Γράφει ο Λάμπρος Κερεντζής*
Ένα εύλογο ερώτημα το οποίο σπάνια θέτουμε οι γονείς στον εαυτό μας είναι πόσο επιτρέπουμε, πόσο δίνουμε, παρέχουμε το δικαίωμα στο παιδί μας να ασχοληθεί με αυτά που επιθυμεί και να κάνει αυτό που σκέπτεται σαν λύση σε θέματα που τον απασχολούν;
Δηλαδή πόσο δημιουργούμε την έννοια της υπευθυνότητας στο παιδί, δίνοντας του το δικαίωμα να οργανώσει την ζωή του;
Το ερώτημα αυτό έρχεται να θέσει υπό αμφισβήτηση τις θεωρίες που στηρίζουν την “μικρότητα” του/ης εφήβου/ης και το ότι “δεν ξέρει” δικαιολογώντας την ανάγκη παρουσίας του γονέα δίπλα του. Με αυτή την σκέψη, δηλαδή της προβληματικής εφηβείας και τις κοινωνικές αναπαραστάσεις για αυτή, μειώνουμε την τάση του εφήβου να αυτονομηθεί και δικαιολογούμε την παρουσία μας δίπλα του σε κάθε ενέργειά του.
Πόσο λοιπόν, η οικογένεια επιτρέπει την διαφορετικότητα, πόσο δέχεται ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης, ένα διαφορετικό τρόπο ύπαρξης, ο οποίος αποτελεί την βασική τάση για δημιουργικότητα του εφήβου;
Όταν μιλάμε για αυτονομία πρέπει να ξέρουμε ότι η αυτονομία δεν είναι κάτι που έρχεται έτσι, από μόνο του. Η αυτονομία αποτελεί μια γνώση, δηλαδή μια διαδικασία μάθησης. Ο έφηβος μαθαίνει να είναι αυτόνομος, και το μαθαίνει όπως μαθαίνει μαθηματικά, ας πούμε. Το μαθαίνει μέσα από αυτόνομες διαδικασίες, πράγμα που σημαίνει ότι ενεργεί αυτόνομα για να φθάσει σε αυτή. Η αυτονομία είναι το μέσον, αλλά και ο στόχος της εκπαίδευσης. Η αυτονόμηση όμως του παιδιού δεν έχει να κάνει μόνο με το παιδί, αλλά αποτελεί το περιεχόμενο των σχέσεων μέσα στην οικογένεια, φόντο πάνω στο οποίο εκείνο θα κατασκευάσει την ζωή του. Το ποσοστό αυτονόμησης λοιπόν του/ης εφήβου/ης είναι ανάλογο με την οικογενειακή αυτονομία.
Η προσπάθεια λοιπόν, του γονέα να κατανοήσει τον τρόπο που σκέπτεται ο έφηβος και να του επιτρέψει αλλά και να μάθει τον τρόπο που προσεγγίζει τα προβλήματα που τον αφορούν, δημιουργεί ένα κλίμα θετικής αλληλεπίδρασης στην σχέση με τους γονείς του, πράγμα που αναδεικνύει την σημαντικότητα του μέσα στην οικογένεια. Αυτό, στο βαθμό που δεχόμαστε την εφηβεία σαν συν-κατασκευή, του επιτρέπει να επεξεργαστεί καλύτερα τις κοινωνικές καταστάσεις που αντιμετωπίζει μέσα και έξω από την οικογένεια. Τον βοηθάει να πάρει χαρά από τις ενέργειες του και αυτή η χαρά είναι ένα συναίσθημα ανατροφοδότησης για τον ίδιο, δίνοντάς του την πεποίθηση ότι αξίζει και αυτή η αίσθηση του επιτρέπει να πάει παρακάτω.
Σε αντίθετη περίπτωση ένας γονέας μπορεί να λειτουργήσει με τέτοιο τρόπο ώστε να μπερδέψει το παιδί του και να τον οδηγήσει στην κατάθλιψη. Κατάθλιψη είναι, η αίσθηση της “μικρότητας” μπροστά σε καταστάσεις που δεν μπορεί να αντιδράσει, δεν ξέρει τι να κάνει και αισθάνεται άοπλο. Σε αυτή την περίπτωση θα ανατρέξει και θα ζητήσει βοήθεια από τον γονέα, δηλαδή θα ζητήσει την εξάρτηση, την αποφυγή της δυσκολίας χωρίς αυτό να μας λέει ότι θα αποφύγει την κατάθλιψη δηλαδή την αίσθηση της “μικρότητας” που τον διακατέχει, αντίθετα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μπορεί να την δυναμώσει. Διότι αυτό που μπορεί να παραλύει έναν/μια έφηβο/η είναι η μη κατανόηση του τι του συμβαίνει και όσο αυτό διαιωνίζεται από τις εξηγήσεις των άλλων τόσο ο έφηβος/η βυθίζεται στην εξάρτηση και στην απουσία του εαυτού του.
Κάθε φορά λοιπόν, που επιτρέπουμε στον/ην έφηβο/η ενεργήσει μέσα από δική του πρωτοβουλία, τον βοηθάμε να κατανοήσει τον εαυτό του μέσα από την δική του κοινωνική πράξη, είτε αυτή είναι θετική, είτε αρνητική. Τον βοηθάμε να γνωρίσει τον εαυτό του, να πειραματιστεί μαζί του, να γνωρίσει τα πάθη του, καθώς και τις αιτίες που τον οδηγούν σε θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα.
Η γνώση λοιπόν τον/την κάνει πιο δραστήριο/α και λειτουργεί και αυτή, όπως η αυτονομία, σαν μέσον αλλά και σαν σκοπός. Σαν μέσον για να γνωρίσει τον εαυτό του/της σε κάθε καθημερινή εκδήλωσή του/της, και σαν σκοπός για να οργανώσει και να κατευθύνει την ζωή του/της στον στόχο που έχει θέσει.
Άρα γνώση και αυτονομία είναι δυο όροι που ο ένας αλληλοσυμπληρώνει τον άλλον και η απουσία ή η παρουσία του ενός καθορίζει την παρουσία ή απουσία του άλλου. Στην περίπτωση της εφηβείας αποτελούν τον ακρογωνιαίου λίθο στην συν-κατασκευή της καθώς και το βασικό περιεχόμενο της συμβολής του γονέα στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη του παιδιού του.
* Λάμπρος Κερεντζής, Ψυχολόγος- Ψυχοπαιδαγωγός, Οικογενειακός Θεραπευτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.