Ανδρέας Καρκαβίτσας: Έλληνας πεζογράφος, κύριος εκπρόσωπος του ηθογραφικού διηγήματος με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία. Πιο γνωστά έργα του είναι η συλλογή διηγημάτων Λόγια της Πλώρης και η νουβέλα Ο Ζητιάνος. Γεννήθηκε στα Λεχαινά το 1865 και πέθανε 22 Οκτωβρίου 1922.
Η θάλασσα (απόσπασμα)
- Μακριά, έλεγε, μακριά, παιδί μου, απ’ τ’ άτιμο στοιχειό! Δεν έχει πίστη, δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες, δόξασε την· εκείνη το σκοπό της. Μην κοιτάς που χαμογελά, που σου τάζει θησαυρούς. Αργά γρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη πετσί και κόκαλο, άχρηστο στον κόσμο. Είπες θάλασσα, είπες γυναίκα, το ίδιο κάνει.
Και τα έλεγε αυτά άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι, που ο πατέρας, ο πάππος, ο πρόπαππος, όλοι ως τη ρίζα της γενιάς ξεψύχησαν στο παλαμάρι. Μα δεν τα έλεγε μόνον αυτός, αλλά κι οι άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τώρα, και οι νιώτεροι, που είχαν ακόμη τους κάλλους στα χέρια, όταν κάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ, κουνούσαν το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν:
- Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
Η αλήθεια είναι πως πολλοί τους όχι κλήμα, άλλα νησί ολάκερο μπορούσαν ν’ αποχτήσουν με τα χρήματα τους. Μα όλα τα έριχναν στη θάλασσα. Παράβγαιναν ποιος να χτίση μεγαλύτερο καράβι· ποιος να πρωτογίνη καπετάνιος. Και γω που άκουα συχνά τα λόγια τους και τα έβλεπα τόσο ασύμφωνα με τα έργα τους δε μπορούσα να λύσω το μυστήριο. Κάτι, έλεγα, θεϊκό ερχόταν κι έσερνε όλες εκείνες τις ψυχές και τις γκρέμιζε άβουλες στα πέλαγα, όπως ο τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.
Αλλά το ίδιο κάτι μ’ έσπρωχνε και μένα εκεί. Από μικρός την αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματα μου να ειπής, στο νερό τα έκαμα. Το πρώτο μου παιχνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ’ ένα ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια, ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πήγα και το έριξα στη θάλασσα με καρδιοχτύπι. Αν θέλεις, ήμουν και γω εκεί μέσα. Μόλις όμως το απίθωσα, και βούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο μεγαλύτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς για τούτο ήταν στο λιμανάκι του Αϊ-Νικόλα. Το έριξα στη θάλασσα και τ’ ακολούθησα κολυμπώντας ως την εμπατή του λιμανιού που το πήρε το ρέμα μακριά. Αργότερα έγινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος, τα λέπια μου έλειπαν.
- Μωρέ γεια σου, και συ θα μας ντροπιάσεις όλους, έλεγαν οι γεροναύτες, όταν μ’ έβλεπαν να τσαλαβουτώ σαν δέλφινας.
Εγώ καμάρωνα και πίστευα να δείξω προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία - πήγαινα στο Σχολαρχείο θυμούμαι - τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν έβρισκα μέσα να συμφωνή με τον πόθο μου. Ενώ εκείνα που είχα γύρω μου, ψυχωμένα κι άψυχα, μού έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά τους ρούχα· οι γέροντες με τα διηγήματά τους· τα ξύλα με τη χτυπητή κορμοστασιά, οι λυγερές με τα τραγούδια τους:
Όμορφος που ’ναι ο γεμιτζής, όταν βραχεί κι αλλάξει
και βάλει τ’ άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτσει.
Το άκουα από την κούνια μου κι έλεγα πως ήταν φωνή του νησιού μας, που παρακινούσε τους άντρες στη θαλασσινή ζωή. Έλεγα πότε και γω να γίνω γεμιτζής και να κάτσω θαλασσοβρεμένος στο τιμόνι. Θα γινόμουν όμορφος τότε, παλλήκαρος σωστός, θα με καμάρωνε το νησί, θα με αγαπούσαν τα κορίτσια! Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν’ απλώνεται απ’ τ’ ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβή και πάσχιζα να μάθω το μυστικό της. Την έβλεπα, οργισμένη άλλοτε, να δέρνει με αφρούς τ’ ακρογιάλι, να καβαλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη, λες και ζητούσε να φτάση στην καρδιά της Γης για να σβήση τις φωτιές της. Κι έτρεχα μεθυσμένος να παίξω μαζί της, να τη θυμώσω, να την αναγκάσω να με κυνηγήση, να νιώσω τον αφρό της απάνω μου, όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ’ αγρίμια. Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από το λιμάνι και ν’ αρμενίζη στ’ ανοιχτά· όταν άκουα τις φωνές των ναυτών που γύριζαν τον αργάτη και τα καταβοδώματα των γυναικών, η ψυχή μου πετούσε θλιβερό πουλάκι απάνω του. Τα σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· τα σχοινιά τα κοντυλογραμμένα· τα πόμολα που άφηναν φωτεινή γραμμή ψηλά μ’ έκραζαν να πάω μαζί τους, μου έταζαν άλλους τόπους, ανθρώπους άλλους, πλούτη, χαρές, φιλιά. Και νυχτόημερα η ψυχή μου κατάντησε άλλον πόθο να μην έχη παρά το ταξίδι. Ακόμη και την ώρα που ερχόταν πικρό χαμπέρι στο νησί και ο πνιγμός πλάκωνε τις ψυχές όλων και χυνόταν βουβή η θλίψη από τα ζαρωμένα μέτωπα ως τ’ άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς· όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις αρραβωνιαστικιές· όταν άκουγα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριο τους, πείσμα μ’ έπιανε που δεν ήμουν και γω μέσα· πείσμα και σύγκρυο μαζί.
Δεν κρατήθηκα περισσότερο. Έλειπε ο πατέρας με τη σκούνα στο ταξίδι. Μίσευε κι ο καπετάν Καλιγέρης, ο θείος μου, για τη Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον παρακάλεσε κι η μάννα μου από φόβο μην αρρωστήσω· με πήρε μαζί του.
.................................................................................................
Τρεις βδομάδες αργότερα κατεβήκαμε στην Πόλη φορτωμένοι. Εκεί έλαβα το πρώτο γράμμα της μάνας μου. Πρώτο γράμμα, πρώτο μαχαίρι στην καρδιά μου.
«Παιδί μου, Γιάννη μου· έλεγε η γριά. Όταν γυρίσης πάλι στο νησί με τη βοήθεια του Αϊ-Νικόλα και την ευκή μου, δε θα είσαι πια καπετάνιου παιδί. Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη σκούνα πάει, πάνε οι δόξες μου! Τα ρούφηξε όλα η Μαύρη Θάλασσα. Τώρα δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την άφτουρη και το Θεό. Γεια στα χέρια σου! Δούλεψε, παιδί μου, και τίμα το θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο, στέλνε το ν’ ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου».
Σταύρωσα τα χέρια μου, κοίταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα. Τα λόγια της γραφής μου φάνηκαν απόφωνο στα λόγια του πατέρα μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης και τώρα η χήρα του πρόσμενε το δικό μου ξεδούλειο, για να κάμει τα κόλλυβά του! Και κείνου το κορμί, τα σιδερένια μπράτσα ποιος ξέρει τάχα σε τι χάλαρα δέρνονται, ποιος γλάρος τα πετσοκόβει, ποιο κύμα να λευκαίνει τα ψηλόλιγνα κόκαλα!
Ωιμέ! Ανταμώσαμε για ύστερη φορά μόλις μπήκε στη Θεοδοσία. Καθώς με είδε ψηλά να μαϊνάρω τον τρίγγο, έκαμε το σταυρό του κι έμεινε άφων’ άλαλος.
- Τι τον κοιτάς, καπετάν Αγγελή; του φωνάζει ο Καλιγέρης· δεν τον αλλάζω με τον καλύτερο ναύτη σου.
Εγώ διπλοπαρακάλουν ν’ ανοίξη η θάλασσα να με καταπιή. Όσο ένιωθα απάνω μου το βλέμμα του, ησυχία δεν έβρισκα. Έτρεχα βιαστικός, από τη μια άκρη στην άλλη, κατέβαινα στην πλώρη, ανέβαινα στο κάσαρο, πέρναγα τις στραλιέρες, έπιανα τον αργάτη, δούλευα την τρόμπα. Εκείνος κατάλαβε πως τα είχα σαστισμένα και δε σηκώθηκε από τη θέση του, μόνο με ακολουθούσε με βλέμμα παραπονιάρικο σα να μ’ έβλεπε στο νεκροκρέβατο.
Την άλλη μέρα μ’ έμπλεξε που πήγαινα στην πόλη. Μόλις τον αγνάντεψα, θέλησα να κρυφτώ, αλλ’ από μακριά τόσο προσταχτικό ήταν το νόημα του, που τα πόδια μου κόπηκαν.
- Βρε, παιδί μου, τι έπαθες; μου λέει. Το σκέφτηκες καλά τι θα κάμεις;
Πρώτη φορά γνώρισα τη γλύκα της φωνής του. Δε σάστισα όμως.
- Πατέρα, του είπα· το σκέφτηκα. Κακό και ψυχρό μπορεί να είναι το κίνημά μου, μα δε δύναμαι να κάμω αλλιώς. Δε μπορώ να ζήσω αλλιώτικα. Με κράζ’ η θάλασσα. Μη θες να με μποδίσεις. Άσε με κει που βρίσκομαι, γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δε με ξαναβλέπεις.
Έκαμε το σταυρό του· στάθηκε λίγο, με κοίταξε κατάματα, κούνησε το κεφάλι.
- Καλά, παιδί μου, είπε· κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός. Εγώ έκαμα το χρέος μου. Ούτε έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια· θυμήσου το, να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευκή μου.
Ύστερή του ευκή, πρώτη μου θλίψη. Η θάλασσα στο πρώτο μου ταξίδι πλήρωσε την αγάπη μου. Έμεινα πια αναγκαστικός δουλευτής του καπετάν Καλιγέρη. Δουλευτής για το ψωμάκι. Το ψωμάκι το δικό μου και της καπετάνισσας. Αλλά με όλη τη συμβουλή της ούτε να τιμήσω ούτε να δουλέψω μπόρεσα περισσότερο το θείο μου. Αν είναι να δουλέψω ναύτης, σκέφτηκα, δόξα σοι ο θεός, βρίσκονται κι άλλα καράβια. Από να δέχομαι τις βρισιές του συγγενή μου, καλύτερα ενός ξένου. Αποφάσισα στο πρώτο λιμάνι να ξεμπαρκάρω με το καλό.
- Με το καλό, άσε και να ιδείς· λέει ο καπετάν Καλιγέρης, όταν μάντεψε το σκοπό μου.
Πάω μια μέρα να του ζητήσω λάδι για το φαγί.
- Δεν έχει, μου λέει· το τρώει κείνος που κάθεται στο τιμόνι.
Πάω δεύτερη· το ίδιο. Πάω τρίτη· πάλι το ίδιο. Φυλάω και γω μια μέρα που ήμουν στο τιμόνι, παίρνω τον Αϊ-Νικόλα, τον δένω στο δοιάκι και το αφήνω μάρμαρο. Το καράβι άρχισε να γυρίζει σαν άμυαλο στη θάλασσα.
- Μπρε Γιάννη! φωνάζει ο καπετάνιος. Ποιον άφηκες στο τιμόνι;
- Εκείνον που τρώει το λάδι.
Οι ναύτες σκάνε τα γέλια. Θυμώνει.
- Να φύγεις! μου λέει· γρήγορα τα ρούχα σου κι όξω.
- Να φύγω· το λογαριασμό.
Με παίρνει στην κάμαρα κι αρχίζει να στρώνη το λογαριασμό κατά τη συνήθεια του.
- Την τάδε μέρα συμφωνήσαμε, την τάδε μπήκες μέσα· την άλλη έφερες τα ρούχα σου, την άλλη φύγαμε, την άλλη έπιασες δουλειά. Δεν είναι έτσι;
Ούτε πολλές ούτε λίγες. Πέντε ήμερων μισθό μου έτρωγε. Πάλι καλά.
- Έτσι, του απάντησα.
Και βγήκα με δυο σβάντσικες στη Μεσσήνα.
.................................................................................................
Με κράζει η θάλασσα.
(Λόγια της Πλώρης)
ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.