Κυριακή 12 Μαρτίου 2023

ΠΟΙΗΣΗ: "ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ Η ΠΤΩΣΙΣ"!

Tου Γιάννη Πιταροκοίλη //


"Των Ονείρων η Πτώσις"

Κραταιών ημερών εδιαβήκαμεν ώρες
και τα σκότη της νύχτας πλημμυρίσαμε φως,
σε εικόνα ντύσαμε σκέψεις μακρόχρονες
που περήφανα αρμένιζαν χωρίς να ξέρουμε πώς.

Αναμετάξυ τους έσμιγαν τα μικρά τα κομμάτια,
ακανόνιστου σχήματος κι ασαφούς εντολής,
αντάρα σηκώσανε στα δικά τους παλάτια,
αμάχη κηρύξανε στη ροή της ζωής.

Το “πρέπει”, στο “θέλω” αντιγύριζε λόγια,
-πάψε να ανάβεις στους ανθρώπους φωτιές,
τα ονείρατα βάστα τα, χαμηλά στα κατώγια,
μην αλλιώς ανταμώσουνε, με οδύνες, πληγές.

Μα το “θέλω” ανύψωσε το βλέμμα εμπρός του,
κι ίσια στα μάτια με στόμφο αντιλέγει:
-Πάψε στο δρόμο μου να σηκώνεις ορμήνιες
δεν αφήνω το όνειρο θλιβερά να ξεφεύγει.

-Κάλλιο στα σίγουρα η ζωή να διαβαίνει,
ταπεινά να εκτίθεται στων πόθων το σθένος.
Παρά βάρβαρα αργότερα τραγικά να πεθαίνει
στων ανθρώπων αντίδρασης προκαλώντας το μένος.

Έτσι αντιγύριζε το ένα στο άλλο,
τον κύκλο ανοίγοντας σκέψης μακράς.
Όμως τ’ όνειρο πήρε δρόμο μεγάλο,
θέρμη προσφέροντας μεγάλης χαράς.

Μα ήταν αδύνατον μονάχο ν’ αφήσω
του ονείρου τη στράτα συνεχώς να μακραίνει,
αποφάσισα τότε και εγώ να κινήσω,
μ’ ακατάσχετη θέληση να δω τι συμβαίνει.

-Φυλάξου στο πέρασμα, πλάνες γροικούνε,
μαζί και ερωτήματα θολά και μεγάλα,
φοβάμαι για σένα κακά μη σε βρούνε,
κι όλα ύστερα αλλάξουνε και γίνουν σαν άλλα.

Έτσι εγόγγυξε στο μυαλό μου το “πρέπει”,
προσταγή να μου δώσει στο σκοτάδι μην μπω.
Όμως η καρδιά μου δεν ήθελε κάτι άλλο να βλέπει,
την εκλογή της την έκανε να βγει στο φευγιό.

Και να ‘μαι στη στράτα τυλιγμένος στο θάμπος,
ίσια στο βάθος σε υπόγειο βουβό,
νοτισμένο στη μούχλα λες κι έβρεχε σάμπως
να σταθώ προσπαθούσα με βλέμμα σκυφτό.

Κοστούμι βαθυγάλαζο στο κορμί μου φορούσα
και στα χέρια κρατούσα αναμνήσεις σωρό,
των ελπίδων εκπλήρωση με πάθος ζητούσα,
μπρος στων φόβων τα σκιάχτρα ν’ αδιαφορώ.

Και μπροστά μου αχνίζανε εικόνες ωραίες,
στιγμές ολογάργαρες να βλέπω ευθύς,
των ονείρων οι θέρμες δεν θα ‘ναι μοιραίες,
δεν γίνεται ο δρόμος να μην είναι πλατύς.

Χορό είχε στήσει ο ουρανός στα ρουμάνια,
και τα λουλούδια λικνίζονταν στου αγέρα τη δίνη,
μαγεμένος τη ζούσα αυτή τη ζωντάνια,
δεν θα τολμούσε κάτι, τη ζωή να τη σβήνει.

Όμως ο δρόμος, άλλη στράτα λογάριαζε,
κι όλα γύρω ξαφνικά θε ν’ αλλάζουν,
ο ουρανός πάνωθέ μου ολοένα συννέφιαζε,
του φωτός τις ανταύγειες τα σκοτάδια σκεπάζουν.

Πώς αναπάντεχα ένιωσα να περπατώ στα σκοτάδια,
σε τοίχους ανήλιαγους στριμωγμένος να τρέχω,
πώς με τρόμο στα πόδια μου ήταν όλα ρημάδια,
και με δάκρυα το πρόσωπο αρχινώ να το βρέχω.

Οι σκιές αντιφέγγιζαν στου τσιμέντου τα τείχη,
μια σκοτάδι, ένα φως, τη καρδιά βασανίζουν,
πώς στη σκέψη μου έρχονταν αναπάντεχα στίχοι
και τα πόδια μου άρχισαν ξαφνικά να λυγίζουν.

Πού πήγαν τα όνειρα, πού θαφτήκαν τα πάντα;
προσμονές, καρτερέματα, πώς γινήκανε σκόνη;
“Μη λυγίζεις!” σού φώναξα, στάσου τώρα κι αγνάντα,
δες πέρα στο βάθος το φως να ζυγώνει!

Αλήθεια το λες, το βλέπω και εγώ τώρα,
και ταχύνω το βήμα μου σταθερά για να φτάσω,
σιμά είναι πια του λυτρωμού μου η ώρα,
την ελπίδα πια βλέπω και ποθώ μην τη χάσω.

Κραταιών ημερών εδιαβήκαμεν ώρες
και τα σκότη της νύχτας πλημμυρίσαμε φως,
μπορεί τα όνειρα όλα να μουσκέψανε μπόρες
ζωοδότης μάς κράτησε, λυτρωμού ο θυμός.

Των ονείρων η πτώσις μετέφερε σκόνη,
και οδύνες αβάσταχτες στην ψυχή σημαδεύει,
Σελίδες καινές όμως θριάμβου σηκώνει,
καθώς το φρόνημα, η ελπίδα θεριεύει.

Η ζωή συνεχίζεται νέους δρόμους χαράζει,
αδιάλειπτα στέκεται μπρος στου φόβου το σχήμα,
κανένα σκοτάδι δεν μπορεί να τρομάζει,
κραταιό νιώθω εντός μου, της ελπίδας το βήμα.

Πηγή: https://www.fractalart.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.