Του Σωτήρη Βανδώρου*
Κατασκευάζοντας το έθνος
Σημαία!... Να, ελληνική σημαία!... Κι άλλη σημαία!Επί τρεις-τέσσερις μέρες μας είχε «τρελάνει». Είτε από το μπαλκόνι να ψάχνει στις απέναντι πολυκατοικίες, είτε σε διαδρομές με το αυτοκίνητο να κοιτά αριστερά και δεξιά, όπου στεκόμασταν κι όπου βρισκόμασταν, διαρκώς επιχειρούσε να εντοπίσει σημαίες και σημαιάκια. Και μόλις έβρισκε μία έσκαγε το χαμόγελο κι έμπηγε τη φωνή: «Σημαία!»
Ήταν πριν μερικά χρόνια, λίγο πριν από την 25η Μαρτίου, όταν ο τότε 2,5 ετών γιος μου κατασκεύασε με τα άλλα παιδάκια στον παιδικό σταθμό ελληνικές σημαίες από χαρτόνι, ως ταιριαστή στο κλίμα των ημερών χειροτεχνία. Ενθουσιασμός!
Αυτή η εμπειρία ήταν πολύ διδακτική για… εμένα. Διότι κατανόησα με τον πιο παραστατικό τρόπο αυτό που ο Ernest Gellner λέει για την εποχή των εθνικισμών· δηλαδή ότι οι άνθρωποι δεν διαμορφώνονται πλέον στη μητρική αγκαλιά, αλλά στα νηπιαγωγεία (Έθνη και Εθνικισμός). Μικρή διόρθωση: ακόμη νωρίτερα! Προφανώς, σε τόσο μικρή ηλικία το παιδί δεν μπορεί να αντιληφθεί τι ακριβώς συμβολίζει η σημαία, δεν μπορεί να γνωρίζει τι είναι έθνος, δεν μπορεί να δείξει την Ελλάδα στο χάρτη. Αυτό όμως καμία σημασία δεν έχει. Γιατί το ουσιώδες είναι ότι κατασκευάζεται μια ταυτότητα. Και στο μηχανισμό αυτής της διαδικασίας κατασκευής η γνωστική διάσταση παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Αποφασιστική είναι η ψυχική σύνδεση με αυτό το «κάτι» με το οποίο ταυτιζόμαστε.
Το κύριο σημαίνον του έθνους παίζει αυτόν τον ρόλο και επιτρέπει στο νήπιο να αποκτήσει μια ταυτότητα, βάσει της οποίας θα τοποθετηθεί στον κόσμο και θα δομήσει τον ψυχισμό του.
Από ψυχαναλυτική άποψη, αυτό θα πει ότι τα άτομα συγκροτούνται ως υποκείμενα με την εισαγωγή τους στη συμβολική τάξη και με την επενέργεια ενός κύριου σημαίνοντος, το οποίο ως δομή ιεραρχεί, οργανώνει και καθηλώνει τα υπόλοιπα σημαίνοντα, παράγοντας έτσι νόημα και σημασία. Εν προκειμένω, το κύριο σημαίνον του έθνους παίζει αυτόν τον ρόλο και επιτρέπει στο νήπιο να αποκτήσει μια ταυτότητα, βάσει της οποίας θα τοποθετηθεί στον κόσμο και θα δομήσει τον ψυχισμό του. Είναι εξίσου σημαντικό ότι τα ίχνη αυτού του μηχανισμού εξαφανίζονται από τη μνήμη του υποκειμένου μέσω της λήθης και της απώθησης, έτσι ώστε εκ των υστέρων να θεωρεί πως αυτά τα στοιχεία ήταν ανέκαθεν παρόντα (Ν. Δεμερτζής, Ο λόγος του εθνικισμού).
Το νήπιο, ή ακόμη και το βρέφος, επενδύει συναισθηματικά στη σημαία, στον εθνικό ύμνο, σε πλείστες εκδοχές της εθνικότητας, κατά τρόπο ασυνείδητο, εξ αυτού όμως και καθοριστικό. Διότι, χωρίς να είναι σε θέση να επεξεργαστεί λογικά το νόημα των μηνυμάτων στα οποία εκτίθεται μέσω αυτών των δράσεων, αναπτύσσει έναν ισχυρό δεσμό προς το έθνος, ο οποίος εκλαμβάνεται ως δεδομένος και φυσικός. Επομένως, ήδη έχει συντελεστεί μια αποφασιστική εθνικιστική προπαρασκευή πριν ακόμη ξεκινήσει η τυπική εκπαίδευση, οπότε ο μελλοντικός μαθητής έχει ήδη καταστεί υποδεκτικός σε περιεχόμενα εθνικής παιδείας, κατεξοχήν σε μαθήματα Ιστορίας και γλώσσας.
Πράγματι, ήταν πλέον στην Α’ Δημοτικού, και πάλι παραμονές εθνικής εορτής, όταν αυτή τη φορά ο γιος ανέμιζε το ξίφος (που υποτίθεται κρατούσε) εναντίον των φανταστικών Τούρκων με τις ανάλογες ιαχές. Τον ρώτησα, λοιπόν, τι θα έκανε εάν τυχόν στην παιδική χαρά συναντούσε κάποιο Τουρκάκι. «Μπουνιά και κλωτσιά!» με κεραυνοβόλησε. Ως υπεύθυνος πατέρας και καλός πατριώτης τον επιδοκίμασα: «Μπράβο! Έτσι, σε θέλω γενναίο μου αγόρι!». Ψέματα. Του εξήγησα γιατί αυτή η στάση ήταν προβληματική. Ωστόσο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι σε ανάλογη περίσταση κάποιοι άλλοι πατεράδες θα ενθάρρυναν μια τέτοια συμπεριφορά. Και δεν πρέπει καθόλου να υποτιμηθεί ότι, τουλάχιστον στις μικρές ηλικίες, η επενέργεια της πατρικής αυθεντίας (ιδίως όταν κατευθύνεται προς αγόρι) μπορεί να έχει διαμορφωτικά αποτελέσματα. Με άλλα λόγια, εδώ θα μπορούσαμε να έχουμε τη δημιουργία ενός μικρού (και κατόπιν, ίσως, μεγάλου) νταή που δε σηκώνει μύγα (στο εθνικό) σπαθί του.
Η εθνικιστική ιδεολογία αξιοποιεί το παρελθόν ως πρώτη ύλη προκειμένου να το ανασημασιοδοτήσει επιλεκτικά, να ενοποιήσει και να κάνει γραμμικό τον ιστορικό χρόνο, και να δώσει ενιαία κατεύθυνση και προοπτική στην εθνική αφήγηση (ιστορία), η οποία περιλαμβάνει στιγμές μεγαλείου, αλλά και παρακμής, ηρωικές και τραυματικές εμπειρίες, το λίκνο και το πεπρωμένο του έθνους
Όμως εδώ πρέπει να κάνουμε ορισμένες διευκρινίσεις. Κατά πρώτον, προς αποφυγή παρεξήγησης, όταν μιλάμε για κατασκευή της ταυτότητας δεν εννοούμε κάτι το ψευδές, απατηλό ή δόλιο. Πρόκειται για την καθιερωμένη στις κοινωνικές επιστήμες έννοια με την οποία δηλώνεται ότι η (κάθε) ταυτότητα δεν είναι «φυσική» ή «αντικειμενική», αλλά προκύπτει μέσω κοινωνικών πρακτικών και διαδικασιών με τη συνδρομή ψυχολογικών μηχανισμών. Το ίδιο ισχύει και για τις εθνικές ταυτότητες. Αντίθετα προς την εθνικιστική ιδεολογία, η οποία ισχυρίζεται ακριβώς το αντίθετο, το (κάθε) έθνος κατασκευάστηκε από αυτή την ίδια. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για αυθύπαρκτη ή προαιώνια οντότητα. Αυτό, από την άλλη, δεν σημαίνει ότι συνιστά εντελώς αυθαίρετη κατασκευή και πάντως όχι κατασκευή ex nihilo. Η εθνικιστική ιδεολογία αξιοποιεί το παρελθόν ως πρώτη ύλη προκειμένου να το ανασημασιοδοτήσει επιλεκτικά, να ενοποιήσει και να κάνει γραμμικό τον ιστορικό χρόνο, και να δώσει ενιαία κατεύθυνση και προοπτική στην εθνική αφήγηση (ιστορία), η οποία περιλαμβάνει στιγμές μεγαλείου, αλλά και παρακμής, ηρωικές και τραυματικές εμπειρίες, το λίκνο και το πεπρωμένο του έθνους (B. Anderson, Φαντασιακές κοινότητες). Αυτή, ωστόσο, η αφήγηση αυτοσυστήνεται ως αυτονόητη κι ακαταμάχητη.
Η δεύτερη παρατήρηση που οφείλουμε να κάνουμε είναι ότι τα περιεχόμενα της εθνικής αφήγησης, τα «υλικά» από τα οποία απαρτίζεται και, κυρίως, η διάταξη και η δοσολογία τους διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση. Έτσι, ενώ π.χ. δεν υπάρχει έθνος που να μην αισθάνεται υπερηφάνεια για την ιστορία του, δεν αντιμετωπίζουν όλα τα έθνη την ιστορία τους ως εξαιρετικά σημαντική για την ταυτότητά τους, όπως το ελληνικό. Για παράδειγμα, στην αμερικανική περίπτωση αυτό που τονίζεται είναι το πνεύμα καινοτομίας και δημιουργικότητας που καθιστά σημείο αναφοράς το μέλλον και όχι το παρελθόν. Ξέρω, θα αντιτείνετε πως αυτό συμβαίνει για αντικειμενικούς λόγους, αφού οι Αμερικανοί δεν διαθέτουν τη δική μας μακραίωνη ιστορία κτλ. Δεν πρόκειται όμως περί αυτού.
Εν πάση περιπτώσει, η διένεξη με την πΓΔΜ για την ονομασία της σχετίζεται (και) με τα περιεχόμενα που προσλαμβάνει ο ελληνικός εθνικισμός. Εάν η Μακεδονία και ο Μέγας Αλέξανδρος εντάσσονται ως απαραμείωτη και διακεκριμένη αναφορά στην τιμημένη εθνική ιστορία, εάν αυτή η εθνική ιστορία (υποτίθεται ότι) έχει τρόπον τινά καταχωρημένα αποκλειστικά «πνευματικά δικαιώματα» επί τούτων, εάν επιπλέον η ιστορία, ιδίως δε η ένδοξη αρχαιότητα, αναβιβάζεται σε κριτήριο υπεροχής του ελληνικού έθνους, τότε… Τότε, τι; Εδώ ακριβώς υπάρχει μια εγγενής απροσδιοριστία στο πώς μπορεί να τοποθετηθεί και να αντιδράσει το κάθε μέλος του έθνους σε αυτά τα συμφραζόμενα. Κι αυτό διότι δεν αφομοιώνουν και δεν επεξεργάζονται οι πάντες με τον ίδιο τρόπο τη μετάδοση της εθνικιστικής ιδεολογίας. Ας πούμε, ορισμένοι που ανησυχούσαν τη δεκαετία του ’90 στην προοπτική αναγνώρισης με το όνομα Μακεδονία (σκέτο ή ως μέρος σύνθετης ονομασίας) της ακατανόμαστης χώρας του βορρά, εικοσιπέντε και πλέον χρόνια μετά κάνουν ορισμένες διαπιστώσεις: ότι το «όχημα» του ονόματος (όπως λεγόταν τότε) δεν οδήγησε σε εδαφικές διεκδικήσεις σε βάρος της Ελλάδας και κανένα σχέδιο μεγάλων δυνάμεων σε βάρος μας δεν τέθηκε σε εφαρμογή. Είναι οι Έλληνες Μακεδόνες που πρώτοι μπορούν να βεβαιώσουν ότι οι «γυφτοσκοπιανοί», όπως τους αποκαλούσαμε τότε (προφανώς λόγω των πολιτισμικών μας περγαμηνών), δεν έχουν κέρατα και ουρά. Όταν πάνε στην πΓΔΜ για ψώνια, για τουρισμό, για να φτιάξουν τα δόντια τους ή ακόμη και για να βάλουν βενζίνη συναντούν κανονικούς ανθρώπους. Και γνωρίζουν ότι η μεγαλύτερη απειλή από δαύτους είναι μήπως έχουν καπαρώσει κάποιο δίκλινο σε θέρετρο της Χαλκιδικής στην peak season.
Το όνομα έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά φετίχ...
Υπάρχει, ωστόσο, και ο λαός των σημερινών συλλαλητηρίων ο οποίος δεν διανοείται να συγκατατεθούμε σε οποιαδήποτε «παραχώρηση» επί του ονόματος. Απέναντί του ορθολογικά επιχειρήματα είναι μάλλον μάταια. Είναι δε πιθανότερο όσο πιο πειστικά παρουσιάζονται τόσο μεγαλύτερη αντίδραση να προκαλέσουν. Διότι σε αυτή την περίπτωση το όνομα έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά φετίχ: «Το όνομα μας είναι η ψυχή μας» (και αντιστρόφως: η ψυχή μας είναι το όνομά μας), όπως ήταν ο τίτλος και η κατάληξη της περιβόητης ανοικτής επιστολής του 1992 που απευθυνόταν προς τους ηγέτες της τότε ΕΟΚ (η οποία έφερε μεταξύ άλλων «βαριών» υπογραφών, αυτές του Οδυσσέα Ελύτη και της Μελίνας Μερκούρη).
Ορισμένοι απορούν. «Μα, καλά, όλοι αυτοί δεν αντιδρούν για τα μνημόνια που θίγουν τα υλικά τους συμφέροντα και κάνουν έτσι για ένα όνομα;» Ναι, είναι η απάντηση. Γιατί με τα συμφέροντά μας, όσο σημαντικά κι αν είναι, έχουμε μια εξωτερική σχέση. Ενώ εάν η λέξη –ναι, μια λέξη– είναι χαραγμένη «εντός» μας, δηλαδή την εντοπίζουμε σε ένα βαθύτερο στρώμα της ύπαρξής μας, εάν έχει να κάνει όχι με το τι επιδιώκουμε αλλά με το ποιοι είμαστε, τότε η μετατόπισή της, η αλλαγή χρήσης της, η «οικειοποίησή» της από τρίτους κλονίζει και αποσταθεροποιεί ολόκληρο το είναι μας. Να το πούμε αλλιώς: το πατρικό μας μπορούμε να το πουλήσουμε, την ψυχή μας ποτέ. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι πολλοί συμπολίτες μας νιώθουν και τώρα αυτόν τον οίστρο που τους κάνει να ανεμίζουν ξανά το σπαθί της παιδικής τους ηλικίας. Mπροστά σ’ αυτό το φοβερό θέαμα βλέπουμε άλλους πολιτικούς να λακίζουν υπό το φόβο του πολιτικού κόστους και άλλους να δικαιώνουν τον αφορισμό ότι ο εθνικισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο κάθε απατεώνα. Κι αναρωτιέμαι αν απομένει στους υπόλοιπους από εμάς κάτι άλλο από το να σηκώνουμε απλώς τα (άδεια) χέρια ψηλά.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.