Κάποια στιγμή να δώσουμε στις λέξεις την πραγματική τους σημασία
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Γιατί οι λέξεις γίνονται μόνο συνθήματα, χωρίς όμως κάποιο πιο ουσιαστικό περιεχόμενο. Γίνονται ακόμη περισσότερο απλά σύμβολα χωρίς επί της ουσίας να σημαίνουν κάτι, να δεσμεύουν σε Αρχές, να συνεπάγονται συγκεκριμένες πράξεις, χωρίς, κοινώς, να αναλαμβάνει ευθύνη όποιος τις εκφέρει.
Ακόμη χειρότερα, γίνονται απλές ταυτοτικές επικλήσεις, σαν όποιος τις εκστομίσει να θέλει απλώς να μας κλείσει το μάτι και να μας πει «και εγώ από αυτή τη μεριά είμαι».
Μόνο που έτσι ο πολιτικός λόγος φτωχαίνει διαρκώς σε ουσία και πειθώ, καταλήγει εύκολη συνθηματολογία, συχνά κενολογία, απομακρύνοντας τους πολίτες ακόμη περισσότερο από την πολιτική.
Όμως, οι λέξεις δεν είναι και δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ως κούφια σύμβολα. Έχουν περιεχόμενο, παραπέμπουν σε πραγματικότητες, γεννούν συζητήσεις και συγκρούσεις για το νόημα που τους δίνει και τον τρόπο που τις συνδυάζει όποιος τις χρησιμοποιεί, ως άλλωστε «οφείλουν», αποτελώντας μέσο για να επικοινωνούμε, να εκφραζόμαστε, να παίρνουμε θέση απέναντι στα κρίσιμα θέματα, στην ίδια τη ζωή.
Και αυτό σημαίνει ότι οι λέξεις δεν έχουν και ιδιοκτήτες, κυρίως δε όσες έχουν αφηρημένο περιεχόμενο και έννοια που οφείλει να συγκεκριμενοποιήσει όποιος τις χρησιμοποιεί.
Πάρτε για παράδειγμα τη λέξη ασφάλεια.
Είναι εδώ και χρόνια βασική αιχμή της κυβερνητικής παράταξης. Οι λόγοι προφανείς. Οι άνθρωποι νιώθουν πιο ανασφαλείς, βλέπουν περισσότερες απειλές εκεί έξω και συνάμα για μια συντηρητική πολιτική δύναμη η επίκληση της ποινικής αυστηρότητας και της εντονότερης καταστολής είναι ιδεολογικά πιο κοντινή.
Όμως, εάν προσπαθήσουμε να δούμε τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους ανασφαλείς, τότε προκύπτει και μια άλλη έννοια της ανασφάλειας.
Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι ανασφαλείς κυρίως γιατί φοβούνται ότι θα μπει ένας μασκοφόρος ληστής να τους πάρει το κομπόδεμα. Ή ότι θα γίνουν «μπάχαλα» στη γειτονιά τους.
Οι άνθρωποι αισθάνονται ανασφαλείς γιατί ο μισθός τελειώνει πριν τελειώσει ο μήνας. Γιατί μπορεί μια μέρα να τους πει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού ότι το θέλει για Airbnb. Γιατί φοβούνται πολύ περισσότερο ότι σε μια μεγάλη νεροποντή ή σε μια δασική φωτιά θα κινδυνέψουν και τα σπίτια και οι ζωές τους. Γιατί ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή. Γιατί φοβούνται μήπως τα παιδιά τους μεταναστεύσουν στο εξωτερικό για να βρουν στοιχειωδώς αξιοπρεπή σε αμοιβές και συνθήκες εργασία. Γιατί αισθάνονται ότι πλέον ακόμη και ένα ταξίδι με το τρένο έχει μεγάλο κίνδυνο.
Εάν λοιπόν η ανασφάλεια οφείλεται κυρίως σε όλα αυτά, τότε καταλαβαίνουμε ότι το αίτημα της ασφάλειας μπορεί να ανασημασιοδοτηθεί. Να αποκτήσει τη διάσταση της εργασιακής αξιοπρέπειας, της προοπτικής για τη νεολαία, της λήψης μέτρων για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις, της κοινωνικής πολιτικής, της ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, των μέτρων ενάντια στην ακρίβεια και στον «πληθωρισμό της απληστίας», της δημιουργίας όλων των απαραίτητων υποδομών για την ασφαλή μετακίνηση.
Σαφώς σε μια τέτοια οπτική προφανώς χωράει και η έννοια της ασφάλειας ως αστυνόμευση, αλλά στη βάση μιας πολιτικής που θα έχει αντιμετωπίσει κάποια από τα προβλήματα που τροφοδοτούν την παραβατικότητα.
Σε κάθε περίπτωση όλο αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την υπερπροβολή της «πυγμής» για να συγκαλυφθεί η αδυναμία ή ακόμη και απροθυμία για τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων.
Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για μια άλλη λέξη. Την κανονικότητα. Και αυτή την «οικειοποιήθηκε» η κυβερνητική παράταξη δηλώνοντας ότι αντιπροσωπεύει την τομή με την προηγούμενη κατάσταση των μεγάλων αναταραχών και για να παρουσιάσει τη δική της πολιτική ως τη μόνη που επαναφέρει και μπορεί να εγγυηθεί την κανονικότητα.
Μόνο που η κανονικότητα για τους πολίτες αποτελεί μια σύνθετη έννοια με πολλές παραμέτρους.
Η κανονικότητα που θέλουν οι πολίτες είναι να ξέρουν ότι θα έχουν δουλειά και την άλλη μέρα. Ότι τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς είναι ασφαλή και όχι «ταξίδι του τρόμου». Ότι τα σχολεία έχουν όλους τους εκπαιδευτικούς από την αρχή. Ότι εάν αρρωστήσεις θα πας σε ένα δημόσιο νοσοκομείο και δεν θα σου πουν ότι για να χειρουργηθείς θα πρέπει να δώσεις και «νόμιμο φακελάκι». Ότι το παιδί σου θα μπορεί εάν μελετήσει να μπει σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο και με το πτυχίο του θα καταφέρει να σταδιοδρομήσει, να κάνει κάτι σε αυτή τη χώρα.
Κανονικότητα θεωρούν επίσης να υπάρχει ένα τοπίο στην ενημέρωση πολυφωνικό, όπου θα μπορούν να ακούγονται διαφορετικές απόψεις και όταν π.χ. ασκείται κριτική στην κυβέρνηση, η κυβέρνηση απαντά και δεν σπεύδει να αναζητήσει συνωμοσίες.
Υπό αυτήν την οπτική, κάθε άλλο παρά είμαστε σε «κανονικότητα», αλλά αντιθέτως αποτελεί ζητούμενο για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.
Αλλά και η δικαιοσύνη είναι μια λέξη που επίσης έχει κακοπάθει. Γιατί δικαιοσύνη δεν σημαίνει μόνο να ανακοινώνονται νέοι ποινικοί κώδικες, αυστηρότερες ποινές και επιτάχυνση των διαδικασιών για την απονομή της.
Δικαιοσύνη για τον πολίτη είναι να γνωρίζει ότι οι ίδιοι κανόνες ισχύουν για όλους. Ότι επιβάλλεται η αξιοκρατία. Ότι για να κάνει τη δουλειά του με το κράτος δεν χρειάζεται «βύσμα» ή «μέσο». Ότι δεν υπάρχει ατιμωρησία και πολύ περισσότερο ότι δεν μένουν πάντα στο απυρόβλητο οι ισχυροί. Ότι υπάρχουν κανόνες και γίνονται σεβαστοί. Ότι δεν υπάρχει διασπάθιση του δημόσιου χρήματος για να διαμορφώνεται ευμενέστερο «επικοινωνιακό περιβάλλον». Ότι όταν μια κυβέρνηση ή οι υπουργοί της πιάνονται «με τη γίδα στη πλάτη», είτε μιλάμε για τις υποκλοπές είτε για την ενορχηστρωμένη προσπάθεια να εμπεδωθεί η θεωρία του «ανθρώπινου λάθους και μόνο» για τα Τέμπη, δεν σπεύδουν να οχυρωθούν πίσω από την ασυλία ή τη νομοθεσία περί της… μη ευθύνης των υπουργών, αλλά λογοδοτούν και αναλαμβάνουν την ευθύνη που τους αναλογεί.
Όπως επίσης δικαιοσύνη είναι και η αξιοπρεπής αμοιβή στην εργασία και μια εργασιακή νομοθεσία που όντως θα προστατεύει τον εργαζόμενο, η προσπάθεια αναδιανομής εισοδήματος προς όφελος των αδυνάτων, η κατοχύρωση του κοινωνικού κράτους, η προσπάθεια και τα κέρδη της ανάπτυξης και τα κόστη της πράσινης μετάβασης να επιμεριστούν με τρόπο που να μην αδικεί τους πιο αδύναμους.
Όλα αυτά δείχνουν ότι σήμερα το κύριο πρόβλημα δεν είναι ότι η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι μόνο αυτή μπορεί να προσφέρει ασφάλεια, κανονικότητα και δικαιοσύνη, – λέξεις στις οποίες άλλωστε, όπως αποδεικνύεται, δίνει άλλη ερμηνεία από αυτή που δίνει η κοινωνία, αλλά και τις έχει ξαναπεί με όσα ακολούθησαν να είναι διαφωτιστικά για το πώς τις εννοεί.
Το κρίσιμο ζήτημα και πρόβλημα είναι ότι ότι την ώρα που οι πολίτες αναζητούν ασφάλεια, κανονικότητα και δικαιοσύνη απέναντι στην πραγματικότητα που βιώνουν – και που σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνεται από τις πολιτικές της κυβέρνησης – δεν υπάρχει μια πολιτική δύναμη που τη δυσαρέσκεια και την ανασφάλειά τους να μπορέσει να τη μετατρέψει σε επιθυμία για αλλαγή προσφέροντας όραμα και πειστική εναλλακτική πολιτική πρόταση.
Γιατί οι πολίτες δεν έχουν ανάγκη από κάποιον που να τους λέει τα προβλήματά τους. Αυτά τα ξέρουν και από μόνοι τους και μάλλον πολύ καλύτερα και από τα κόμματα και από τους πολιτικούς της αντιπολίτευσης. Δεν χρειάζονται ένα «αντηχείο» της δικής τους δυσαρέσκειας. Δεν τους φτάνει να βλέπουν την οργή τους να γίνεται πολιτικό σύνθημα, ούτε χρειάζονται κάποιον που θα επαναλάβει τις ίδιες ή παρεμφερείς «άδειες λέξεις».
Απόδειξη η πολιτική επικράτηση του «Κανένα» που θα μπορούσε να ντύνεται μουσικά με τους στίχους του Τριπολίτη: «Είπατε ό,τι είχατε να πείτε προσοχή! Η μνήμη όταν επιστρέφει εκδικείται με τις ίδιες άδειες λέξεις που σ’ αυτήν θα αποταθείτε».
Οι πολίτες χρειάζονται κάποιον που να προσπαθήσει να αποδείξει και να εξηγήσει πώς μπορεί να κυβερνήσει με τρόπο διαφορετικό, με ένα πρόγραμμα που να είναι εφικτό, να συνοδεύεται από αξιόπιστη οικονομική αξιολόγηση και να δείχνει με ποιο τρόπο βήμα βήμα μπορεί να αποκτηθεί όντως και ασφάλεια και κανονικότητα και δικαιοσύνη στη χώρα μας.
Πηγή: https://www.in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.