Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

ΑΚΡΙΒΕΙΑ, ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ!

ΘΑΝΟΣ ΤΣΙΡΟΣ

Ούτε ο δείκτης του πληθωρισμού από μόνος του μπορεί να αποτυπώσει τις συνέπειες από τις ανατιμήσεις, ούτε φυσικά η σύγκριση των μεταβολών στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Το μέγεθος του προβλήματος δεν μετριέται μόνο με το ποσοστό αύξησης των τιμών, αλλά με το ποσοστό του εισοδήματος που καλείται να καταβάλει το κάθε νοικοκυριό για να καλύψει τις ανάγκες του.
Κάθε χρόνο, η Ελληνική Στατιστική Αρχή δημοσιεύει την έρευνα των οικογενειακών προϋπολογισμών. Ουσιαστικά είναι το εργαλείο που «μετράει» το πόσα ξοδεύουν τα νοικοκυριά ανάλογα με το μηνιαίο εισόδημά τους. Και όχι μόνον αυτό. Χρησιμοποιείται για να «επικαιροποιηθεί» το καλάθι του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή, ήτοι του πληθωρισμού. Πού θα επικεντρωθεί το ενδιαφέρον στην επόμενη έρευνα που θα δημοσιευτεί; Στο ποσό της δαπάνης με την οποία θα εμφανίζονται να επιβαρύνονται τα νοικοκυριά για τα είδη διατροφής, αλλά και στον συντελεστή βαρύτητας που θα αποκτήσει το τρόφιμο από εδώ και στο εξής.
Αυτή η μέτρηση είναι και η ουσία της συζήτησης. Ούτε ο δείκτης του πληθωρισμού από μόνος του μπορεί να αποτυπώσει τις συνέπειες από τις ανατιμήσεις, ούτε φυσικά η σύγκριση των μεταβολών στην Ελλάδα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Πολύ απλά διότι το μέγεθος του προβλήματος που λέγεται «ακρίβεια» δεν μετριέται μόνο με το ποσοστό αύξησης των τιμών (και όχι μόνο στα τρόφιμα, αλλά συνολικά στα διάφορα προϊόντα και στις υπηρεσίες), αλλά με το ποσοστό του εισοδήματος που καλείται να καταβάλει το κάθε νοικοκυριό για να καλύψει τις ανάγκες του. Αν αυξάνεται το ποσοστό του εισοδήματος που πρέπει να διαθέσει κάποιος για να καλυφθούν βασικές ανάγκες, τότε το πρόβλημα της ακρίβειας επιδεινώνεται. Αν η αύξηση του εισοδήματος είναι τέτοια που να καλύπτει το αυξημένο κόστος, το πρόβλημα περιορίζεται ή και εκμηδενίζεται ακόμη. Είναι όμως αυτή η κατάσταση με τα τρόφιμα; Όχι, και γι’ αυτό το πρόβλημα φαίνεται «βουνό» σε εκατομμύρια νοικοκυριά.
Ο πληθωρισμός των τροφίμων έχει και ένα επιπλέον χαρακτηριστικό. Επειδή μιλάμε για ανελαστική δαπάνη, το πρόβλημα πλήττει πρώτα απ’ όλα τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια. Και ακριβώς επειδή η Ελλάδα μόλις βγαίνει από μία περίοδο ύφεσης που προκάλεσε κατακόρυφη πτώση των εισοδημάτων, οι έχοντες χαμηλότερες αποδοχές είναι και οι περισσότεροι.
Πόσο αντέχουν τα νοικοκυριά την ακρίβεια και οι επιχειρήσεις στο αυξημένο εργασιακό κόστος;
Ας γίνει μια προσπάθεια ποσοτικοποίησης του προβλήματος, αν και η πιο ξεκάθαρη εικόνα θα σχηματιστεί όταν θα έχουμε διαθέσιμα τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών. Το 2021, τα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα από 1.100 έως 1.450 ευρώ ξόδευαν περίπου 240 ευρώ για τα τρόφιμά τους. Επειδή τα τρόφιμα έχουν ακριβύνει κατά 30% με βάση τον επίσημο δείκτη τροφίμων της Eurostat, τα 240 ευρώ έχουν γίνει 314 ευρώ. Δηλαδή 72 ευρώ επάνω. Εκεί λοιπόν που το νοικοκυριό έπρεπε να δίνει το 15% του εισοδήματός του για τα τρόφιμα, τώρα το ποσοστό έχει φτάσει στο 20%. Ποιος είναι ο τρόπος για να παραμείνει η αναλογία στο 15%; Να αυξηθεί και το εισόδημα κατά 30% στην τελευταία τριετία, αλλά κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί. Πρώτον διότι το ποσοστό αύξησης των μεικτών αποδοχών είναι μικρότερο στο ίδιο διάστημα και δεύτερον διότι από τις μεικτές αυξήσεις του εισοδήματος ένα σημαντικό μέρος κρατά η εφορία.
Το ακόλουθο στοιχείο αναδεικνύει και την άλλη διάσταση του προβλήματος: Ας πάρουμε αυτόν που έχει εισόδημα 3.500 ευρώ τον μήνα. Το 2021 ξόδευε 380 ευρώ για τα τρόφιμα και τώρα έχει φτάσει η δαπάνη του στα 500 ευρώ χωρίς να αλλάξει καμία καταναλωτική συνήθεια. Αυτό σημαίνει ότι από το 11% του εισοδήματός του έχει αυξηθεί το ποσοστό στο 14%, ακόμα και χωρίς καμία αύξηση του εισοδήματος. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Ότι το νοικοκυριό με το χαμηλότερο εισόδημα είναι αυτό που «πονάει» περισσότερο, διότι αν αναγκάζεται να διαθέσει μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος για τα βασικά, τότε αναγκαστικά θα κόψει από αλλού για να τα καταφέρει.
ΟΥΤΕ Ο ΔΕΙΚΤΗΣ ΤΟΥ ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΝΑΤΙΜΗΣΕΙΣ, ΟΥΤΕ ΦΥΣΙΚΑ Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΑΒΟΛΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΥΠΟΛΟΙΠΕΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΧΩΡΕΣ. ΠΟΛΥ ΑΠΛΑ ΔΙΟΤΙ ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ «ΑΚΡΙΒΕΙΑ» ΔΕΝ ΜΕΤΡΙΕΤΑΙ ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΥΞΗΣΗΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ, ΑΛΛΑ ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΣΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ), ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΚΑΛΕΙΤΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΒΑΛΕΙ ΤΟ ΚΑΘΕ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΛΥΨΕΙ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ.
O πληθωρισμός συνιστά μεταβολή, δεν αποτυπώνει το ύψος της τελικής τιμής. Γι’ αυτό από μόνη της η καταγραφή της μεταβολής δεν μπορεί να αποτυπώσει το μέγεθος του προβλήματος. Πέραν του ότι η ανάγνωση των αριθμών μπορεί να γίνει με όποιο τρόπο θέλει ο ενδιαφερόμενος, ανάλογα με το τι θα επιλέξει να συγκρίνει. Για παράδειγμα, το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Τιμών επιτρέπει τη σύγκριση των τιμών μέσω του σχετικού κλαδικού δείκτη για όλη την περίοδο από το ξέσπασμα της πληθωριστικής κρίσης. Τρία είναι τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν αν γίνει σύγκριση της Ελλάδας με τον μέσο όρο της ΕΕ ή της ευρωζώνης.Σε επίπεδο έτους, έχουμε χειρότερη επίδοση, καθώς μέχρι και τον Απρίλιο οι τιμές είχαν ανατιμηθεί κατά 5,3% έναντι 1,9%, που είναι ο αντίστοιχος ρυθμός στην Ευρώπη. Όποιος θέλει λοιπόν να αποδείξει ότι είχαμε μεγαλύτερες ανατιμήσεις το τελευταίο 12μηνο, μπορεί να το κάνει.
Σε επίπεδο 2ετίας, οι ανατιμήσεις στην Ελλάδα έχουν φτάσει στο 17,1% στην Ελλάδα, στο 17,3% στην ευρωζώνη, και στο 18,4% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Άρα, έχει ένα επιχείρημα και αυτός που θέλει να υποστηρίξει ότι στη διετία τα έχουμε πάει και λίγο καλύτερα.
Σε βάθος τριών ετών −συγκρίνοντας ουσιαστικά με τα επίπεδα τιμών του 2021 όταν ξεκίνησε και ο μεγάλος ανατιμητικός κύκλος αμέσως μετά την πανδημία− η Ελλάδα βγάζει ποσοστό ανατιμήσεων 30,28%, η ευρωζώνη 26,26% και η Ευρωπαϊκή Ένωση 28,93%. Αυτή η μεταβολή πάλι διαβάζεται όπως θέλει ο καθένας. Το σίγουρο είναι ότι από τη στιγμή που αυτό το ποσοστό είναι μεγαλύτερο από τον ρυθμό αύξησης του καθαρού εισοδήματος στα περισσότερα νοικοκυριά, το πρόβλημα «ακρίβεια» μεγαλώνει.
Ποια είναι η λύση; Για τη ζημιά που έχουν ήδη υποστεί τα νοικοκυριά δεν υπάρχει επιστροφή. Αυτό που είναι το ζητούμενο είναι να συμβαδίσει ο ρυθμός αύξησης των τιμών με τον αντίστοιχο των εισοδημάτων, ώστε να σταματήσει η επιδείνωση του προβλήματος. Το γεγονός ότι παρατηρούνται σημάδια αποκλιμάκωσης του ρυθμού μεταβολής των τιμών προφανώς και βοηθάει. Το ζητούμενο είναι να ακολουθήσουν και τα εισοδήματα.

Πηγή: https://www.economia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.