Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2019

ΤΑ ΚΡΥΜΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ!

Πώς οι αδελφές Κοέν γλίτωσαν από τα τρένα που έστελναν Έλληνες Εβραίους στο Άουσβιτς.

Όταν ήταν κοριτσάκια οι αδελφές Κοέν έπρεπε να κρυφτούν για να γλιτώσουν από τα βαγόνια του θανάτου. Σήμερα, δεκαετίες μετά την ταραχώδη περίοδο της γερμανικής κατοχής, φυλούν ακόμη τις φωτογραφίες των σωτήρων τους. Μια φοιτήτρια Φιλοσοφικής, ένας καθολικός ιερέας και μια καθολική μοναχή, ήταν ορισμένοι από τους ανθρώπους που τις φυγάδευσαν στις γειτονιές της Αθήνας για να μην καταλήξουν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η Ζερμαίν Μαραλών-Κοέν μαζί με τον σύζυγό της, Σαμπετάι (Σάμπυ) Κοέν.

«Η Ελένη Τουμπακάρη ήταν φοιτήτρια, μπλεγμένη στην αντίσταση. Δεν φοβήθηκε, έγινε η δεύτερη μητέρα μας», λέει η Βέτα Κοέν-Μιωνή καθώς απλώνει στο τραπεζάκι του σαλονιού της φωτογραφίες περασμένων εποχών, κάποιες από αυτές με κόκκο στην εικόνα.

Με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, η οποία τιμάται κάθε 27η Ιανουαρίου, συναντάμε την ίδια και τις δίδυμες αδελφές της, Παυλίνα και Ρήνα, για να μας διηγηθούν την ιστορία τους. Στο τραπεζάκι που μας χωρίζει έχουν τοποθετήσει μια κορνίζα με τους γονείς τους και πλάι της στέκει μια μπλε κονκάρδα με την επιγραφή «We Remember» («Θυμόμαστε»).

Ο πατέρας τους, Σαμπετάι (Σάμπυ) Κοέν, δούλεψε αρχικά ως τραπεζικός υπάλληλος και έπειτα έγινε έμπορος κλωστών, αντιπρόσωπος της γαλλικής εταιρείας DMC, με κατάστημα στην οδό Βαλαωρίτου της Θεσσαλονίκης. Παντρεύτηκε με προξενιό, όπως συνηθιζόταν τότε, την Ζερμαίν Ματαλών. Οι δίδυμες κόρες τους γεννήθηκαν το 1937 στο σπίτι, με μαιευτήρα τον γιατρό και παππού τους, Μωυσή Ματαλών. Περίπου 2,5 χρόνια αργότερα ήρθε στον κόσμο και η μικρότερη κόρη.

Οι αναμνήσεις τους από τα πρώτα χρόνια του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν είναι πολλές. Θυμούνται ότι η μητέρα τους έπλεκε κάλτσες για τους Ελληνες στρατιώτες στο αλβανικό μέτωπο, ή ότι στο σπίτι φρόντιζαν πλέον να έχουν παραπανίσια τρόφιμα.
Οι τρεις αδερφές Κοέν, η Βέτα ως βρέφος και οι δίδυμες Ρήνα και Παυλίνα με τη μητέρα τους στη Θεσσαλονίκη.

«Ο φόβος ξεκίνησε την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη. Κατέβηκαν από τον Βαρδάρη, πέρασαν από την Τσιμισκή. Εμείς μέναμε εκεί. Κλείσαν όλα τα παντζούρια, όλα τα μαγαζιά», λέει η Παυλίνα Ματαθία.

Ήταν έξι ετών η ίδια, όταν ξεκίνησε από τους Γερμανούς η προετοιμασία για τον εκτοπισμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Τους υποχρέωσαν να ράψουν ένα κίτρινο αστέρι στα ρούχα τους, δέσμευσαν περιουσίες και καταστήματα και τα παρέδωσαν σε μεσεγγυούχους, τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τις οικίες τους και να μετοικήσουν στα γκέτο της πόλης. Εκεί δεν υπήρχε αρκετή τροφή, όπως θυμούνται οι μεγαλύτερες αδερφές Κοέν. Οι γονείς τους φαίνονταν φοβισμένοι και οι ίδιες μπορούσαν να αισθανθούν ότι κάποιος κίνδυνους τους απειλούσε.

Χωρίς αφορμή και προτού ξεκινήσουν οι συστηματικές διώξεις κατά των Εβραίων της πόλης συνελήφθη ο πατέρας τους και ένας θείος τους. Η οικογένειά τους έδωσε χρήματα για να απελευθερωθούν. Εκβιασμοί αυτού του τύπου ήταν κάτι το σύνηθες εκείνη την περίοδο, λίγο καιρό πριν αναχωρήσουν οι πρώτοι συρμοί από τη Θεσσαλονίκη για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.

«Έλεγαν τότε ότι θα μας μεταφέρουν στην Πολωνία, σε καλύτερες συνθήκες και πολλοί το πίστεψαν. Ο παππούς μας, ο γιατρός, ήταν ένας άνθρωπος αποφασιστικός που έβλεπε μπροστά. Είπε ότι έπρεπε να φύγουμε από το γκέτο, να δραπετεύσουμε», λέει η κ. Ματαθία.
Απόσπασμα από το πρωτόκολλο παράδοσης των εμπορευμάτων του Σάμπυ Κοέν στους μεσεγγυούχους.
Αξιοποιώντας τις γνωριμίες τους από τα επαγγέλματά τους ο πατέρας και ο παππούς (σε κάποιες περιπτώσεις ενδεχομένως και με οικονομικά ανταλλάγματα, όπως λένε οι τρεις αδελφές) κατορθώνουν να φυγαδεύσουν την οικογένεια στη Μηχανιώνα και από εκεί, νύχτα, να φύγουν με ένα ψαροκάικο για την Εύβοια. Είχαν γλιτώσει, για την ώρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής, μέχρι και τον Αύγουστο του 1943 στάλθηκαν από τη Θεσσαλονίκη με τρένα στο Αουσβιτς-Μπίρκεναου περισσότεροι από 45.000 Εβραίοι, το 95% του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης.

Η κ. Ματαθία θυμάται από αυτή τη διαδρομή με το καΐκι τη θλιμμένη φιγούρα του πατέρα της. «Ίσως είναι η μόνη καθαρή εικόνα που έχω από εκείνον», λέει. «Άφηνε την πατρική του οικογένεια πίσω και αυτό ήταν ένα βάρος πολύ μεγάλο. Δραπέτευσε υπό την πίεση του πεθερού του. Τον θυμάμαι στο καΐκι, με ένα σκούφο, να καπνίζει. Η εικόνα της απόλυτης θλίψης. Αυτό ήταν κάτι που τον συνόδεψε».


Τα κρησφύγετα στην Αθήνα

Σκίτσο Γερμανού στρατιωτικού από την κατεχόμενη Αθήνα.

Στην Αθήνα που ήταν και ο τελικός τους προορισμός, η οικογένεια Κοέν έλαβε πλαστές ταυτότητες. Ο Σάμπυ Κοέν έγινε Σάββας Σαββίδης και γυναίκα του ονομαζόταν πλέον Ελένη. Η Βίδα έγινε Βέτα, η Ρικέτα μετονομάστηκε σε Ρήνα και η Παλόμπα ήταν πλέον η Παυλίνα. Τα τρία κορίτσια κράτησαν αυτά τα μικρά ονόματα μέχρι και σήμερα.

«Το ξέραμε ότι ήμασταν υπό καταδίωξη και κρυβόμασταν, ότι δεν έπρεπε να λέμε ποιοι είμαστε», λέει η κ. Ματαθία.
Ο καθολικός ιερέας Χρυσόστομος Βασιλείου

Ένας από τους πρώτους ανθρώπους που τους βοήθησε ήταν ο καθολικός ιερέας Χρυσόστομος Βασιλείου. Γεννηθείς το 1912 στην Κωνσταντινούπολη, έχασε από μικρή ηλικία τον πατέρα και τα δύο αδέλφια του. Στα 11 του πέθανε και η μητέρα του. Το 1925 στάλθηκε στο ορφανοτροφείο «Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων» της Ελληνοκαθολικής Εξαρχίας στην Αθήνα. «Υπέφερε από φθίση της δεξιάς επιγονατίδος που δεν ιάθηκε ποτέ, γι’ αυτό και το δεξί του πόδι παρέμενε αγκυλωμένο. Βάδιζε χωλαίνοντας», γράφει στη βιογραφία του πατέρα Χρυσοστόμου ο μαθητής του στα χρόνια της Κατοχής ιερέας Γιώργος Σαργολόγος.

Αυτή η αναπηρία δεν του επέτρεψε να πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο, ακολουθώντας άλλους συνομηλίκους του από την ενορία του, όπως επιθυμούσε. Γι’ αυτό και το 1941 εντάχθηκε στην αντίσταση. Μετέφερε, σύμφωνα με τον βιογράφο του, ασυρμάτους και οπλισμό. Μεσολαβούσε για να φυγαδευθούν όσοι κινδύνευαν.

Αυτός παρέπεμψε την οικογένεια Κοέν στην Ελένη Τουμπακάρη, μια 20χρονη φοιτήτρια της Φιλοσοφικής που λάτρευε τον Κωστή Παλαμά. Ζούσε με τη μητέρα της, Κλειώ, σε ένα σπίτι με πίσω αυλή, πηγάδι και κορομηλιές, στην οδό Πάτμου 57, στα Πατήσια. Οι τρεις αδελφές και οι γονείς τους δεν εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί.
Η μοναχή, αδελφή Μαρία του Καρμήλου (Soeur Marie du Carmel) μαζί με τις δίδυμες αδελφές Κοέν.

«Η μητέρα μας σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να χωριστεί η οικογένεια γιατί φοβήθηκε ότι εάν έπιαναν εκείνους θα έπιαναν και εμάς», λέει η κ. Μιωνή. Το επόμενο κρησφύγετο των κοριτσιών ήταν η ελληνογαλλική σχολή «Άγιος Ιωσήφ», στην οδό Χαριλάου Τρικούπη. Εκεί βρέθηκαν υπό τη φροντίδα της νεαρής μοναχής, αδελφής Μαρίας του Καρμήλου (Soeur Marie du Carmel). Οι γονείς επισκέπτονταν τα τρία κορίτσια τακτικά. Ώσπου μια ημέρα δεν εμφανίστηκαν.

Η προδοσία

Ήταν Απρίλιος του 1944 όταν ένας έμπορος, γνωστός του Σάμπυ Κοέν από τη Θεσσαλονίκη, τον κατέδωσε στους Γερμανούς. Φέρεται να αποκάλυψε στο αρχηγείο της Γκεστάπο στην οδό Μέρλιν, ότι ο Κοέν ήταν παντρεμένος, είχε παιδιά και περιουσία. Λίγες ώρες αργότερα συνελήφθη και η σύζυγός του. «Μέσα στο όχημα που την πήρε υπήρχε και ένας Εβραίος συνεργάτης των Γερμανών ο οποίος την ήξερε και ρωτούσε επίμονα: “Εσύ δεν είσαι η κόρη του γιατρού Ματαλών; Καλά, δεν ήσουν παντρεμένη; Τα παιδιά σου πού είναι;”. Κάποια στιγμή έβγαλε τα βραχιόλια της, του τα έδωσε και είπε: “Σταμάτα να με ρωτάς, εγώ δεν έχω παιδιά”», λέει η Ρήνα Κοέν.

Οι γονείς των τριών κοριτσιών οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς. Μετά τη διαλογή ο πατέρας τους στάλθηκε στα κρεματόρια. «Την ημέρα μετά την άφιξή τους η μητέρα μου ρώτησε εάν είχαν δει κάπου τον Σάμπυ Κοέν. “Ο καπνός που είδες, αυτός ήταν ο Σάμπυς” της είπε κάποιος», θυμάται η κ. Κοέν.

Ένας δωσίλογος φαίνεται πως πρόδωσε και τον πατέρα Χρυσόστομο. Τον Μάιο του 1944, σύμφωνα με μαρτυρία καθολικού ιερέα, συνελήφθη στο Ψυχικό από τρεις άνδρες των SS. Σύμφωνα με την ίδια μαρτυρία, που καταγράφηκε στη βιογραφία του, μόλις ο πατέρας Χρυσόστομος είδε το γερμανικό μπλόκο κατάπιε ένα χαρτί με τα ονόματα των αξιωματικών που επρόκειτο να βοηθήσει. Το ίδιο βράδυ είχε προγραμματιστεί αυτά τα άτομα να διαφύγουν από τη Ραφήνα για την Αίγυπτο. Ο καθολικός ιερέας φυλακίστηκε και εκτελέστηκε στο Χαϊδάρι, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944. Ήταν 32 ετών.

Το ρίσκο και η καλοσύνη των ξένων

Τα νέα της σύλληψης του Σάμπυ και της Ζερμαίν Κοέν ταξίδεψαν γρήγορα μέχρι τη σχολή «Άγιος Ιωσήφ». Οι τρεις αδελφές έπρεπε να αλλάξουν κρησφύγετο για πολλοστή φορά. Ο κίνδυνος, όμως, παραμόνευε παντού. Ακόμη και στην αραιοκατοικημένη τότε περιοχή της Αγίας Παρασκευής όπου κατέφυγαν για ένα διάστημα.

Η κ. Μιωνή, η μικρότερη κόρη της οικογένειας, θυμάται να την πλησιάζει εκεί ένας άγνωστος. Της προσέφερε γλυκίσματα και είχε αρκετές απορίες. Πώς ξαφνικά εμφανίστηκαν τρία κοριτσάκια στη γειτονιά του; Από πού είχαν έρθει; Πώς τις έλεγαν, πραγματικά; «Του τα είπα όλα. Ευτυχώς όταν γύρισα στο σπίτι είπα τι είχε συμβεί, μας άρπαξαν και φύγαμε. Έπειτα ήρθαν οι Γερμανοί», λέει η κ. Μιωνή.

Ο φόβος της καταδίωξης και –κυρίως– η απουσία των γονέων επηρέασαν ειδικά τη μικρότερη από τις τρεις αδελφές. «Εμείς ίσως επειδή είμαστε δίδυμες να υπήρχε το στήριγμα της μιας με την άλλη. Εκείνη ήταν μόνη της και ίσως να μην αισθανόταν αυτό το στήριγμα. Το θυμάμαι πολύ καλά», λέει η κ. Κοέν. «Που σε έπιανα και δεν σε άφηνα να φύγεις από το κρεβάτι;» τη ρωτάει η κ. Μιωνή. «Κάθε πρωί για ένα διάστημα την έπαιρναν, την πήγαιναν σε ένα πηγάδι και της έριχναν κουβάδες με κρύο νερό. Αυτό της έκαναν της Βέτας για να καλμάρει. Ήταν πέντε ετών», εξηγεί η αδερφή της.

Με τους περισσότερους ανθρώπους που τις βοήθησαν στα χρόνια της Κατοχής οι τρεις αδελφές διατήρησαν επαφή. Με κάποιους το δέσιμο ήταν έντονο. Φώναζαν την Ελένη Τουμπακάρη χαϊδευτικά «Νινή» και τη μητέρα της «θεία Κλειώ».
Η Ελένη Τουμπακάρη, αριστερά στην εκπομπή που είχε στο ραδιόφωνο και δεξιά με μια φίλη της και Βρετανούς στρατιώτες στην Ακρόπολη το 1945.

Υπήρχαν όμως σπίτια και οικογένειες που δεν αποτυπώθηκαν στη μνήμη τους. Επώνυμα που δεν συγκράτησαν στα σύντομα περάσματά τους. «Πολλές φορές όταν σκέφτομαι τον εαυτό μου λέω εάν έρχονταν σε μένα να ζητήσουν βοήθεια κάτω από τέτοιες εκφοβιστικές συνθήκες τι θα έκανα;» αναρωτιέται η κ. Ματαθία.

«Πολλά παιδιά κρύφτηκαν και σώθηκαν, αλλά κρύφτηκαν υπό τις φτερούγες των γονέων, το βραδινό φιλί του μπαμπά και της μαμάς. Είναι διαφορετικό να έχουν πιάσει τους γονείς», προσθέτει η κ. Κοέν εκφράζοντας και αυτή όπως και οι αδελφές της ευγνωμοσύνη για την «καλοσύνη των ξένων» που βρέθηκαν στον δρόμο τους.

Το ρίσκο που έπαιρναν όσοι βοηθούσαν ήταν μεγάλο. «Η μητέρα μου μέσα στη νεανική της ορμή δεν λογάριαζε αν κάποιο μάτι μπορεί να την είχε δει», λέει ο Αλέξανδρος Στεφανίδης, γιος της Ελένης Τουμπακάρη η οποία είχε φιλοξενήσει την οικογένεια Κοέν. Αφού τα τρία κορίτσια άλλαξαν κρησφύγετο, άντρες της Γκεστάπο εντόπισαν σε έλεγχό τους παιδικά ρουχαλάκια στο σπίτι της Τουμπακάρη. Αυτά τα στοιχεία ήταν αρκετά για να τους κινήσουν υποψίες. Η Τουμπακάρη, όμως, στάθηκε τυχερή και δεν φυλακίστηκε.

«Ήξερα ότι σαν αδελφές είχα τις τρεις Εβραιοπούλες και οι συναντήσεις που είχαμε μετά τον πόλεμο ήταν πάντοτε συγκινησιακά φορτισμένες. Τους έδενε αυτό το μυστικό με τη μητέρα μου, αυτή η ενέργεια που τους χάρισε την ελευθερία», λέει ο κ. Στεφανίδης.

Η Βέτα Μιωνή (πρώτη από αριστερά), η Ρήνα Κοέν και η Παυλίνα Ματαθία.

Η Ζερμαίν Κοέν, παρά τις κακουχίες, αλλά και το γεγονός ότι αρρώστησε από τύφο, κατόρθωσε να επιβιώσει στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Επέστρεψε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1945. Οι κόρες της βρίσκονταν τότε στο ορφανοτροφείο «Εσθήρ», στην Κηφισιά.

Η κ. Μιωνή ανασύρει από τη μνήμη της τη στιγμή που έσμιξαν. Θυμάται να συναντάει τη μητέρα της στο σπίτι της Ελένης Τουμπακάρη. Φορούσε σιέλ φόρεμα και καθόταν σε μια κουνιστή καρέκλα. Στο χέρι της είχε γραμμένο με ανεξίτηλο μελάνι τον αριθμό Α8313. «Της λέω “μανούλα πού είναι ο μπαμπάς;” και μου απαντάει ότι είναι στον ουρανό», λέει η κ. Μιωνή. «Από τότε δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια. Έλεγα ότι ο μπαμπάς μου είναι πίσω από τα σύννεφα. Όταν μάλωνα ως παιδί με τις αδελφές μου έβγαινα στο μπαλκόνι και έλεγα: “Μπαμπά με ακούς; Μου είπαν εκείνο, μου έκαναν αυτό. Μπαμπά με ακούς;”».

Η μητέρα τους ευτύχησε να δει εγγόνια και δισέγγονα. Πέθανε τον Δεκέμβριο του 2015 έχοντας ξεπεράσει τα 100 έτη.


ΚΡΥΜΜΕΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Η ιστορία των αδερφών Κοέν και οι άνθρωποι που τις έσωσαν.
Ρεπορτάζ- Επιμέλεια βίντεο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Κάμερα: ΑΛΕΞΙΑ ΤΣΑΓΚΑΡΗ

Μοντάζ: ΓΩΓΩ ΜΠΕΜΠΕΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.