Έρευνα του ΙΟΒΕ έρχεται να στηρίξει την παροχή εκπαίδευσης μέσω σχολικού κουπονιού
Πυκνώνουν το τελευταίο διάστημα δημοσιεύματα που αναφέρονται στην καθιέρωση του «εκπαιδευτικού κουπονιού», το οποίο θα παρέχεται στις οικογένειες προκειμένου να το εξαργυρώσουν σε δημόσιο ή ιδιωτικό σχολείο.
Το θέμα επανέρχεται κατά καιρούς ειδικά από τον οικονομικό Τύπο αφού άλλωστε πρόκειται περισσότερο για μπίζνες παρά για παιδαγωγική πρόταση.
Στην κατεύθυνση της «ζύμωσης» της πρότασης, η οποία όπως είναι φυσικό προωθείται με διάφορους τρόπους από τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων, ήρθε πριν από έναν περίπου χρόνο το ΙΟΒΕ (Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών) αναλαμβάνοντας να προσφέρει με μελέτη του επιχειρήματα και υπόβαθρο. Αλλωστε, ούτε από το γονεϊκό κίνημα ούτε από εκπαιδευτικούς ούτε γενικότερα από το κίνημα δεν έχει διατυπωθεί ποτέ ως αίτημα το «εκπαιδευτικό κουπόνι», ούτε βέβαια αποτελεί και τον καθημερινό καημό των γονιών που δίκαια ζητούν αναβαθμισμένη δημόσια Παιδεία.
Η πρόταση, όπως διατυπώνεται στην εν λόγω μελέτη με βάση και την - επιλεκτική - χρήση παραδειγμάτων από τη διεθνή εμπειρία, προβλέπει οι οικογένειες να λαμβάνουν εκπαιδευτικά κουπόνια που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα ποσά πληρωμένα από το Δημόσιο και με αυτά στο χέρι να επιλέγουν το σχολείο. «Τα σχολικά κουπόνια διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά τα κουπόνια που δίνονται σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές (καθολικά), επιλογή που συντελεί στην αύξηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα σχολεία αφού αυτά συναγωνίζονται σε επίπεδο ποιότητας εκπαιδευτικών υπηρεσιών (προγράμματα σπουδών, ακαδημαϊκά και ουσιαστικά προσόντα διδασκόντων κ.ά.), προκειμένου να προσελκύσουν το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό μαθητών. Η δεύτερη κατηγορία αφορά τα κουπόνια που απευθύνονται μόνο σε μαθητές που παρουσιάζουν αδυναμίες κοινωνικοοικονομικής φύσεως, π.χ. οικονομική αδυναμία των γονιών τους να καλύψουν τα έξοδα μόρφωσής τους», περιγράφεται το σχέδιο στη μελέτη.
Αναφέρεται επίσης ότι η επιχορήγηση μέσω των σχολικών κουπονιών εφαρμόζεται σε εννέα χώρες της ΕΕ, που επιχορηγούν κατηγορίες ή ακόμα και το σύνολο των δαπανών (Ολλανδία) των ιδιωτικών σχολείων.
Ζητούν «ζεστό» δημόσιο χρήμα
Το ΙΟΒΕ συνδέεται με τον ΣΕΒ ως το όργανο που διεξάγει μελέτες στο πλαίσιο των συμφερόντων του. Στη μελέτη, που καταλήγει στην «αναγκαιότητα» «ζεστό» κρατικό χρήμα να διοχετευθεί στην ιδιωτική εκπαίδευση - όχι μόνο μέσω των κουπονιών αλλά και με άλλους τρόπους -, γίνεται αναφορά σε μεγέθη της ιδιωτικής και δημόσιας Εκπαίδευσης, στο κόστος ανά μαθητή, στην οικονομική συγκυρία, στη διεθνή εμπειρία. Χρησιμοποιώντας όρους, όπως «καταναλωτικό κοινό των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών» και «ανάλυση κόστους / οφέλους», η μελέτη εμφανίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως αξίωμα το ότι το ιδιωτικό σχολείο είναι καλύτερο από το δημόσιο.
Με στοιχεία της σχολικής χρονιάς 2012 - 2013, η μελέτη παρουσιάζει την αναλογία μαθητών σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία. Ειδικότερα, αναφέρεται:
-- Στην αρχή του σχολικού έτους 2012 - 2013, τα δημόσια νηπιαγωγεία ανέρχονταν σε 5.331 (91,6% του συνόλου των νηπιαγωγείων, ιδιωτικών και δημόσιων) στα οποία φοιτούσαν 152.085 παιδιά (93,4% του συνόλου των παιδιών δημόσιων και ιδιωτικών νηπιαγωγείων) και υπηρετούσαν σε αυτά 12.580 νηπιαγωγοί (το 94,6% του διδακτικού προσωπικού των δημόσιων και ιδιωτικών νηπιαγωγείων). Την περίοδο αυτή οι μαθητές ανά νηπιαγωγό ανέρχονταν σε 12 στα δημόσια έναντι 15 στα ιδιωτικά νηπιαγωγεία.
-- Στην αρχή του σχολικού έτους 2012 - 2013, τα δημόσια δημοτικά σχολεία ανέρχονταν σε 4.368 (92,6% του συνόλου των σχολείων, ιδιωτικών και δημόσιων) στα οποία φοιτούσαν 591.461 μαθητές (93,6% του μαθητικού πληθυσμού σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία) και υπηρετούσαν σε αυτά 60.405 δάσκαλοι (το 94,1% του διδακτικού προσωπικού των δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων).
-- Κατά την έναρξη του σχολικού έτους 2012 - 2013, τα δημόσια γυμνάσια ανέρχονταν σε 1.739 (94,7% του συνόλου των γυμνασίων, ιδιωτικών και δημόσιων) στα οποία φοιτούσαν 300.978 μαθητές (95,4% του μαθητικού πληθυσμού των δημόσιων και ιδιωτικών γυμνασίων) και υπηρετούσαν σε αυτά 34.754 καθηγητές (το 94,3% του διδακτικού προσωπικού των δημόσιων και ιδιωτικών γυμνασίων).
-- Στην έναρξη του σχολικού έτους 2012 - 2013, τα δημόσια λύκεια ανέρχονταν σε 1.242 (92,8% του συνόλου των λυκείων, ιδιωτικών και δημόσιων) στα οποία φοιτούσαν 233.552 μαθητές (94,1% του μαθητικού πληθυσμού στα δημόσια και ιδιωτικά λύκεια) και υπηρετούσαν σε αυτά 23.316 καθηγητές (το 92,7% του διδακτικού προσωπικού του συνόλου των δημόσιων και ιδιωτικών λυκείων).
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι η μελέτη του ΙΟΒΕ διαπνέεται από μία είδους «διαμαρτυρία» για το ότι η ιδιωτική εκπαίδευση, τα σχολεία - επιχειρήσεις μετρούν τα διόλου ευκαταφρόνητα κέρδη τους μόνο από τα δίδακτρα και όχι και από έναν γενναίο σταθερό κρατικό μποναμά. «Σε αντίθεση με ό,τι επικρατεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης, στην Ελλάδα το κράτος δεν προσφέρει καμιάς μορφής στήριξη στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, δεν επιτρέπει τη συμμετοχή τους σε σχετικά έργα του Αναπτυξιακού Νόμου, ενώ οι δομές του εργασιακού καθεστώτος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργούν ενδεχομένως ως τροχοπέδη για τη διατήρηση υψηλού επιπέδου παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών που πρωταρχικά ωφελεί τους μαθητές / απόφοιτους», αναφέρεται μεταξύ άλλων. Εκτός δηλαδή από επιχορήγηση τα ιδιωτικά σχολεία ζητούν και διάλυση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών τους. Οι οποίες το τελευταίο διάστημα έχουν δεχτεί σοβαρά αλλεπάλληλα πλήγματα με την κατάργηση της εποπτείας του κράτους σε διάφορες πλευρές των εργασιακών ζητημάτων, την ενίσχυση και θεσμικά της ασυδοσίας των εργοδοτών. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η καθιέρωση «κουπονιού εκπαίδευσης» αποτελεί αίτημα του Συνδέσμου Ιδρυτών Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων, που το χαρακτηρίζει «εργαλείο για την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων που διατίθενται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και για τη διασφάλιση του δικαιώματος του γονέα να επιλέγει το σχολείο του παιδιού του σύμφωνα με το Χάρτη των δικαιωμάτων του πολίτη της ΕΕ».
Το «εκπαιδευτικό κουπόνι», που είχε κατά καιρούς διατυπωθεί ως πρόταση σε διάφορες εκδοχές, επανέρχεται με αφορμή την καπιταλιστική οικονομική κρίση. Το ΙΟΒΕ δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε οικονομικά μεγέθη προκειμένου να διαμορφώσει και οικονομικά επιχειρήματα υπέρ της χρηματοδότησης της ιδιωτικής εκπαίδευσης από το κράτος. Μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Το κράτος δεν επιχορηγεί την φοίτηση σε ιδιωτικά σχολεία, παρότι η φοίτηση του παιδιού σε ένα ιδιωτικό σχολείο απαλλάσσει το Δημόσιο από σημαντικές δαπάνες, ενώ δεν προβλέπεται από τη φορολογική νομοθεσία οποιουδήποτε είδους απαλλαγή για τις δαπάνες που αφορούν τη φοίτηση σε αυτά». «Στην ιδιωτική εκπαίδευση η μονάδα επιμερισμού του κόστους είναι τα νοικοκυριά που επιλέγουν το ιδιωτικό σχολείο, ενώ στη δημόσια εκπαίδευση, η μονάδα επιμερισμού είναι όλα τα φορολογούμενα νοικοκυριά», σημειώνει σε άλλο σημείο, εγείροντας από μία πέρα για πέρα αντιδραστική σκοπιά ζήτημα με την αξιοποίηση των φορολογικών εισφορών των εργαζομένων για τη δημόσια εκπαίδευση, παρουσιάζοντάς τη ως έξοδο και όχι ως δημόσιο αγαθό από το οποίο επωφελείται όλη η κοινωνία. Αναφέρει δε ότι όσο αυξάνονται οι πληρωμές για τη δημόσια εκπαίδευση, πολλές οικογένειες που επιλέγουν την ιδιωτική εκπαίδευση «ωθούνται» να επιλέξουν τη δημόσια. «Εκτοπίζοντας δηλαδή έτσι ένα μέρος της ζήτησης για ιδιωτική εκπαίδευση, όχι επειδή έχει αυξηθεί το κόστος της, αλλά, αντίθετα, επειδή έχει αυξηθεί το κόστος της δημόσιας».
Το καλύτερο σχολείο
Για την καθιέρωση χρηματοδότησης της ιδιωτικής εκπαίδευσης από το κράτος επιστρατεύεται και το επιχείρημα του καλύτερου τάχα εκπαιδευτικού αποτελέσματος στα ιδιωτικά σχολεία. Αναφέρει: «Το βασικό ισχυρό πλεονέκτημα της ιδιωτικής εκπαίδευσης έγκειται στην ποιότητα της παρεχόμενης διδασκαλίας και των παρελκόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Τα ιδιωτικά σχολεία προσελκύουν συχνά μαθητές υψηλών επιδόσεων και καλύτερους δασκάλους από τα δημόσια και οι γονείς αισθάνονται ότι εξασφαλίζουν την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση για το παιδί τους». Στο σημείο αυτό επιστρατεύεται και η μελέτη PISA του ΟΟΣΑ, από την οποία «προκύπτει ότι σε πολλές από τις εξεταζόμενες χώρες, οι μαθητές που φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία τείνουν να αποδίδουν καλύτερα από εκείνους που φοιτούν σε δημόσια σχολεία, παρόλο που οι μαθητές στα δημόσια σχολεία με παρόμοιο κοινωνικοοικονομικό προφίλ σε σχέση με τα ιδιωτικά, τείνουν να αποδίδουν επίσης καλά». Δεν μπορεί να μην αναφερθεί ακόμα και σε αυτή τη μελέτη ότι η εκπαίδευση είναι υπόθεση ταξική και οι επιδόσεις συνδέονται και με την ταξική θέση του μαθητή, το τι του παρέχεται στη ζωή του ως εφόδιο πέρα από τη φοίτηση στο σχολείο.
Με αφορμή εμπειρία από άλλες χώρες, η μελέτη «ανοίγει» επίσης ζητήματα χρηματοδότησης της ιδιωτικής εκπαίδευσης «από μία ευρύτερη σκοπιά», σε συνδυασμό με την παροχή εκπαιδευτικού κουπονιού ή όχι. Ως παράδειγμα φέρνει τη χρηματοδότηση ανέγερσης σχολικών εγκαταστάσεων, αγοράς βιβλίων, παροχής γεύματος, υγειονομικής προστασίας των μαθητών ή τις εκπτώσεις φόρων ή μη καταβολή ΦΠΑ που αφορούν δίδακτρα σχολείων.
Μαρίνα ΚΑΛΛΙΓΕΡΗ
Αναδημοσίευση από το Ριζοσπάστη
Το θέμα επανέρχεται κατά καιρούς ειδικά από τον οικονομικό Τύπο αφού άλλωστε πρόκειται περισσότερο για μπίζνες παρά για παιδαγωγική πρόταση.
Στην κατεύθυνση της «ζύμωσης» της πρότασης, η οποία όπως είναι φυσικό προωθείται με διάφορους τρόπους από τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων, ήρθε πριν από έναν περίπου χρόνο το ΙΟΒΕ (Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών) αναλαμβάνοντας να προσφέρει με μελέτη του επιχειρήματα και υπόβαθρο. Αλλωστε, ούτε από το γονεϊκό κίνημα ούτε από εκπαιδευτικούς ούτε γενικότερα από το κίνημα δεν έχει διατυπωθεί ποτέ ως αίτημα το «εκπαιδευτικό κουπόνι», ούτε βέβαια αποτελεί και τον καθημερινό καημό των γονιών που δίκαια ζητούν αναβαθμισμένη δημόσια Παιδεία.
Η πρόταση, όπως διατυπώνεται στην εν λόγω μελέτη με βάση και την - επιλεκτική - χρήση παραδειγμάτων από τη διεθνή εμπειρία, προβλέπει οι οικογένειες να λαμβάνουν εκπαιδευτικά κουπόνια που αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα ποσά πληρωμένα από το Δημόσιο και με αυτά στο χέρι να επιλέγουν το σχολείο. «Τα σχολικά κουπόνια διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά τα κουπόνια που δίνονται σε όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές (καθολικά), επιλογή που συντελεί στην αύξηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα σχολεία αφού αυτά συναγωνίζονται σε επίπεδο ποιότητας εκπαιδευτικών υπηρεσιών (προγράμματα σπουδών, ακαδημαϊκά και ουσιαστικά προσόντα διδασκόντων κ.ά.), προκειμένου να προσελκύσουν το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό μαθητών. Η δεύτερη κατηγορία αφορά τα κουπόνια που απευθύνονται μόνο σε μαθητές που παρουσιάζουν αδυναμίες κοινωνικοοικονομικής φύσεως, π.χ. οικονομική αδυναμία των γονιών τους να καλύψουν τα έξοδα μόρφωσής τους», περιγράφεται το σχέδιο στη μελέτη.
Αναφέρεται επίσης ότι η επιχορήγηση μέσω των σχολικών κουπονιών εφαρμόζεται σε εννέα χώρες της ΕΕ, που επιχορηγούν κατηγορίες ή ακόμα και το σύνολο των δαπανών (Ολλανδία) των ιδιωτικών σχολείων.
Ζητούν «ζεστό» δημόσιο χρήμα
Το ΙΟΒΕ συνδέεται με τον ΣΕΒ ως το όργανο που διεξάγει μελέτες στο πλαίσιο των συμφερόντων του. Στη μελέτη, που καταλήγει στην «αναγκαιότητα» «ζεστό» κρατικό χρήμα να διοχετευθεί στην ιδιωτική εκπαίδευση - όχι μόνο μέσω των κουπονιών αλλά και με άλλους τρόπους -, γίνεται αναφορά σε μεγέθη της ιδιωτικής και δημόσιας Εκπαίδευσης, στο κόστος ανά μαθητή, στην οικονομική συγκυρία, στη διεθνή εμπειρία. Χρησιμοποιώντας όρους, όπως «καταναλωτικό κοινό των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών» και «ανάλυση κόστους / οφέλους», η μελέτη εμφανίζει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως αξίωμα το ότι το ιδιωτικό σχολείο είναι καλύτερο από το δημόσιο.
Με στοιχεία της σχολικής χρονιάς 2012 - 2013, η μελέτη παρουσιάζει την αναλογία μαθητών σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία. Ειδικότερα, αναφέρεται:
-- Στην αρχή του σχολικού έτους 2012 - 2013, τα δημόσια νηπιαγωγεία ανέρχονταν σε 5.331 (91,6% του συνόλου των νηπιαγωγείων, ιδιωτικών και δημόσιων) στα οποία φοιτούσαν 152.085 παιδιά (93,4% του συνόλου των παιδιών δημόσιων και ιδιωτικών νηπιαγωγείων) και υπηρετούσαν σε αυτά 12.580 νηπιαγωγοί (το 94,6% του διδακτικού προσωπικού των δημόσιων και ιδιωτικών νηπιαγωγείων). Την περίοδο αυτή οι μαθητές ανά νηπιαγωγό ανέρχονταν σε 12 στα δημόσια έναντι 15 στα ιδιωτικά νηπιαγωγεία.
-- Στην αρχή του σχολικού έτους 2012 - 2013, τα δημόσια δημοτικά σχολεία ανέρχονταν σε 4.368 (92,6% του συνόλου των σχολείων, ιδιωτικών και δημόσιων) στα οποία φοιτούσαν 591.461 μαθητές (93,6% του μαθητικού πληθυσμού σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία) και υπηρετούσαν σε αυτά 60.405 δάσκαλοι (το 94,1% του διδακτικού προσωπικού των δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων).
-- Κατά την έναρξη του σχολικού έτους 2012 - 2013, τα δημόσια γυμνάσια ανέρχονταν σε 1.739 (94,7% του συνόλου των γυμνασίων, ιδιωτικών και δημόσιων) στα οποία φοιτούσαν 300.978 μαθητές (95,4% του μαθητικού πληθυσμού των δημόσιων και ιδιωτικών γυμνασίων) και υπηρετούσαν σε αυτά 34.754 καθηγητές (το 94,3% του διδακτικού προσωπικού των δημόσιων και ιδιωτικών γυμνασίων).
-- Στην έναρξη του σχολικού έτους 2012 - 2013, τα δημόσια λύκεια ανέρχονταν σε 1.242 (92,8% του συνόλου των λυκείων, ιδιωτικών και δημόσιων) στα οποία φοιτούσαν 233.552 μαθητές (94,1% του μαθητικού πληθυσμού στα δημόσια και ιδιωτικά λύκεια) και υπηρετούσαν σε αυτά 23.316 καθηγητές (το 92,7% του διδακτικού προσωπικού του συνόλου των δημόσιων και ιδιωτικών λυκείων).
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι η μελέτη του ΙΟΒΕ διαπνέεται από μία είδους «διαμαρτυρία» για το ότι η ιδιωτική εκπαίδευση, τα σχολεία - επιχειρήσεις μετρούν τα διόλου ευκαταφρόνητα κέρδη τους μόνο από τα δίδακτρα και όχι και από έναν γενναίο σταθερό κρατικό μποναμά. «Σε αντίθεση με ό,τι επικρατεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης, στην Ελλάδα το κράτος δεν προσφέρει καμιάς μορφής στήριξη στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, δεν επιτρέπει τη συμμετοχή τους σε σχετικά έργα του Αναπτυξιακού Νόμου, ενώ οι δομές του εργασιακού καθεστώτος των ιδιωτικών εκπαιδευτικών λειτουργούν ενδεχομένως ως τροχοπέδη για τη διατήρηση υψηλού επιπέδου παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών που πρωταρχικά ωφελεί τους μαθητές / απόφοιτους», αναφέρεται μεταξύ άλλων. Εκτός δηλαδή από επιχορήγηση τα ιδιωτικά σχολεία ζητούν και διάλυση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών τους. Οι οποίες το τελευταίο διάστημα έχουν δεχτεί σοβαρά αλλεπάλληλα πλήγματα με την κατάργηση της εποπτείας του κράτους σε διάφορες πλευρές των εργασιακών ζητημάτων, την ενίσχυση και θεσμικά της ασυδοσίας των εργοδοτών. Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι η καθιέρωση «κουπονιού εκπαίδευσης» αποτελεί αίτημα του Συνδέσμου Ιδρυτών Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων, που το χαρακτηρίζει «εργαλείο για την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων που διατίθενται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και για τη διασφάλιση του δικαιώματος του γονέα να επιλέγει το σχολείο του παιδιού του σύμφωνα με το Χάρτη των δικαιωμάτων του πολίτη της ΕΕ».
Το «εκπαιδευτικό κουπόνι», που είχε κατά καιρούς διατυπωθεί ως πρόταση σε διάφορες εκδοχές, επανέρχεται με αφορμή την καπιταλιστική οικονομική κρίση. Το ΙΟΒΕ δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε οικονομικά μεγέθη προκειμένου να διαμορφώσει και οικονομικά επιχειρήματα υπέρ της χρηματοδότησης της ιδιωτικής εκπαίδευσης από το κράτος. Μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Το κράτος δεν επιχορηγεί την φοίτηση σε ιδιωτικά σχολεία, παρότι η φοίτηση του παιδιού σε ένα ιδιωτικό σχολείο απαλλάσσει το Δημόσιο από σημαντικές δαπάνες, ενώ δεν προβλέπεται από τη φορολογική νομοθεσία οποιουδήποτε είδους απαλλαγή για τις δαπάνες που αφορούν τη φοίτηση σε αυτά». «Στην ιδιωτική εκπαίδευση η μονάδα επιμερισμού του κόστους είναι τα νοικοκυριά που επιλέγουν το ιδιωτικό σχολείο, ενώ στη δημόσια εκπαίδευση, η μονάδα επιμερισμού είναι όλα τα φορολογούμενα νοικοκυριά», σημειώνει σε άλλο σημείο, εγείροντας από μία πέρα για πέρα αντιδραστική σκοπιά ζήτημα με την αξιοποίηση των φορολογικών εισφορών των εργαζομένων για τη δημόσια εκπαίδευση, παρουσιάζοντάς τη ως έξοδο και όχι ως δημόσιο αγαθό από το οποίο επωφελείται όλη η κοινωνία. Αναφέρει δε ότι όσο αυξάνονται οι πληρωμές για τη δημόσια εκπαίδευση, πολλές οικογένειες που επιλέγουν την ιδιωτική εκπαίδευση «ωθούνται» να επιλέξουν τη δημόσια. «Εκτοπίζοντας δηλαδή έτσι ένα μέρος της ζήτησης για ιδιωτική εκπαίδευση, όχι επειδή έχει αυξηθεί το κόστος της, αλλά, αντίθετα, επειδή έχει αυξηθεί το κόστος της δημόσιας».
Το καλύτερο σχολείο
Για την καθιέρωση χρηματοδότησης της ιδιωτικής εκπαίδευσης από το κράτος επιστρατεύεται και το επιχείρημα του καλύτερου τάχα εκπαιδευτικού αποτελέσματος στα ιδιωτικά σχολεία. Αναφέρει: «Το βασικό ισχυρό πλεονέκτημα της ιδιωτικής εκπαίδευσης έγκειται στην ποιότητα της παρεχόμενης διδασκαλίας και των παρελκόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Τα ιδιωτικά σχολεία προσελκύουν συχνά μαθητές υψηλών επιδόσεων και καλύτερους δασκάλους από τα δημόσια και οι γονείς αισθάνονται ότι εξασφαλίζουν την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση για το παιδί τους». Στο σημείο αυτό επιστρατεύεται και η μελέτη PISA του ΟΟΣΑ, από την οποία «προκύπτει ότι σε πολλές από τις εξεταζόμενες χώρες, οι μαθητές που φοιτούν σε ιδιωτικά σχολεία τείνουν να αποδίδουν καλύτερα από εκείνους που φοιτούν σε δημόσια σχολεία, παρόλο που οι μαθητές στα δημόσια σχολεία με παρόμοιο κοινωνικοοικονομικό προφίλ σε σχέση με τα ιδιωτικά, τείνουν να αποδίδουν επίσης καλά». Δεν μπορεί να μην αναφερθεί ακόμα και σε αυτή τη μελέτη ότι η εκπαίδευση είναι υπόθεση ταξική και οι επιδόσεις συνδέονται και με την ταξική θέση του μαθητή, το τι του παρέχεται στη ζωή του ως εφόδιο πέρα από τη φοίτηση στο σχολείο.
Με αφορμή εμπειρία από άλλες χώρες, η μελέτη «ανοίγει» επίσης ζητήματα χρηματοδότησης της ιδιωτικής εκπαίδευσης «από μία ευρύτερη σκοπιά», σε συνδυασμό με την παροχή εκπαιδευτικού κουπονιού ή όχι. Ως παράδειγμα φέρνει τη χρηματοδότηση ανέγερσης σχολικών εγκαταστάσεων, αγοράς βιβλίων, παροχής γεύματος, υγειονομικής προστασίας των μαθητών ή τις εκπτώσεις φόρων ή μη καταβολή ΦΠΑ που αφορούν δίδακτρα σχολείων.
Μαρίνα ΚΑΛΛΙΓΕΡΗ
Αναδημοσίευση από το Ριζοσπάστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.