Γράφει η Κατερίνα Μεταξοπούλου
Σε ρώτησαν γιατί είσαι μόνος. Γιατί προτιμάς να κρύβεσαι πίσω από το πέπλο της μοναξιάς. Τι σε τρόμαξε άραγε και βυθίστηκες στα μύχια της γοητευτικής «κυρίας»; Ήταν οι άνθρωποι μήπως, που στην προσπάθεια τους να σε πλησιάσουν ρίχνουν δίχτυα προστατευτισμού κι όταν τυλιχτείς για τα καλά δεν βρίσκεις πια διέξοδο;
Ήμουν εγώ, απάντησε. Με τρόμαξε ο εαυτός μου που ήταν γεμάτος αγάπη και απέλπιδες προσδοκίες να μεταδώσει αυτό το βαθύ και τόσο αδιάντροπο συναίσθημα που ξεχυνόταν μέσα μου κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Το σφάλμα μου ήταν πως δεν κοίταζα τον άνθρωπο στα μάτια αλλά κατευθείαν στην ψυχή, σαν να είχα μαγικό χάρισμα που αποδείχτηκε κατάρα. Βλέπεις, όλοι οι άνθρωποι είχαν κάτι να κρύψουν κι εγώ το διέκρινα και δεν μπορούσα να το αφήσω από τα μάτια μου. Έλεγα θα το διαλύσω και στη θέση του θα πλημμυρίζει η αγάπη, όταν τη μεταδώσω.
Κι όταν πια κατάλαβα πως οι άνθρωποι δεν δίνουν περιθώρια για παρενέργειες, ήταν πια πολύ αργά. Δεν προσπάθησα περισσότερο παρά βάλθηκα να κρύψω το θησαυρό μου. Και η αγάπη μου έμεινε εκεί, όπου κανείς δεν μπορούσε να τη βρει, γιατί κανείς δεν είχε αυτό το μαγικό χάρισμα να διεισδύει στα βάθη της ωκεάνιας ψυχής μου. Πώς σφήνωσα τόση αγάπη στον πυθμένα; Ακόμα απορώ!
Και όσο ο καιρός περνούσε, αυτή πάλευε να βγει στην επιφάνεια κι εγώ όλο και την έπνιγα, ώσπου πια ατιμασμένη και αδύναμη ξεψύχησε στα βαθιά νερά. Θαρρείς και λάσπωσαν τα νερά και στην επιφάνεια κείτονταν νεκρά πουλιά που έπεσαν από τον ουρανό των ονείρων μου. Όλη μου η ύπαρξη πέθαινε αλλά εγώ αγνοούσα το τέλος στο οποίο όδευα, γιατί ένιωθα ανακουφισμένος, αφού τίποτα πια δεν είχα να προστατεύσω. Παρά μόνο ένα άψυχο τομάρι, που κι αυτό είχε αρχίσει να γερνάει από τα αδυσώπητα χτυπήματα του χρόνου.
Αναρωτήθηκα ποιος άλλος είχε το μαγικό χάρισμα χαμένο. Έψαξα σε βιβλία που εξιστορούσαν ιστορίες πλούσιες σε παραμυθικά στοιχεία και άλλα ανυπόστατα γεγονότα, ώσπου άνοιξα το βιβλίο εκείνων, που η πένα τους ήταν ξίφος αιχμηρό και διατρυπούσε το χαρτί της εξομολόγησης με λόγια αληθινά, μεστά μαγείας και πληρότητας. Τελικά όσοι απ’ αυτούς αποπειράθηκαν να ερμηνεύσουν την αγάπη, δεν κατέληξαν κάπου, παρά μόνο τελείωναν τις ιστορίες τους με ευχές γεμάτες ελπίδα, να βρουν κάποτε τον άνθρωπο που θα κοιτάξει βαθιά μέσα στην ψυχή τους. Τότε ανησύχησα. Τι είχα κάνει; Αδίστακτος δολοφόνος ενός σπάνιου πλεονεκτήματος. Αυτό ήμουν!
Τώρα ποιο δρόμο να ακολουθήσω για να γυρίσω πίσω εκεί που ήμουν; Ποιο μονοπάτι θα με φέρει πίσω σε σένα, ψυχή μου; Σε έχασα και μαζί σου χάνω τώρα την ευκαιρία να προσφέρω αυτό το μοναδικό σε εκείνους που το προσμένουν. Θεέ μου, συγχώρεσε τον άνθρωπο τον αχάριστο, που σκοτώνει όσα γεννήθηκε για να προσφέρει. Επέλεξε να είναι μόνος και τώρα παραπαίει σαν το παράσιτο σε τούτο τον κόσμο. Μη του δίνεις δεύτερη ευκαιρία, γιατί στην πρώτη πληγή που θα αποκτήσει, θα απαρνηθεί πάλι το δώρο σου. Έτσι, θα είναι δυστυχισμένος και μαζί με αυτόν κι όλοι όσοι κάποτε προσπάθησαν να αφουγκραστούν τα εκκωφαντικά λογάκια που σιγοτραγουδούσε η ψυχούλα του. Ας μείνει μόνος μέσα στους μόνους!
Νέμεσις βαριά, μα δικαία για τον αγνώμονα, που έμαθε να παίρνει, μα ποτέ να δίνει.
-Πηγή:https://tovivlio.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.