ΑΔΙΕΞΟΔΟ - ΦΡΑΧΤΗΣ, ΟΠΥ ΖΟΥΝΗ
Αρχοντία Κάτσουρα
Είχε ξυπνήσει ξημερώματα. Τινάχτηκε από το κρεβάτι κάθιδρη και αναμαλλιασμένη, με την αναπνοή να κόβεται.
'Ηπιε ένα ποτήρι νερό μονορούφι και ανακάθισε στην άκρη του κρεβατιού τρέμοντας. Ο άντρας της ξύπνησε κι αυτός. Τριάντα τόσα χρόνια μαζί, δεν τον είχε συνηθίσει σε τέτοια ξυπνήματα.
- Τι έχεις; Τι συμβαίνει;
- Τίποτα, τίποτα, κοιμήσου. 'Ονειρο ήταν, του απάντησε. Δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει. Φοβήθηκε μην τον τρομάξει με τον δικό της φόβο, με την αγωνία που ένιωσε.
Πήγε στο μπάνιο, έριξε νερό στο πρόσωπό της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ούτε φόβο έβλεπε ούτε αγωνία. Μόνο τα μάτια της ήταν λίγο κόκκινα, κουρασμένα. Ξανάπλυνε το πρόσωπό της, έριξε κι άλλο κρύο νερό και πήγε στο σαλόνι.
'Αναψε ένα πορτατίφ, άνοιξε και το παράθυρο, να μπει αέρας, κάθισε στην πολυθρόνα.
Ανακάλεσε το όνειρό της, ήθελε να καταλάβει γιατί είχε τρομάξει τόσο.
Η μέρα του γάμου της. 'Ηταν εκείνη εκεί με το λευκό μακρύ φόρεμα, τα μαλλιά χτενισμένα πίσω και σηκωμένα ψηλά, νέα, πολύ νέα, και όμορφη. Τριών μηνών έγκυος, αλλά δεν το ήξερε κανείς. Χαμογελούσε ενώ πήγαινε στην εκκλησία, όσα είχε επιθυμήσει, μια υπόσχεση γινόταν πραγματικότητα.
Ο άντρας της εκεί, χαμογελαστός, κι εκείνος πολύ νέος. Μαζί από παιδιά σχεδόν, ένωναν τις ζωές τους.
Ακουγε χαρούμενες φωνές και γέλια, παιδιά έτρεχαν στον αυλόγυρο, ένα μωρό έκλαιγε. «Να ζήσετε! Να ευτυχήσετε!». Ευχές, ευχές, παντού.
Και ξαφνικά όλα άλλαξαν. Ξανά ο εαυτός της, αλλά ντυμένος με βαριά, σκούρα ρούχα, μπορεί μαύρα. Περπατάει με δυσκολία, ένα κορίτσι, θα ’ναι δεν θα ’ναι 25 χρονώ, τη στηρίζει.
«Κάθισε, γιαγιά», της λέει. «Ξεκουράσου». Τη βοηθάει να καθίσει σε ένα παγκάκι. Εκείνη κλαίει, δεν ξέρει γιατί, ούτε καταλαβαίνει. Δεν αναγνωρίζει το κορίτσι, ούτε θυμάται να έχει εγγόνια, ο κόσμος γύρω της τής φαίνεται ξένος, άγνωστος. Ποιο είναι αυτό το μέρος; Και πού πηγαίνει με αυτό το ξένο παιδί;
Το μόνο που θυμάται είναι ένας γάμος, και ευχές, και παιδιά να τρέχουν στον αυλόγυρο μιας εκκλησίας, και τίποτα άλλο. Δεν θυμάται το μετά, πώς έζησε, αν έζησε, αν δημιούργησε κάτι με τα χέρια και τον κόπο της. Αν έκανε παιδιά, αν απέκτησε εγγόνια.
«Μα ποιο είναι αυτό το άγνωστο κορίτσι;» εξακολουθεί να αναρωτιέται, αλλά ντρέπεται και να ρωτήσει. «Μήπως είναι πράγματι εγγόνι μου;».
«Κουράστηκες», της λέει το κορίτσι. «Σ’ το είπε η μαμά, να μη βγούμε τόσο νωρίς βόλτα. Κάνει ζέστη».
«Αλλά σπάνια κάνουμε παρέα μόνες μας κι εγώ είχα τόσα να σου πω».
Την κοίταξε ξανά: ναι, κάτι της θύμιζε, η εγγονή της ήταν, το κοριτσάκι της. Η συνονόματή της.
«Δεν κουράστηκα, καρδιά μου», της είπε. «Μόνο που ξέχασα το πιο σημαντικό. Πώς το λένε εκείνο το αγόρι;»
«Μιχάλη, γιαγιά».
«Σε αγαπάει;»
«Με αγαπάει».
«Τότε να έχετε την ευχή μου».
«Δεν θα παντρευτούμε, γιαγιά. Σπουδάζουμε, είμαστε πολύ νέοι. Και πολύ φτωχοί…» συμπλήρωσε μετά με ένα αδιόρατο παράπονο στη φωνή.
Κι η γιαγιά άρχισε πάλι να κλαίει. Τότε ήταν που ξύπνησε.
Εκείνο το «είμαστε πολύ φτωχοί…» πολύ την πόνεσε. Και ότι είδε τη ζωή της στο μέλλον αλλιώτικη από αυτό που ήθελε ή φανταζόταν.
Η εγγονή της τώρα ήταν έξι ετών. 'Ενα σγουρομάλλικο κοριτσάκι που έτρεχε γύρω και έλεγε ότι θα γίνει «κάτι πολύ σπουδαίο, ή ζωγράφος ή μαθηματικός, αλλά μπορεί και μουσικός».
Αλλά εκείνη, όταν θα έφτανε σε μια πραγματικά μεγάλη ηλικία δεν θα αναγνώριζε τους δικούς της ανθρώπους; Δεν θα αναγνώριζε τον μικρό της άγγελο; Δεν θα θυμόταν τις χαρές και τις λύπες της ζωής της; 'Οχι, αυτό δεν θα το ήθελε.
Την έπιασαν τα κλάματα, αληθινά αυτήν τη φορά. 'Οταν ηρέμησε, ορκίστηκε να μην αφήσει τη ζωή να φύγει έτσι, να τη γεμίσει και με άλλες χαρές και άλλες εμπειρίες.
Και όσο για την εγγονή της, θα της μάθαινε ότι πλούτος είναι η αγάπη και το σχολείο. Αυτό μπορούσε να το κάνει από αύριο κιόλας. Για να είναι έτοιμη για εκείνον τον «Μιχάλη» που θα έρθει.
archkatsoura@yahoo.gr
Πηγή: https://www.efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.