Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

Ο ΚΑΠΟΙΟΣ...!

Κική Σεγδίτσα


Η υπάλληλος κοίταξε με μεγάλη απογοήτευση την ουρά, που αντί να λιγοστεύει όλο και μάκραινε. Και να’ταν μόνο αυτό. Αστραπές και μπουμπουνητά την έκαναν να λαθεύει συχνά το ερωτηματολόγιο που κάθε φορά έβγαζε κολλαριστό κολλαριστό τόσο φροντισμένο, που την έκανε έξαλλη, γιατί ένιωθε πως ήταν αταίριαστο με την κακομοιριά και τη δυστυχία που δίπλωνε μέσα του, κάθε που πρωτοκολλούσε .
Κι είχε μια ακόμη σκέψη που τη βασάνιζε. Σήμερα έτυχε να βρει το θάρρος το νεοφερμένο γειτονόπουλο να της ζητήσει να συναντηθούν; Ούτε ομπρέλα δεν είχε πάρει, γιατί σαν ξεκίνησε, ο θεραπευτικός ήλιος άπλωνε τις ακτίνες του στην μπετοσπαρμένη πόλη. Προσπαθούσε να κάνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Να προλάβει να βρεθεί κοντά του. Και οι κακομοίρηδες στην ουρά πλήθαιναν.
Όταν σηκώθηκε να ζητήσει απ” τον προϊστάμενο καινούρια στοίβα εντύπων, ξανάδε στην άκρη του πάγκου, τον άντρα που είχε τραβήξει την προσοχή της. Για μέρες έρχονταν και έμενε εκεί και δεν έφευγε παρά σαν τελείωνε η ουρά. Και ποτέ δε στάθηκε διεκδικώντας μια θέση στο νέο ίδρυμα αστέγων. Της έμοιαζε να δειλιάζει κι απ” την άλλη πίστευε πως εκεί κατέφευγε μόνο και μόνο για να βρει απάγκιο στην παγωνιά του χειμώνα, τις όποιες ώρες λειτουργούσε το γραφείο. Κι άλλοτε , κι αυτό της περνούσε απ” το μυαλό, πως αναζητούσε συντροφιά χωρίς ποτέ να ανταλλάξει ούτε λέξη με τους ανθρώπους, που κοινή μοίρα θα μπορούσε να τους ενώνει.
Συνέχισε τη δουλειά της , αλλά δεν μπορούσε να απομακρύνει την σκέψη της από αυτόν. Αναρωτιόταν που θα έβρισκε καταφύγιο με αυτή τη θεομηνία. Της έμοιαζε άνθρωπος που δεν ήταν τυχαίος . Το τριμμένο ριγέ μπεζ κουστούμι του, από κασμίρ πρώτης ποιότητας, ακόμα και η στάση του σώματός του, έδειχναν πως ήταν άνθρωπος κουλτούρας. Κάποιος, που θα “πρεπε κάποτε να είναι κάποιος. Θα “θελε πολύ να γνωρίζει την ιστορία του και σήμερα έχει αποφασίσει, μια και είχε την εύνοια του καιρού, αν εξακολουθήσει να παραμένει στον πάγκο να τον καλέσει εκείνη. Έτσι και έγινε.
«Εσείς κύριε;» η φωνή της τον βγάζει από τον στοχασμό και τον κάνει να στρέψει κατά πάνω της , τα θλιμμένα μάτια του που παρακολουθούσαν έξω από τη μεγάλη τζαμαρία κι ίσως πιο πέρα απ” αυτή. Σαν να είχε χαθεί κάπου.»Κύριε;» επανέλαβε πιο δυνατά τώρα. «Περάστε». Ξαφνιασμένος την κοίταξε και αργά πλησίασε το γραφείο της. «Μοιάζετε σαν να μην θέλετε να στεγαστείτε», του είπε γεμάτη περιέργεια για την απάντηση που θα “παιρνε.
«Δίσταζα ξέρετε…» Η φωνή του ακούστηκε βαθιά και τα φωνήεντά του στρογγυλεμένα. Ο άνθρωπος ήταν κάποιας κουλτούρας, τώρα ήταν σίγουρη.»Θα στεγαστώ δεσποινίς μου, μόνον εκεί και δε θα υπάρξει για μέναν άνθρωπος. Γιατί βέβαια δε θα υπήρχε επιτύμβια πλάκα να χαράξει πάνω της εκείνο το περίφημο, «επιτέλους εστεγάστην». Δεν ξέρω αν γνωρίζετε, πως αυτό είναι γραμμένο πάνω στον τάφο του Τίμου Μωραΐτίνη, που χρόνια επιδίωκε να αποκτήσει σπίτι που να προέρχεται από το λαχείο των Ελλήνων συντακτών».
Η υπάλληλος τα έχει χαμένα. Αμήχανα γίνεται τυπική και ρωτάει:
«Όνομα;» Μεσολαβεί μια θανατηφόρα σιωπή. Έτσι τουλάχιστον την αισθάνθηκε εκείνη.
«Χάρης» απάντησε εκείνος.
«Επώνυμο;»
«Χαρίτος», κάνει και σκύβει πάνω στο χαρτί, που εκείνη με χέρι τρεμάμενο χαράζει.
«Είδατε; Πλημμύρα η χαρά του Χάρη, που δεν μπορούσε να αρνηθεί να κάνει χάρες».
«Μα…», εκπλήσσεται η κοπέλα, «…τέλος πάντων. Όντως έτσι λέγεστε;»
«Έτσι ακριβώς κυρία μου. Κάτι άλλο;» ξαφνικά το ύφος του αλλάζει. Γίνεται αυτοσαρκαστικός.
«Έτος γεννήσεως;».
» Άγνωστο. Υπήρξα έκθετο άνευ σημειώματος… υιοθετημένος όχι από ευσπλαχνία, αλλά από εγωισμό. Επιδίωξη αποκτήσεως κληρονομιάς από μάνα εξαρτημένη σε ουσίες και πατέρα…»
Η υπάλληλος αναζητάει το πλαστικό ποτήρι της και ξεροκαταπίνει τη στερνή γουλιά του, προσπαθώντας να ανακτήσει την ψυχραιμία της και να επικαλεστεί αξιοπρέπεια και σεβασμό για να ολοκληρώσει το υποχρεωτικό καθήκον της.
» Τόπος γεννήσεως;»
«Δηλωμένος στην Αθήνα».
«Επάγγελμα;»
«Τραβεστί».
Η κοπέλα τα χάνει. Αισθάνεται ξαφνικά, να γκρεμίζονται τα όσα είχε γι’αυτόν σκεφτεί. Ένας άλλος άνθρωπος αποκαλύπτεται μπροστά της. Το μολύβι εκσφενδονίζεται και η φωνή της σχεδόν βραχνή, αλλά όσο μπορεί πιο δυνατή εκφράζει τη δυσαρέσκειά της.
«Σας παρακαλώ κύριε, επιτέλους! Κύριε προϊστάμενε… Αν μη τι άλλο απαιτώ σεβασμό»
Οι συνάδελφοί της , τα χάνουν απ” την αντίδρασή της και κάποιος επιχειρεί να ειδοποιήσει τον προϊστάμενο. Ο άνδρας, περιεργάζεται τους πάντες με ειρωνικό, περιπαικτικό ύφος. Ο προϊστάμενος οδηγεί τους δύο εμπλεκόμενους στο γραφείο του για να ζητήσει εξηγήσεις. Εκείνη, αφήνει πάνω στο γραφείο το έντυπο που λίγο πριν είχε συμπληρώσει μόνο και μόνο για να αποδείξει την αιτία της έκρηξής της. Εκείνος , το ελέγχει και στρέφεται προς τον άντρα. Δεν τον ρωτάει, τον αφήνει να δώσει τις εξηγήσεις του.
«Με συγχωρείτε κύριε», λέει ο άνδρας, «είναι έντυπο αυτό; Άκου επάγγελμα. Είμαι έκθετο κύριε, υιοθετημένος, εγκαταλειμμένος από σύζυγο, πατέρας δύο παιδιών. Καταλήγω εδώ, πληγωμένος και ντροπιασμένος για να ζητήσω μια στέγη και με ρωτάτε τι επάγγελμα κάνω;»
Ο προϊστάμενος αμήχανος, προσπαθεί να δικαιολογήσει τη διατύπωση του εντύπου και είναι ίσως και ελαφρά προσβεβλημένος από την απάντηση που δίνεται στο επάγγελμα…
«Δεν με πείθετε κύριε ότι είστε…»
Ο άνδρας αποκτά και πάλι το περιπαιχτικό του ύφος.
«Τραβεστί;» Δεν αφήνει περιθώριο στον προϊστάμενο να πει οτιδήποτε αλλά συμπληρώνει: «Άκου επάγγελμα λοιπόν. Ιδιοκτήτης καταστήματος ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών. Ηλεκτρικά σώματα που έκαιγαν πολύ, φωτιστικά βεράντας, όλα σύμφωνα με τις συμβουλές της συζύγου, η οποία κοίταγε πολύ ψηλότερα από κει που έφτανα εγώ. Μα κυρίως ένα δίπλωμα κρεμασμένο, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Α, σημειώστε και κάτοχος διαμερίσματος και εξοχικού που έφαγε η Εφορία. Ευτυχώς κάτι έμεινε και για κείνη. Ο σοφός εγκέφαλος της δημαρχίας εκμεταλλευόμενος τη δωρεά εθνικού ευεργέτου, συνέταξε έντυπο, που άλλο τι δεν επιδιώκει παρά να περιπαίζει τη δυστυχία μας! Άκου επάγγελμα!».
Ο προϊστάμενος νιώθοντας άβολα από την σαρκαστική αντίδρασή του, επιχειρεί να τον διακόψει, αλλά ο άντρας δεν τον αφήνει.
«Καλύτερα άστεγος κύριε, με ένα αδέσποτο συντροφιά, κρατώντας σφιχτά τη μοίρα που σίγουρα δεν είχα χαράξει εγώ. Συγνώμη δεσποινίς και καλημέρα σας».
Καθώς απομακρύνεται μοιάζει πολύ γερασμένος. Σχεδόν σούρνει τα βήματά του. Η υπάλληλος πλησιάζει την τζαμαρία. Τον βλέπει να διασχίζει αδιάφορος το δρόμο, χωρίς να νοιάζεται για την βροχή και χωρίς το φόβο να τον παρασύρει κάποιο από τα διερχόμενα αυτοκίνητα. Η κοπέλα δεν άντεξε στήριξε τις παλάμες της πάνω στο παγωμένο τζάμι και κοιτώντας τον να χάνεται ανάμεσα σε μια συστάδα δέντρων, αναλύθηκε σε λυγμούς. Αισθάνθηκε βαθιά πληγωμένη για την αντίδρασή της, που δεν την χαρακτήριζε. Δεν μπορούσε ακόμα να δικαιολογήσει τον κυνισμό που εκείνος επέδειξε. «Θεέ μου» σκέφτεται, «πως μπόρεσα να τον αμφισβητήσω, έστω και για λίγα δευτερόλεπτα;»
Τώρα πια, της είναι εντελώς αδιάφορο, το ότι δεν ήταν συνεπής στο ραντεβού της.

Η ΚΙΚΗ ΣΕΓΔΙΤΣΑ γεννήθηκε στην Λαμία αλλά ζει στην Αθήνα.
Πολυβραβευμένη δημοσιογράφος και συγγραφέας, κριτικός κινηματογράφου , κριτικός τέχνης και κριτικός βιβλίου έχει εκδώσει πολλές ποιητικές συλλογές, μυθιστορήματα και έχει γράψει θεατρικά έργα, σενάρια κινηματογραφικών ταινιών και μίνι σειρές που έχουν προβληθεί. Έχει δώσει σειρά διαλέξεων και έχει οργανώσει πολλές λογοτεχνικές εκδηλώσεις.

Διατέλεσε μέλος :
Διεθνούς Γυναικείας Μορφωτικής Ομοσπονδίας.
Εταιρίας Μουσικοσυνθετών- Στιχουργών Ελλάδας.

Διατελεί μέλος:
EΣΗΕΑ
International Federation of Journalists.
International Writers & Artists USA.
Εταιρία Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.
«Παναθηναΐκή»
Ένωσης Ελλήνων Σεναριογράφων (Μέλος του Δ.Σ)
Επίτιμο μέλος των Αθηναΐδων κ.ά.

Πηγή: http://atexnos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.