Της Έμμας Τσιβρά //
Αμμόχωστος
Κατέβηκαν από τη θάλασσα της Κερύνειας
-μες στ’ αυγουστιάτικο φως την ώρα:
που στραφτάλιζαν στον ήλιο πετσέτες λινές
και τ ’ακροδάχτυλα χάιδευαν
φλιτζάνια πορσελάνινα
Η ζωή όρμησε στο σημείο μηδέν:
κλάματα, ποδοβολητά, κραυγές, ονόματα
-όλα ανάκατα στον αυγινό αέρα.
Κι ύστερα άδειασε η λεωφόρος Δημοφώντος
τα σπίτια έμειναν ξεκλείδωτα
-έβγαλαν ρίζες από ατσάλι
έζωσαν το χώμα κανείς να μην το πάρει-.
Τα παραθύρια ορθάνοιχτα συνομιλούν
με τους αέρηδες, με τις βροχές
-εκλιπαρούν τον ουρανό για μια γαλάζια καλημέρα.
Απάτητη η χρυσή αμμουδιά
στο κύλισμα του χρόνου αφουγκράζεται:
φωνές, όπλων ριπές, λόγια ερωτικά, υποσχέσεις.
Αδιανόητο καλοκαίρι
-αδιανόητη πράξη
ανοιχτή πληγή στο σώμα της Ιστορίας-.
Αμμόχωστος χαμένη πατρίδα:
-αποτύπωμα μουγγό
στη γλώσσα του χάρτη-.
Τόπος εξορίας των ξαφνιασμένων ονείρων
-απ’ τον πρωτόγονο τρόμο του ξεριζωμού
ενός λαού προδομένου
ενός λαού τραγικού
που ακόμα σε θωρεί μες στα συρματοπλέγματα
-μετρώντας το χρόνο αντίστροφα
τ’ όνειρο θαύμα να γενεί-.
Πηγή: https://www.fractalart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.