Posted on 4 May, 2015 by Niκος Smyrnaios
Από την αρχή της ελληνικής κρίσης τα μέσα μαζικής ενημέρωσης διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης στην Ευρώπη γύρω από το θέμα αυτό. Αλλά σε τι συνίσταται αυτός ο ρόλος;
Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσω να δείξω ότι τα κυρίαρχα μέσα της ΕΕ (δηλαδή εκείνα που κατέχουν κεντρική θέση στο ευρωπαϊκό σύστημα ενημέρωσης) έχουν πολύ μικρή συμβολή στην κριτική κατανόηση του προβλήματος και των αιτιών του. Αντ ‘αυτού, έχουν την τάση να μεταφέρουν αρνητικά στερεότυπα για τους Έλληνες τους οποίους κρίνουν αποκλειστικά υπεύθυνους για την τύχη τους. Με αυτό τον τρόπο ευθυγραμμίζονται de facto με τα πιο αντιδραστικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας που υποστηρίζουν επίσης τη θέση της συλλογικής ευθύνης.
Τα κυρίαρχα ευρωπαϊκά μέσα συμμετέχουν επίσης ενεργά στη δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και του κοινωνικού κινήματος στην Ελλάδα παίζοντας σημαντικό ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι της διαπραγμάτευσης μεταξύ της νέας ελληνικής κυβέρνησης και των πιστωτών της. Έτσι χρησιμοποιούνται από τους τελευταίους ως μέσο απόδοσης ευθύνης για την κρίση (ποιος φταίει), παραγωγής μιας ηγεμονικής αφήγησης της αλληλουχίας γεγονότων μεταξύ 2010 και 2015 (τι συνέβη) και ενός ιδεολογικού και ηθικού πλαισίου αιτιολόγησης (γιατί συνέβη έτσι, κι αν αυτό κρίνεται ως καλό ή κακό).
2010-2012: η κατασκευή του αποδιοπομπαίου τράγου
Η αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος από τη διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης διανύει τρεις διακριτές περιόδους. Η πρώτη, μεταξύ 2010 και 2012, καλύπτει την αρχή της κρίσης και χαρακτηρίζεται από μια πολύ σκληρή μεταχείριση της Ελλάδας, ειδικά από τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης. Το διακύβευμα της πρώτης περιόδου είναι η επίρριψη ευθυνών. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη πρέπει να πειστεί ότι μόνοι υπεύθυνοι για την κατάσταση που ζουν είναι οι ίδιοι οι Έλληνες πολίτες και οι κακές τους συνήθειες.
Στη Γερμανία η Bild έχει κεντρικό ρόλο στην ενίσχυση των στερεοτύπων για τους Έλληνες οι οποίοι παρουσιάζονται ως μια ομοιογενής ομάδα με κοινά αρνητικά χαρακτηριστικά (τεμπέληδες, ανεύθυνοι, κερδοσκόποι, απατεώνες, διεφθαρμένοι κ.λπ.). Αυτή η διαδικασία καταλογισμού ευθύνης που βασίζεται σε ρατσιστικά στερεότυπα έχει διπλή λειτουργία όπως αναφέρει ο Γιάννης Μυλωνάς (1): από τη μία παρέχει ένα συνεκτικό επεξηγηματικό πλαίσιο για τα αίτια της κρίσης (“μόνοι τους την προκάλεσαν”) ενώ ταυτόχρονα βοηθά στην αποσιώπηση της ευθύνης του ευρωπαϊκού πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου. Από αυτή την άποψη η «φετιχικοποίηση» των Ελλήνων στην οποία αναφέρεται ο Μυλωνάς είναι πράγματι ιδεολογική, δεδομένου ότι χρησιμεύει για να αποκρύψει ένα σημαντικό μέρος της πραγματικότητας.
Αν και σε διαφορετικό ύφος, το περιοδικό Spiegel ακολούθησε παρόμοια γραμμή. Όπως δείχνει η έρευνα του Hans Bickes και των συνεργατών του (2), εκείνη την περίοδο η Ελλάδα περιγραφόταν συστηματικά ως ο “κακός μαθητής της Ευρώπης”, ιδίως σε σύγκριση με την Ισπανία και την Ιταλία, και ως πηγή “μετάδοσης του ιού της κρίσης”. Η μεταφορική χρήση της ιατρικής ορολογίας (ιός, μόλυνση, μεταδοτικότητα, θεραπεία) χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να εξηγήσει τη σταδιακή επιδείνωση της οικονομικής κρίσης, αποκρύπτοντας έτσι τους πολιτικούς και χρηματιστικούς μηχανισμούς που συνέβαλαν σε αυτή.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μελέτη, σε αντίθεση με την Ελλάδα η οποία αντιπροσώπευε συστηματικά το παράδειγμα προς αποφυγή, σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα η Γερμανία περιγραφόταν από το Spiegel με σχεδόν ηρωικούς όρους ως ο ενάρετος πυλώνας στον οποίο η ΕΕ οφείλει την ύπαρξή της. Σύμφωνα με την έρευνα του Eero Vaara (3), αυτή η σοβινιστική προσέγγιση του προβλήματος κυριάρχησε και σε ΜΜΕ άλλων χωρών του Βορρά της Ευρώπης όπως η Φινλανδία.
Από την πλευρά της η Amelie Kutter (4), αφού μελέτησε την κάλυψη της κρίσης από την γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, σημειώνει ότι η ελληνική κρίση χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα για τη νομιμοποίηση και τη γενίκευση των πολιτικών λιτότητας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγματι, στον κυρίαρχο δημοσιογραφικό λόγο η ίδια η ύπαρξη της Ένωσης εξαρτάται από την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας και νεοφιλελεύθερων “μεταρρυθμίσεων”. Έτσι το ίδιο το περιεχόμενο του όρου “μεταρρύθμιση” αλλοιώνεται και καταλήγει να είναι μονοσήμαντο.
Μια παρόμοια παρατήρηση έκανε η Σοφία Λαμπροπούλου (5) η οποία εξέτασε την κάλυψη των ελληνικών εκλογών του 2012 από το Guardian και τον Observer, παρόλο που οι συγκεκριμένες εφημερίδες κατατάσσονται στην κεντροαριστερά. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ πλαισιώνεται στα άρθρα τους με τον επιθετικό προσδιορισμό anti-austerity, οι αντίπαλοι του ΝΔ και ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζονται ως pro-Euro ή pro-Europe και όχι pro-austerity. Έτσι, μέσω μιας λεπτής σημασιολογικής αλλαγής, η υπεράσπιση της λιτότητας μετατρέπεται σε υπεράσπιση της Ένωσης και η κριτική της μετατρέπεται σε αντι-ευρωπαϊκή θέση.
Μια μελέτη του βρετανικού Τύπου το 2010 (6) οδηγεί με τη σειρά της σε συγγενή συμπεράσματα. Τα αποτελέσματά της δείχνουν ότι ο επικοινωνιακός καταιγισμός κατά της Ελλάδας βοήθησε στο να περιοριστούν οι αποσταθεροποιητικές συνέπειες της κρίσης για το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης. Με άλλα λόγια, στο κυρίαρχο αφήγημα, η κρίση συμβαίνει επειδή το ελληνικό κράτος και η οικονομία της χώρας δεν υπακούν αρκετά στους κανόνες του νεοφιλελεύθερου πρότυπου και όχι το αντίστροφο.
Η θέση του ελληνικού λαού ως αποδιοπομπαίου τράγου της κρίσης παραδόξως ενισχύθηκε από την ύπαρξη ενός ισχυρού κοινωνικού κινήματος ενάντια στις πολιτικές του Μνημονίου. Το κίνημα των πλατειών μεταξύ 2010 και 2012 και η συστηματική βίαιη καταστολή του προκάλεσαν εντυπωσιακές εικόνες οι οποίες μεταδόθηκαν από τους ξένους τηλεοπτικούς δημιουργώντας ένα άλλο στερεότυπο, αυτό ενός απείθαρχου και βίαιου λαού. Η τάση για υπεραπλούστευση στην κάλυψη του ελληνικού κοινωνικού κινήματος ενισχύθηκε επίσης από τις συνθήκες εργασίας των ξένων δημοσιογράφων στη χώρα.
Όπως εξηγεί η Έφη Τσέλικα, έμπειρη ανταποκρίτρια αρκετών γαλλικών ΜΜΕ, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κατέφθασαν στην Αθήνα δεκάδες “ειδικοί απεσταλμένοι” διεθνών ΜΜΕ οι οποίοι συχνά ήταν επισφαλείς freelance. Λόγω περιορισμένης ή καθόλου γνώσης της περιοχής και της κατάστασης, η αποστολή τους περιορίσθηκε κυρίως στο να παρακολουθούν τα επεισόδια στο κέντρο, συχνά από μπαλκόνια πολυτελών ξενοδοχείων, και να κάνουν “ρεπορτάζ” με αντιπροσωπευτικές φιγούρες Ελλήνων που ταίριαζαν στο storytelling (φοροφυγάς, μικροαστός που υποφέρει από την φύση, επαναστατημένος νέος κλπ.). Έτσι, μέσω της επιφανειακής αντιμετώπισης τους, η πλειονότητα των διεθνών ΜΜΕ αδυνάτισε να κατανοήσει και τελικά υποβάθμισε το εύρος και το βάθος του λαϊκού κινήματος που οδήγησε τον Γ. Παπανδρέου να προτείνει το δημοψήφισμα.
Το ταξίδι του τελευταίου στις Κάννες το Νοέμβριο του 2011 στο οποίο έτυχε ταπεινωτικής υποδοχής από τον Νικολά Σαρκοζύ και την Άνγκελα Μέρκελ σχολιάστηκε εκτενώς στα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης. Η κάλυψη αυτού του δραματικού γεγονότος όμως ήταν ιδιαίτερα επιεικής προς τους Ευρωπαίους ηγέτες οι οποίοι, όπως γνωρίζουμε σήμερα, στην πραγματικότητα συνωμοτούσαν με εγχώριους παράγοντες για να προκαλέσουν την αντικατάσταση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με κυβέρνηση ειδικού σκοπού υπό τον Λ. Παπαδήμο. Όλοι κατάλαβαν πλέον τότε ότι η Ελλάδα είχε απολέσει εντελώς την εθνική της κυριαρχία καθώς και τις βασικές αρχές της αστικής δημοκρατίας, κάτι που νομιμοποιήθηκε από την κυρίαρχη αφήγηση των ευρωπαϊκών ΜΜΕ.
2012-2014: το succes story
Οι εκλογές του Μαΐου του 2012 και ο σχηματισμός κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ αποτέλεσε σημείο καμπής στην αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος από τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αρχικά υπήρξε ανησυχία από την πιθανότητα να φτάσει στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος συχνά περιγράφονταν ως εξτρεμιστική πολιτική δύναμη. Εκείνη την περίοδο έγινε και η πρώτη εκστρατεία “συνετισμού” των Ελλήνων ψηφοφόρων κυρίως από γερμανικά μέσα. Στη συνέχεια κυριάρχησε η ανακούφιση όταν οι ψηφοφόροι έκαναν “τη σωστή επιλογή”.
Όπως φαίνεται σε μελέτη τoυ ιστότοπου του Guardian από τους Jo Angouri και Ruth Wodak (7), μία από τις θεματικές που προκύπτουν μετά τις εκλογές του 2012 στα διεθνή ΜΜΕ είναι αυτή του Succes story, της υποτιθέμενης δηλαδή επιτυχίας των πολιτικών του μνημονίου που εφάρμοσε η κυβέρνηση του Α. Σαμαρά. Οι οικονομικοί δείκτες της χώρας φάνηκαν ξαφνικά να πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση και η γενικότερη αίσθηση ήταν ότι τα χειρότερα πέρασαν. Αυτή η αντιστροφή της ελληνικής ιστορίας στα ΜΜΕ έλαβε χώρα σε μια περίοδο όπου η γενικότερη κάλυψη των χωρών της κρίσης είχε μαλακώσει, ιδιαίτερα στη Γερμανία. Υπήρχε λοιπόν πολλαπλασιασμός ρεπορτάζ που έδειχναν την έκταση των ανεπιθύμητων συνεπειών της θεραπείας σοκ που επιβλήθηκε στους λαούς της νότιας Ευρώπης, ακόμη και αν η θεραπεία καθεαυτή εμφανιζόταν τελικά ως δικαιολογημένη. Ως εκ τούτου εκείνη την εποχή η χρήση αρνητικών στερεοτύπων μειώθηκε προσωρινά.
Ο αναπροσανατολισμός της κάλυψης της ελληνικής κρίσης από τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ συνέβη επίσης λόγω της αλλαγής στάσης από την πλευρά των θεσμικών οργάνων και των πιστωτών. Μετά από δύο χρόνια εφαρμογής του προγράμματος της, η Τρόικα έπρεπε να αναδείξει την υποτιθέμενη επιτυχία του για να νομιμοποιήσει τη δράση της. Ελληνική κυβέρνηση και πιστωτές ευθυγράμμισαν τότε τον δημόσιο λόγο τους με στόχο να παράγουν ένα θετικό αφήγημα.
2014-2015: η αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ
Η ιστορία του succes story ήταν όμως βραχύβια. Από το τέλος του 2014, με την προοπτική πρόωρων εκλογών στον ορίζοντα, η Ελλάδα επιστρέφει στη διεθνή σκηνή και πάλι αρνητικά. Πλέον η απομυθοποίηση της κυβέρνησης Σαμαρά έχει επέλθει και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης επικεντρώνονται στο ΣΥΡΙΖΑ
Όπως δείχνει ο Antoine Léaument αναλύοντας τη Le Monde, η προσέγγιση των κυρίαρχων ευρωπαϊκών μέσων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου βασίστηκε σε δύο φαινομενικά αντιφατικά επιχειρήματα. Το πρώτο ήταν η υποτιθέμενη ακραία πολιτική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος ως κόμμα έξω από την ευρωπαϊκή συναίνεση, είναι ικανός να θέσει σε κίνδυνο τις ατομικές ελευθερίες, τη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς. Την ίδια στιγμή, η πολιτική που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης να σταματήσουν οι περικοπές, οι ιδιωτικοποιήσεις και η καταρράκωση των εργασιακών δικαιωμάτων, κρίθηκε ανέφικτη. Η απειλή, όπως περιγραφόταν, ήταν λοιπόν άμεση, σοβαρή αλλά εν τέλει αδύνατη.
Tο τρίτο επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε από τα διεθνή μέσα για να εξηγήσει την πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου ήταν η δραματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πολίτες της χώρας η οποία κι εξηγεί το γιατί γοητεύονται από τη “λαϊκιστική άκροαριστερά και άκροδεξιά”. Και αυτή η άποψη βέβαια ερχόταν σε αντίθεση με το αφήγημα του succes story που είχε προηγηθεί.
Μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, κι αφού πέρασε μια σύντομη περίοδος αμηχανίας την οποία προκάλεσε η μαζική έκφραση της λαϊκής βούλησης, οι τακτικές επίθεσης των κυρίαρχων ΜΜΕ εναντίον της νέας κυβέρνησης διαφοροποιήθηκαν. Η πρώτη επίθεση βασίστηκε στη συμμαχία με τους Ανεξάρτητους Έλληνες οι οποίοι κατατάχθηκαν αμέσως στην αντισημιτική και ρατσιστική ακροδεξιά. Η συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το κόμμα του Πάνου Καμμένου χρησίμευσε ως απόδειξη της θεωρίας σύγκλισης των δύο άκρων η οποία χρησιμοποιείται ως μέσο σπίλωσης της αριστεράς κι αλλού στην Ευρώπη όπως στην περίπτωση της Γαλλίας και του Jean-Luc Mélenchon.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός που έγινε αισθητό την επαύριο των εκλογών ήταν η εκστρατεία εναντίον της νέας ελληνικής κυβέρνησης με επιχείρημα τη μικρή παρουσία γυναικών, η οποία έλαβε χώρα στην Ισπανία μέσω του δημοφιλούς hashtag #SinMujeresNoHayDemocracia.
Πέρα από την ουσία του ζητήματος, αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι πως η καμπάνια αυτή χρησιμοποιήθηκε από το Λαϊκό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα και προσωπικά ενάντια στον Αλέξη Τσίπρα ο οποίος κατηγορήθηκε για σεξισμό. Η κριτική αυτή στην πραγματικότητα ήταν μέρος του τοπικού πολιτικού ανταγωνισμού και είχε σαν στόχο να δυσφημίσει τους Podemos.
Ο μηχανισμός παραπληροφόρησης Βρυξελλών και Βερολίνου (μέσω Αθήνας και Λονδίνου)
Πέρα από τις παραπάνω επιμέρους κριτικές, ο κεντρικός άξονας της προσπάθειας αποδόμησης της νέας ελληνικής κυβέρνησης από τα διεθνή μέσα επικεντρώθηκε στην υποτιθέμενη επαγγελματική ανεπάρκειά και στην έλλειψη εμπειρίας της. Το πρόσωπο που αδιαμφισβήτητα συγκέντρωσε τα περισσότερα πυρά είναι ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης ο οποίος, μετά από μια περίοδο επικοινωνιακής χάριτος, στη συνέχεια λοιδορήθηκε στα όρια της διάσυρσης μέσω συνεχών δημοσιευμάτων.
Όπως έγραψε ο Νίκος Σβέρκος στην Εφημερίδα των Συντακτών αυτή η εκστρατεία δυσφήμισης συντονίστηκε από το μπλοκ των σκληρών σε Βρυξέλλες και Βερολίνο. Η πρακτική που εφαρμόστηκε είναι αυτή των εμπιστευτικών διαρροών σε ένα μικρό κύκλο έμπιστων δημοσιογράφων που εδρεύει στις Βρυξέλλες, συμπεριλαμβανομένων των ανταποκριτών των Financial Times, του Reuters και του Bloomberg.
Όπως έχει δείξει ο Olivier Baisnée (8), οι ανταποκριτές στις Βρυξέλλες χαρακτηρίζονται συχνά από κοινά πρότυπα αντίληψης και κοινές ερμηνείες των γεγονότων με τους διοικητικούς και πολιτικούς παράγοντες της ΕΕ. Αυτή η εγγύτητα, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ιδεολογική, ενισχύει τη στενή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δημοσιογράφων και των πηγών τους διευκολύνοντας έτσι τη χειραγώγηση των πρώτων. Το φαινόμενο αυτό έφθασε στο αποκορύφωμά του κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης μεταξύ της νέας ελληνικής κυβέρνηση και των πιστωτών.
Στόχος των εμπνευστών αυτών των μηχανισμών είναι η αποδυνάμωση της ελληνικής θέσης στις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές και τελικά η αποτυχία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ούτως ώστε να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική λύση από τη λιτότητα και το νεοφιλελευθερισμό. Η στρατηγική των πιστωτών και των κυρίαρχων ΜΜΕ ήταν ακόμη πιο αποτελεσματική λόγω της αδυναμίας της ελληνικής πλευράς να οργανώσει μια επικοινωνιακή αντεπίθεση σε διεθνές επίπεδο. Η απόλυτη απουσία μια οργανωμένης στρατηγικής με στόχο την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη αλλά και των απαραίτητων μέσων (χρήματα, εμπειρία, ανθρώπινο προσωπικό) έφερε αποτέλεσμα απανωτές αστοχίες. Είναι αυτό που ο γνωστός Γερμανός δημοσιογράφος Χάραλντ Σούμαν περιγράφει ως το ελληνικό ναυάγιο στη διεθνή ενημέρωση.
Τέλος η στρεβλή αντιμετώπιση της ελληνικής κυβέρνησης από τα διεθνή μέσα οφείλεται επίσης ότι ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι ανακηρύσσονται ειδικοί του ελληνικού προβλήματος, όπως ο Jean Quatremer, ανταποκριτής της Libération στις Βρυξέλλες, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία λεπτομερή γνώση της κατάστασης. Ωστόσο η παρουσία τους στα μέσα ενημέρωσης όπου εκφράζουν την άποψη τους πάνω στο θέμα είναι αντιστρόφως ανάλογη ως προς την εμπειρία και ικανότητα τους. Αυτό είναι ένα κλασικό φαινόμενο στο χώρο της δημοσιογραφίας που εντοπίστηκε από τον Pierre Bourdieu στο οποίο η συμβατότητα με την κυρίαρχη ιδεολογία αντικαθιστά την γνώση των θεμάτων που αναλύονται ως κριτήριο επιλογής από τα μέσα (9).
Ποιος δημόσιος χώρος για την Ευρώπη;
Στη διδακτορική διατριβή που υποστήριξε πρόσφατα ο Γερμανός ερευνητής Dennis Nguyen (10) σημειώνει την ανάδειξη και εδραίωση μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Μέσα από προσεκτική ανάλυση της παραγωγής διαφόρων ιστοσελίδων ενημέρωσης, blogs και θεσμικών ιστότοπων μεταξύ του 2011 και του 2013 αναδεικνύεται μια αξιοσημείωτη σύγκλιση σε όλη την Ευρώπη γύρω από το θέμα. Με άλλα λόγια, αυτό δείχνει ότι η κρίση χρησίμευσε για να αναδείξει ένα πραγματικό πολιτικό δημόσιο χώρο στην κλίμακα της Ευρώπης που αφορά εκατομμύρια πολιτών, κάτι το οποίο αποτελεί αναμφισβήτητα ένα θετικό βήμα.
Ωστόσο, ο Nguyen σημειώνει επίσης ότι η δημόσια σφαίρα της κρίσης επικεντρώθηκε κυρίως σε λόγο συμβατό με την κυρίαρχη ιδεολογία όπως αυτός των ευρωπαϊκών θεσμών, των κυβερνήσεων, του γερμανικού Τύπου και του διεθνούς οικονομικού Τύπου. Έτσι, τα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης ή αυτά που έστω στέκονται κριτικά προς τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, οι ετερόδοξοι διανοούμενοι καθώς και οι εκπρόσωποι των κοινωνικών κινημάτων περιθωριοποιήθηκαν εντελώς στα πλαίσια της σχετικής συζήτησης.
Σύμφωνα με τον Nguyen όταν μια κοινωνική ή πολιτική δύναμη αντίστασης στην κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική εμφανιζόταν στην Ευρώπη, περιγραφόταν από τα κυρίαρχα ΜΜΕ στην καλύτερη περίπτωση ως αποτέλεσμα μιας σκοτεινής, ανεξέλεγκτης και απρόσωπης παρόρμησης και στη χειρότερη περίπτωση ως φυσική καταστροφή η οποία έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Από αυτή την άποψη το παράδειγμα της Ελλάδας, χωρίς να είναι μοναδικό, είναι εμβληματικό γιατί αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία την επείγουσα ανάγκη για την ανάδυση μιας πραγματικά δημοκρατικής και πλουραλιστικής δημόσιας σφαίρας στην Ευρώπη. Ελλείψει αυτής, τα χείριστα σενάρια δεν αποκλείονται στο εγγύς μέλλον.
Βιβλιογραφία
(1) Mylonas, Yiannis. « Media and the Economic Crisis of the EU: The ‘Culturalization’ of a Systemic Crisis and Bild-Zeitung’s Framing of Greece ». tripleC: Communication, Capitalism & Critique. 10, nᵒ 2 (2012), p. 646 71.
(2) Bickes, Hans, Tina Otten, et Laura Chelsea Weymann. « The Financial Crisis in the German and English Press: Metaphorical Structures in the Media Coverage on Greece, Spain and Italy ». Discourse & Society 25, nᵒ 4 (2014), p.424 445.
(3) Vaara, Eero. « Struggles over Legitimacy in the Eurozone Crisis: Discursive Legitimation Strategies and Their Ideological Underpinnings ». Discourse & Society 25, no 4 (2014), p.500 518.
(4) Kutter, Amelie. « A Catalytic Moment: The Greek Crisis in the German Financial Press ». Discourse & Society 25, nᵒ 4 (2014), p. 446 466.
(5) Lampropoulou, Sofia. « ‘Greece Will Decide the Future of Europe’: The Recontextualisation of the Greek National Elections in a British Broadsheet Newspaper ». Discourse & Society 25, nᵒ 4 (2014), p.467 482.
(6) Morales, Jérémy, Yves Gendron, et Henri Guénin-Paracini. « La crise grecque. Un scandale manqué ». Revue française de gestion N° 223, nᵒ 4 (2012), p.43 58.
(7) Angouri, Jo, et Ruth Wodak. « ‘They Became Big in the Shadow of the Crisis’ The Greek Success Story and the Rise of the Far Right ». Discourse & Society 25, nᵒ 4 (2014): p.540 565.
(8) Baisnée, Olivier. « « En être ou pas » ». Actes de la recherche en sciences sociales 166 167, nᵒ 1 (2007), p.110 121.
(9) Bourdieu, Pierre, Sur la télévision, Liber, Paris, 1996.
(10) Nguyen Dennis, (2015) : Europe, the Crisis, and the Internet . A Web Sphere Analysis, Phd Thesis, University of Hull
Στο κείμενο αυτό θα προσπαθήσω να δείξω ότι τα κυρίαρχα μέσα της ΕΕ (δηλαδή εκείνα που κατέχουν κεντρική θέση στο ευρωπαϊκό σύστημα ενημέρωσης) έχουν πολύ μικρή συμβολή στην κριτική κατανόηση του προβλήματος και των αιτιών του. Αντ ‘αυτού, έχουν την τάση να μεταφέρουν αρνητικά στερεότυπα για τους Έλληνες τους οποίους κρίνουν αποκλειστικά υπεύθυνους για την τύχη τους. Με αυτό τον τρόπο ευθυγραμμίζονται de facto με τα πιο αντιδραστικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας που υποστηρίζουν επίσης τη θέση της συλλογικής ευθύνης.
Τα κυρίαρχα ευρωπαϊκά μέσα συμμετέχουν επίσης ενεργά στη δαιμονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και του κοινωνικού κινήματος στην Ελλάδα παίζοντας σημαντικό ρόλο στο πολιτικό παιχνίδι της διαπραγμάτευσης μεταξύ της νέας ελληνικής κυβέρνησης και των πιστωτών της. Έτσι χρησιμοποιούνται από τους τελευταίους ως μέσο απόδοσης ευθύνης για την κρίση (ποιος φταίει), παραγωγής μιας ηγεμονικής αφήγησης της αλληλουχίας γεγονότων μεταξύ 2010 και 2015 (τι συνέβη) και ενός ιδεολογικού και ηθικού πλαισίου αιτιολόγησης (γιατί συνέβη έτσι, κι αν αυτό κρίνεται ως καλό ή κακό).
2010-2012: η κατασκευή του αποδιοπομπαίου τράγου
Η αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος από τη διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης διανύει τρεις διακριτές περιόδους. Η πρώτη, μεταξύ 2010 και 2012, καλύπτει την αρχή της κρίσης και χαρακτηρίζεται από μια πολύ σκληρή μεταχείριση της Ελλάδας, ειδικά από τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης. Το διακύβευμα της πρώτης περιόδου είναι η επίρριψη ευθυνών. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη πρέπει να πειστεί ότι μόνοι υπεύθυνοι για την κατάσταση που ζουν είναι οι ίδιοι οι Έλληνες πολίτες και οι κακές τους συνήθειες.
Στη Γερμανία η Bild έχει κεντρικό ρόλο στην ενίσχυση των στερεοτύπων για τους Έλληνες οι οποίοι παρουσιάζονται ως μια ομοιογενής ομάδα με κοινά αρνητικά χαρακτηριστικά (τεμπέληδες, ανεύθυνοι, κερδοσκόποι, απατεώνες, διεφθαρμένοι κ.λπ.). Αυτή η διαδικασία καταλογισμού ευθύνης που βασίζεται σε ρατσιστικά στερεότυπα έχει διπλή λειτουργία όπως αναφέρει ο Γιάννης Μυλωνάς (1): από τη μία παρέχει ένα συνεκτικό επεξηγηματικό πλαίσιο για τα αίτια της κρίσης (“μόνοι τους την προκάλεσαν”) ενώ ταυτόχρονα βοηθά στην αποσιώπηση της ευθύνης του ευρωπαϊκού πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου. Από αυτή την άποψη η «φετιχικοποίηση» των Ελλήνων στην οποία αναφέρεται ο Μυλωνάς είναι πράγματι ιδεολογική, δεδομένου ότι χρησιμεύει για να αποκρύψει ένα σημαντικό μέρος της πραγματικότητας.
Αν και σε διαφορετικό ύφος, το περιοδικό Spiegel ακολούθησε παρόμοια γραμμή. Όπως δείχνει η έρευνα του Hans Bickes και των συνεργατών του (2), εκείνη την περίοδο η Ελλάδα περιγραφόταν συστηματικά ως ο “κακός μαθητής της Ευρώπης”, ιδίως σε σύγκριση με την Ισπανία και την Ιταλία, και ως πηγή “μετάδοσης του ιού της κρίσης”. Η μεταφορική χρήση της ιατρικής ορολογίας (ιός, μόλυνση, μεταδοτικότητα, θεραπεία) χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να εξηγήσει τη σταδιακή επιδείνωση της οικονομικής κρίσης, αποκρύπτοντας έτσι τους πολιτικούς και χρηματιστικούς μηχανισμούς που συνέβαλαν σε αυτή.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μελέτη, σε αντίθεση με την Ελλάδα η οποία αντιπροσώπευε συστηματικά το παράδειγμα προς αποφυγή, σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα η Γερμανία περιγραφόταν από το Spiegel με σχεδόν ηρωικούς όρους ως ο ενάρετος πυλώνας στον οποίο η ΕΕ οφείλει την ύπαρξή της. Σύμφωνα με την έρευνα του Eero Vaara (3), αυτή η σοβινιστική προσέγγιση του προβλήματος κυριάρχησε και σε ΜΜΕ άλλων χωρών του Βορρά της Ευρώπης όπως η Φινλανδία.
Από την πλευρά της η Amelie Kutter (4), αφού μελέτησε την κάλυψη της κρίσης από την γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, σημειώνει ότι η ελληνική κρίση χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα για τη νομιμοποίηση και τη γενίκευση των πολιτικών λιτότητας σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πράγματι, στον κυρίαρχο δημοσιογραφικό λόγο η ίδια η ύπαρξη της Ένωσης εξαρτάται από την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας και νεοφιλελεύθερων “μεταρρυθμίσεων”. Έτσι το ίδιο το περιεχόμενο του όρου “μεταρρύθμιση” αλλοιώνεται και καταλήγει να είναι μονοσήμαντο.
Μια παρόμοια παρατήρηση έκανε η Σοφία Λαμπροπούλου (5) η οποία εξέτασε την κάλυψη των ελληνικών εκλογών του 2012 από το Guardian και τον Observer, παρόλο που οι συγκεκριμένες εφημερίδες κατατάσσονται στην κεντροαριστερά. Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ πλαισιώνεται στα άρθρα τους με τον επιθετικό προσδιορισμό anti-austerity, οι αντίπαλοι του ΝΔ και ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζονται ως pro-Euro ή pro-Europe και όχι pro-austerity. Έτσι, μέσω μιας λεπτής σημασιολογικής αλλαγής, η υπεράσπιση της λιτότητας μετατρέπεται σε υπεράσπιση της Ένωσης και η κριτική της μετατρέπεται σε αντι-ευρωπαϊκή θέση.
Μια μελέτη του βρετανικού Τύπου το 2010 (6) οδηγεί με τη σειρά της σε συγγενή συμπεράσματα. Τα αποτελέσματά της δείχνουν ότι ο επικοινωνιακός καταιγισμός κατά της Ελλάδας βοήθησε στο να περιοριστούν οι αποσταθεροποιητικές συνέπειες της κρίσης για το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης. Με άλλα λόγια, στο κυρίαρχο αφήγημα, η κρίση συμβαίνει επειδή το ελληνικό κράτος και η οικονομία της χώρας δεν υπακούν αρκετά στους κανόνες του νεοφιλελεύθερου πρότυπου και όχι το αντίστροφο.
Η θέση του ελληνικού λαού ως αποδιοπομπαίου τράγου της κρίσης παραδόξως ενισχύθηκε από την ύπαρξη ενός ισχυρού κοινωνικού κινήματος ενάντια στις πολιτικές του Μνημονίου. Το κίνημα των πλατειών μεταξύ 2010 και 2012 και η συστηματική βίαιη καταστολή του προκάλεσαν εντυπωσιακές εικόνες οι οποίες μεταδόθηκαν από τους ξένους τηλεοπτικούς δημιουργώντας ένα άλλο στερεότυπο, αυτό ενός απείθαρχου και βίαιου λαού. Η τάση για υπεραπλούστευση στην κάλυψη του ελληνικού κοινωνικού κινήματος ενισχύθηκε επίσης από τις συνθήκες εργασίας των ξένων δημοσιογράφων στη χώρα.
Όπως εξηγεί η Έφη Τσέλικα, έμπειρη ανταποκρίτρια αρκετών γαλλικών ΜΜΕ, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κατέφθασαν στην Αθήνα δεκάδες “ειδικοί απεσταλμένοι” διεθνών ΜΜΕ οι οποίοι συχνά ήταν επισφαλείς freelance. Λόγω περιορισμένης ή καθόλου γνώσης της περιοχής και της κατάστασης, η αποστολή τους περιορίσθηκε κυρίως στο να παρακολουθούν τα επεισόδια στο κέντρο, συχνά από μπαλκόνια πολυτελών ξενοδοχείων, και να κάνουν “ρεπορτάζ” με αντιπροσωπευτικές φιγούρες Ελλήνων που ταίριαζαν στο storytelling (φοροφυγάς, μικροαστός που υποφέρει από την φύση, επαναστατημένος νέος κλπ.). Έτσι, μέσω της επιφανειακής αντιμετώπισης τους, η πλειονότητα των διεθνών ΜΜΕ αδυνάτισε να κατανοήσει και τελικά υποβάθμισε το εύρος και το βάθος του λαϊκού κινήματος που οδήγησε τον Γ. Παπανδρέου να προτείνει το δημοψήφισμα.
Το ταξίδι του τελευταίου στις Κάννες το Νοέμβριο του 2011 στο οποίο έτυχε ταπεινωτικής υποδοχής από τον Νικολά Σαρκοζύ και την Άνγκελα Μέρκελ σχολιάστηκε εκτενώς στα ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης. Η κάλυψη αυτού του δραματικού γεγονότος όμως ήταν ιδιαίτερα επιεικής προς τους Ευρωπαίους ηγέτες οι οποίοι, όπως γνωρίζουμε σήμερα, στην πραγματικότητα συνωμοτούσαν με εγχώριους παράγοντες για να προκαλέσουν την αντικατάσταση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με κυβέρνηση ειδικού σκοπού υπό τον Λ. Παπαδήμο. Όλοι κατάλαβαν πλέον τότε ότι η Ελλάδα είχε απολέσει εντελώς την εθνική της κυριαρχία καθώς και τις βασικές αρχές της αστικής δημοκρατίας, κάτι που νομιμοποιήθηκε από την κυρίαρχη αφήγηση των ευρωπαϊκών ΜΜΕ.
2012-2014: το succes story
Οι εκλογές του Μαΐου του 2012 και ο σχηματισμός κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ αποτέλεσε σημείο καμπής στην αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος από τα διεθνή μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αρχικά υπήρξε ανησυχία από την πιθανότητα να φτάσει στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος συχνά περιγράφονταν ως εξτρεμιστική πολιτική δύναμη. Εκείνη την περίοδο έγινε και η πρώτη εκστρατεία “συνετισμού” των Ελλήνων ψηφοφόρων κυρίως από γερμανικά μέσα. Στη συνέχεια κυριάρχησε η ανακούφιση όταν οι ψηφοφόροι έκαναν “τη σωστή επιλογή”.
Όπως φαίνεται σε μελέτη τoυ ιστότοπου του Guardian από τους Jo Angouri και Ruth Wodak (7), μία από τις θεματικές που προκύπτουν μετά τις εκλογές του 2012 στα διεθνή ΜΜΕ είναι αυτή του Succes story, της υποτιθέμενης δηλαδή επιτυχίας των πολιτικών του μνημονίου που εφάρμοσε η κυβέρνηση του Α. Σαμαρά. Οι οικονομικοί δείκτες της χώρας φάνηκαν ξαφνικά να πηγαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση και η γενικότερη αίσθηση ήταν ότι τα χειρότερα πέρασαν. Αυτή η αντιστροφή της ελληνικής ιστορίας στα ΜΜΕ έλαβε χώρα σε μια περίοδο όπου η γενικότερη κάλυψη των χωρών της κρίσης είχε μαλακώσει, ιδιαίτερα στη Γερμανία. Υπήρχε λοιπόν πολλαπλασιασμός ρεπορτάζ που έδειχναν την έκταση των ανεπιθύμητων συνεπειών της θεραπείας σοκ που επιβλήθηκε στους λαούς της νότιας Ευρώπης, ακόμη και αν η θεραπεία καθεαυτή εμφανιζόταν τελικά ως δικαιολογημένη. Ως εκ τούτου εκείνη την εποχή η χρήση αρνητικών στερεοτύπων μειώθηκε προσωρινά.
Ο αναπροσανατολισμός της κάλυψης της ελληνικής κρίσης από τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ συνέβη επίσης λόγω της αλλαγής στάσης από την πλευρά των θεσμικών οργάνων και των πιστωτών. Μετά από δύο χρόνια εφαρμογής του προγράμματος της, η Τρόικα έπρεπε να αναδείξει την υποτιθέμενη επιτυχία του για να νομιμοποιήσει τη δράση της. Ελληνική κυβέρνηση και πιστωτές ευθυγράμμισαν τότε τον δημόσιο λόγο τους με στόχο να παράγουν ένα θετικό αφήγημα.
2014-2015: η αποδόμηση του ΣΥΡΙΖΑ
Η ιστορία του succes story ήταν όμως βραχύβια. Από το τέλος του 2014, με την προοπτική πρόωρων εκλογών στον ορίζοντα, η Ελλάδα επιστρέφει στη διεθνή σκηνή και πάλι αρνητικά. Πλέον η απομυθοποίηση της κυβέρνησης Σαμαρά έχει επέλθει και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης επικεντρώνονται στο ΣΥΡΙΖΑ
Όπως δείχνει ο Antoine Léaument αναλύοντας τη Le Monde, η προσέγγιση των κυρίαρχων ευρωπαϊκών μέσων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου βασίστηκε σε δύο φαινομενικά αντιφατικά επιχειρήματα. Το πρώτο ήταν η υποτιθέμενη ακραία πολιτική τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος ως κόμμα έξω από την ευρωπαϊκή συναίνεση, είναι ικανός να θέσει σε κίνδυνο τις ατομικές ελευθερίες, τη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς. Την ίδια στιγμή, η πολιτική που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης να σταματήσουν οι περικοπές, οι ιδιωτικοποιήσεις και η καταρράκωση των εργασιακών δικαιωμάτων, κρίθηκε ανέφικτη. Η απειλή, όπως περιγραφόταν, ήταν λοιπόν άμεση, σοβαρή αλλά εν τέλει αδύνατη.
Tο τρίτο επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε από τα διεθνή μέσα για να εξηγήσει την πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου ήταν η δραματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι πολίτες της χώρας η οποία κι εξηγεί το γιατί γοητεύονται από τη “λαϊκιστική άκροαριστερά και άκροδεξιά”. Και αυτή η άποψη βέβαια ερχόταν σε αντίθεση με το αφήγημα του succes story που είχε προηγηθεί.
Μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, κι αφού πέρασε μια σύντομη περίοδος αμηχανίας την οποία προκάλεσε η μαζική έκφραση της λαϊκής βούλησης, οι τακτικές επίθεσης των κυρίαρχων ΜΜΕ εναντίον της νέας κυβέρνησης διαφοροποιήθηκαν. Η πρώτη επίθεση βασίστηκε στη συμμαχία με τους Ανεξάρτητους Έλληνες οι οποίοι κατατάχθηκαν αμέσως στην αντισημιτική και ρατσιστική ακροδεξιά. Η συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το κόμμα του Πάνου Καμμένου χρησίμευσε ως απόδειξη της θεωρίας σύγκλισης των δύο άκρων η οποία χρησιμοποιείται ως μέσο σπίλωσης της αριστεράς κι αλλού στην Ευρώπη όπως στην περίπτωση της Γαλλίας και του Jean-Luc Mélenchon.
Ένα άλλο αξιοσημείωτο γεγονός που έγινε αισθητό την επαύριο των εκλογών ήταν η εκστρατεία εναντίον της νέας ελληνικής κυβέρνησης με επιχείρημα τη μικρή παρουσία γυναικών, η οποία έλαβε χώρα στην Ισπανία μέσω του δημοφιλούς hashtag #SinMujeresNoHayDemocracia.
Πέρα από την ουσία του ζητήματος, αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι πως η καμπάνια αυτή χρησιμοποιήθηκε από το Λαϊκό και το Σοσιαλιστικό Κόμμα και προσωπικά ενάντια στον Αλέξη Τσίπρα ο οποίος κατηγορήθηκε για σεξισμό. Η κριτική αυτή στην πραγματικότητα ήταν μέρος του τοπικού πολιτικού ανταγωνισμού και είχε σαν στόχο να δυσφημίσει τους Podemos.
Ο μηχανισμός παραπληροφόρησης Βρυξελλών και Βερολίνου (μέσω Αθήνας και Λονδίνου)
Πέρα από τις παραπάνω επιμέρους κριτικές, ο κεντρικός άξονας της προσπάθειας αποδόμησης της νέας ελληνικής κυβέρνησης από τα διεθνή μέσα επικεντρώθηκε στην υποτιθέμενη επαγγελματική ανεπάρκειά και στην έλλειψη εμπειρίας της. Το πρόσωπο που αδιαμφισβήτητα συγκέντρωσε τα περισσότερα πυρά είναι ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης ο οποίος, μετά από μια περίοδο επικοινωνιακής χάριτος, στη συνέχεια λοιδορήθηκε στα όρια της διάσυρσης μέσω συνεχών δημοσιευμάτων.
Όπως έγραψε ο Νίκος Σβέρκος στην Εφημερίδα των Συντακτών αυτή η εκστρατεία δυσφήμισης συντονίστηκε από το μπλοκ των σκληρών σε Βρυξέλλες και Βερολίνο. Η πρακτική που εφαρμόστηκε είναι αυτή των εμπιστευτικών διαρροών σε ένα μικρό κύκλο έμπιστων δημοσιογράφων που εδρεύει στις Βρυξέλλες, συμπεριλαμβανομένων των ανταποκριτών των Financial Times, του Reuters και του Bloomberg.
Όπως έχει δείξει ο Olivier Baisnée (8), οι ανταποκριτές στις Βρυξέλλες χαρακτηρίζονται συχνά από κοινά πρότυπα αντίληψης και κοινές ερμηνείες των γεγονότων με τους διοικητικούς και πολιτικούς παράγοντες της ΕΕ. Αυτή η εγγύτητα, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ιδεολογική, ενισχύει τη στενή σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των δημοσιογράφων και των πηγών τους διευκολύνοντας έτσι τη χειραγώγηση των πρώτων. Το φαινόμενο αυτό έφθασε στο αποκορύφωμά του κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης μεταξύ της νέας ελληνικής κυβέρνηση και των πιστωτών.
Εσκεμμένα ή όχι οι Financial Times, το Reuters και το Bloomberg καθώς και οι ανταποκριτές στις Βρυξέλλες μεταφέρουν τις διαρροές ως αποκλειστικές ειδήσεις φτιάχνοντας έτσι ατζέντα στο σύνολο των διεθνών ΜΜΕ εναντίον της Ελλάδας. Οι πληροφορίες αυτές διακινούνται κι εμπλουτίζονται από εγχώρια ΜΜΕ τα οποία δεν διστάζουν να εφαρμόσουν τακτικές μονταζιέρας με χρησιμοποιώντας ως ενδιάμεσους ανώνυμες πηγές στο διαδίκτυο όπως εξηγεί ο Χριστόφορος Βερναρδάκης. Έτσι οι γέφυρες συνεργασίας μεταξύ πιστωτών, αντιπολίτευσης, εγχώριων και διεθνών ΜΜΕ έχουν επεκταθεί και εκβαθυνθεί πλέον σε σημείο που να μην είναι σε θέση κανείς να διακρίνει την προέλευση των πληροφοριών.
Εν τω μεταξύ, δημοσιογράφοι που εργάζονται σε μέσων ενημέρωσης με κύρος, όπως ο Holger Zschaepitz της Die Welt και ο Peter Spiegel των Financial Times επιδίδονται συστηματικά στο Twitter σε δυσφήμιση της ελληνικής κυβέρνησης με ειρωνικό και περιφρονητικό στυλ και κύριο άξονα το πολυπόθητο για αυτούς Grexit. Γύρω τους ένα πυκνό δίκτυο των οικονομικών αναλυτών, σχολιαστών και τοπικών πολιτικών αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ όπως φαίνεται στο γράφημα χρησιμεύει, εκούσια ή ακούσια, ως βάση ενίσχυσης φημών, ετεροβαρών αναλύσεων και κακοπροαίρετων σχολίων.
Στόχος των εμπνευστών αυτών των μηχανισμών είναι η αποδυνάμωση της ελληνικής θέσης στις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές και τελικά η αποτυχία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ούτως ώστε να αποδειχθεί ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική λύση από τη λιτότητα και το νεοφιλελευθερισμό. Η στρατηγική των πιστωτών και των κυρίαρχων ΜΜΕ ήταν ακόμη πιο αποτελεσματική λόγω της αδυναμίας της ελληνικής πλευράς να οργανώσει μια επικοινωνιακή αντεπίθεση σε διεθνές επίπεδο. Η απόλυτη απουσία μια οργανωμένης στρατηγικής με στόχο την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη αλλά και των απαραίτητων μέσων (χρήματα, εμπειρία, ανθρώπινο προσωπικό) έφερε αποτέλεσμα απανωτές αστοχίες. Είναι αυτό που ο γνωστός Γερμανός δημοσιογράφος Χάραλντ Σούμαν περιγράφει ως το ελληνικό ναυάγιο στη διεθνή ενημέρωση.
Τέλος η στρεβλή αντιμετώπιση της ελληνικής κυβέρνησης από τα διεθνή μέσα οφείλεται επίσης ότι ότι ορισμένοι δημοσιογράφοι ανακηρύσσονται ειδικοί του ελληνικού προβλήματος, όπως ο Jean Quatremer, ανταποκριτής της Libération στις Βρυξέλλες, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία λεπτομερή γνώση της κατάστασης. Ωστόσο η παρουσία τους στα μέσα ενημέρωσης όπου εκφράζουν την άποψη τους πάνω στο θέμα είναι αντιστρόφως ανάλογη ως προς την εμπειρία και ικανότητα τους. Αυτό είναι ένα κλασικό φαινόμενο στο χώρο της δημοσιογραφίας που εντοπίστηκε από τον Pierre Bourdieu στο οποίο η συμβατότητα με την κυρίαρχη ιδεολογία αντικαθιστά την γνώση των θεμάτων που αναλύονται ως κριτήριο επιλογής από τα μέσα (9).
Ποιος δημόσιος χώρος για την Ευρώπη;
Στη διδακτορική διατριβή που υποστήριξε πρόσφατα ο Γερμανός ερευνητής Dennis Nguyen (10) σημειώνει την ανάδειξη και εδραίωση μιας ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Μέσα από προσεκτική ανάλυση της παραγωγής διαφόρων ιστοσελίδων ενημέρωσης, blogs και θεσμικών ιστότοπων μεταξύ του 2011 και του 2013 αναδεικνύεται μια αξιοσημείωτη σύγκλιση σε όλη την Ευρώπη γύρω από το θέμα. Με άλλα λόγια, αυτό δείχνει ότι η κρίση χρησίμευσε για να αναδείξει ένα πραγματικό πολιτικό δημόσιο χώρο στην κλίμακα της Ευρώπης που αφορά εκατομμύρια πολιτών, κάτι το οποίο αποτελεί αναμφισβήτητα ένα θετικό βήμα.
Ωστόσο, ο Nguyen σημειώνει επίσης ότι η δημόσια σφαίρα της κρίσης επικεντρώθηκε κυρίως σε λόγο συμβατό με την κυρίαρχη ιδεολογία όπως αυτός των ευρωπαϊκών θεσμών, των κυβερνήσεων, του γερμανικού Τύπου και του διεθνούς οικονομικού Τύπου. Έτσι, τα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης ή αυτά που έστω στέκονται κριτικά προς τη νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, οι ετερόδοξοι διανοούμενοι καθώς και οι εκπρόσωποι των κοινωνικών κινημάτων περιθωριοποιήθηκαν εντελώς στα πλαίσια της σχετικής συζήτησης.
Σύμφωνα με τον Nguyen όταν μια κοινωνική ή πολιτική δύναμη αντίστασης στην κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική εμφανιζόταν στην Ευρώπη, περιγραφόταν από τα κυρίαρχα ΜΜΕ στην καλύτερη περίπτωση ως αποτέλεσμα μιας σκοτεινής, ανεξέλεγκτης και απρόσωπης παρόρμησης και στη χειρότερη περίπτωση ως φυσική καταστροφή η οποία έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Από αυτή την άποψη το παράδειγμα της Ελλάδας, χωρίς να είναι μοναδικό, είναι εμβληματικό γιατί αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία την επείγουσα ανάγκη για την ανάδυση μιας πραγματικά δημοκρατικής και πλουραλιστικής δημόσιας σφαίρας στην Ευρώπη. Ελλείψει αυτής, τα χείριστα σενάρια δεν αποκλείονται στο εγγύς μέλλον.
Βιβλιογραφία
(1) Mylonas, Yiannis. « Media and the Economic Crisis of the EU: The ‘Culturalization’ of a Systemic Crisis and Bild-Zeitung’s Framing of Greece ». tripleC: Communication, Capitalism & Critique. 10, nᵒ 2 (2012), p. 646 71.
(2) Bickes, Hans, Tina Otten, et Laura Chelsea Weymann. « The Financial Crisis in the German and English Press: Metaphorical Structures in the Media Coverage on Greece, Spain and Italy ». Discourse & Society 25, nᵒ 4 (2014), p.424 445.
(3) Vaara, Eero. « Struggles over Legitimacy in the Eurozone Crisis: Discursive Legitimation Strategies and Their Ideological Underpinnings ». Discourse & Society 25, no 4 (2014), p.500 518.
(4) Kutter, Amelie. « A Catalytic Moment: The Greek Crisis in the German Financial Press ». Discourse & Society 25, nᵒ 4 (2014), p. 446 466.
(5) Lampropoulou, Sofia. « ‘Greece Will Decide the Future of Europe’: The Recontextualisation of the Greek National Elections in a British Broadsheet Newspaper ». Discourse & Society 25, nᵒ 4 (2014), p.467 482.
(6) Morales, Jérémy, Yves Gendron, et Henri Guénin-Paracini. « La crise grecque. Un scandale manqué ». Revue française de gestion N° 223, nᵒ 4 (2012), p.43 58.
(7) Angouri, Jo, et Ruth Wodak. « ‘They Became Big in the Shadow of the Crisis’ The Greek Success Story and the Rise of the Far Right ». Discourse & Society 25, nᵒ 4 (2014): p.540 565.
(8) Baisnée, Olivier. « « En être ou pas » ». Actes de la recherche en sciences sociales 166 167, nᵒ 1 (2007), p.110 121.
(9) Bourdieu, Pierre, Sur la télévision, Liber, Paris, 1996.
(10) Nguyen Dennis, (2015) : Europe, the Crisis, and the Internet . A Web Sphere Analysis, Phd Thesis, University of Hull
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.