνς της.
Ίδια η βάση μα,
αντί για μανταρίνι
η νότα της κορφής λέγεται πια «γαρδένια».
*
Τα ρόδα προτιμούν οι νέοι,
τα άλικα κατ’ εξοχήν,
να δηλώσουν την απειρία μα,
οπωσδήποτε,
τον έρωτα!
Μα σαν περάσουν χρόνοι τριάντα,
σαράντα ή πενήντα,
άλλος ανθός,
δίχως ακάνθους παίρνει σειρά.
Η γαρδένια η λευκή και υπερκόσμια
που έχει μυρωδιά ερώτων μερωμένων.
*
Έρως – γήρας,
πόσο μοιάζετε ως λέξεις…
Μα, σαν τα μάτια κλείσεις απομένει
– ή ξανάρχεται;-
η οικεία, η αγαπημένη αφή.
*
Ω σάρκα αγαπημένη, μαζί μεγαλώσαμε.
Όλο σφρίγος και αλκή,
όλο χυμούς του έρωτα γλυκείς.
Δέρμα φτερούγα απαλή,
και το ασπράδι των ματιών να τιμά το όνομά του.
*
Μαζί μεγαλώσαμε ακριβέ μου.
Μα να! Τα μάτια σαν κλείνω
ίδιος λεβεντονιός στη αγκάλη μου,
ίδια αγκάλη η δική του.
Χέρια αγαπημένα, αφή μοναδική,
μαζί μεγαλώσαμε, μαζί χαρήκαμε,
παιδούλα γίνομαι ξανά, παιδούλα κι έφηβη.
*
Εκεί, εκεί στην αγκαλιάν ετούτη
είδα το πώς ανθίζει ο Κόσμος,
πώς πετά ο έρωτας βλαστούς.
Κι όχι,
ο Χρόνος δεν είναι πανδαμάτωρ.
Της Κύπριδος το στρουμπουλό παιδί
δεν καταφέρνει πάντα να το νικήσει
στην τρεχάλα και την πονηριά του.
*
Ταχύτερο είναι,
νιότερο και θαλερό και τρέχει κι όλο τρέχει,
όχι για να γλυτώσει μα για να περιπαίξει τον γέρο Χρόνο.
«Δες με! σε νικώ σαν αγαπιούνται!
Δες με! χέρι-χέρι θ’ ανεβούν – στην ώρα τους!- στην βάρκα μέσα!
*
Όσοι αγαπιούνται έτσι
είναι καλοί νοικοκυραίοι.
Ανοίγουν τα μπαούλα των προικιών,
απλώνουν στον ήλιο τα κεντίδια τους,
σκαλίζουν και ξεβοτανίζουν
κι έναν ασβέστη μαγικό περνούν τις όμορφες αυλές τους.
Κι ο Θεός πάντα ανταμείβει.»
*
Ήταν Πέμπτη, ημέρα καλή,
έσμιξαν για στερνή φορά τους
κι εκεί τους βρήκαν, να βαστιούνται χέρι-χέρι.
Ναι!
Γαρδένια μοσχοβολούσε ο τόπος ένα γύρο
κι είπαν όσοι τους γνώριζαν
μια τέτοια αγάπη πως ήτανε σπανία.
*
Νοέμβρηs 2023
Πηγή: https://www.fractalart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.