Ἔρθης δὲν ἔρθης, ἐγὼ θὰ σύρω
τἀργὰ τὰ πόδια γοργὰ ὡς ἐκεῖ,
τὸ κουρασμένο κορμὶ νὰ γείρω
στὴν ἔρμη πέτρα τὴ μυστική.
Καὶ θὰ προσμένω καὶ θὰ πεθαίνω
καὶ θἀνασταίνομαι -μιλῶ, μένω-
μὲ τὴ μιλιά σου·
ἔρθης δὲν ἔρθης, θὰ σ᾿ ἀγκαλιάζω
καὶ μὲ τὴ σκέψη μου θὰ ταιριάζω
τὴ ζωγραφιά σου.