Έκλεισε την εξώπορτα του σπιτιού της με βαριά καρδιά. Είχε πάρει τη σύνταξή της, σύνταξη από το δάσκαλο σύζυγό της, δάσκαλο της παλαιάς εποχής, αυστηρό, με επιβάλλον στα παιδιά και μεγάλη υπόληψη εκ μέρους των γονέων και της κοινωνίας.
Είχε περάσει μετά το Δημόσιο Ταμείο από την αγορά μην και έβρισκε κάτι για φαγητό.
Η σκληρή κατοχή είχε εξαφανίσει και τα στοιχειώδη, τα απαραίτητα είδη διατροφής. Η Μαύρη Αγορά ήταν απλησίαστη. Χάρηκε υπερβολικά όταν μπόρεσε κι αγόρασε λίγα ψαράκια, πράγμα σπάνιο, εύρημα για την εποχή εκείνη.
Η σκληρή κατοχή είχε εξαφανίσει και τα στοιχειώδη, τα απαραίτητα είδη διατροφής. Η Μαύρη Αγορά ήταν απλησίαστη. Χάρηκε υπερβολικά όταν μπόρεσε κι αγόρασε λίγα ψαράκια, πράγμα σπάνιο, εύρημα για την εποχή εκείνη.
Όμως αυτά τα ψαράκια σκέτα τι θα έδιναν στα τέσσερα παιδιά της, που όλα ήσαν σε μια δύσκολη ηλικία, που είχαν ανάγκη καλής διατροφής και κυρίως ποιος θα πρωτότρωγε;
Τ’ ακούμπησε στην κουζίνα, ασφάλισε την πόρτα από την επιδρομή γάτας κι αποφάσισε να ζητήσει. Τι; Τι άλλο; Λίγο ψωμί. Από το φούρνο; Είχε σχεδόν ξεχαστεί αυτό το επάγγελμα. Μόνον οι επιγραφές είχαν μείνει πάνω από τα κλειστά καταστήματα.
Ψωμί όμως δεν δίνουν μόνο οι φούρνοι, σκέφτηκε. Δίνει κι ο Ουρανός. Γονάτισε στο εικόνισμα. Ύψωσε τα χέρια: «Παναγιά μου, μητέρα του Θεού μας, άκουσε κι αυτή τη φορά την ικεσία μιας χήρας μάνας, με τα τέσσερα ορφανά. Μου’ δωσες σήμερα λίγα ψαράκια, δώσε μου και λίγο ψωμί να φάνε μαζί με το φαγητό τους. Να τα πιάσει, να στηριχθούν, να φθάσουν ως την ποθητή ημέρα της απελευθερώσεως. Βόηθα, Παναγιά μου».
Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα. Έμεινε εκεί γονατιστή σε μυστική δέηση.
Ξαφνικά το χεράκι της εξώπορτας, είδος σημερινού ηλεκτρικού κουδουνιού, χτύπησε. Σηκώθηκε, σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια της και βγήκε. Φοβισμένη υποχώρησε. Ένας Γερμανός ψηλός, επιβλητικός. Τι άραγε να ήθελε; Επιτάξεις σπιτιών γίνονταν τότε ή καταζητήσεις ανθρώπων για φυλάκιση ή εκτέλεση.
«Ορίστε», μπόρεσε να ψελλίσει. Ο Γερμανός δεν απάντησε. Να κατάλαβε άραγε τι του είπε; Απάντησε όμως. Ναι, απάντησε! Τράβηξε από τον κόρφο του μια μεγάλη γερμανική κουραμάνα, της την έδωσε και πριν η χήρα προλάβει να του πει «ευχαριστώ» είχε εξαφανιστεί. Κι ενώ τα μάτια της ήταν ακόμα βρεγμένα από την ικετευτική προσευχή, τώρα ξαναβρέχτηκαν από θερμή ευχαριστία. «Παναγιά μου, σ’ ευχαριστώ. Σήμερα μας χόρτασες. Για αύριο και το μέλλον η αγάπη σου πάλι θα φροντίσει Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ».
Α.Δ.
Το διηγήθηκε στην Α.Δ. η ίδια η αείμνηστη
Κυριακή Λιανού.
Πηγή:http://www.egolpion.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.