Για να μην ξεχνάμε...
΄Ενας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους των εικαστικών τεχνών στην Ελλάδα έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 83 ετών. Ηταν πολύχρωμος αλλά και γκρίζος, ήταν καυστικός και απότομος αλλά έζησε και έναν εφιάλτη για ζωγράφο: τα τελευταία χρόνια δεν έβλεπε.
Η Πέμπτη, 16 Φεβρουαρίου 2017, έμελλε να είναι αυτή της τελευταίας πινελιάς για έναν σημαντικό έλληνα ζωγράφο του εξπρεσιονισμού. Ο Δημήτρης Μυταράς, άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 83 ετών. Είχε γνωρίσει διεθνή δόξα, είχε αγαπηθεί, είχε παλέψει την πραγματικότητα με την τέχνη του και είχε ζήσει με το απίστευτο τραύμα για έναν καλλιτέχνη του είδους και του εύρους του: τα τελευταία χρόνια δεν έβλεπε, το σκοτάδι για τον Δημήτρη Μυταρά είχε έρθει πολύ νωρίτερα…
Κατ’ αρχάς τα βιογραφικά: Γεννήθηκε στη Χαλκίδα, τον Ιούνιο του 1934. Σπούδασε ζωγραφική στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1953-1958), έχοντας καθηγητές τον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά. Το ανήσυχο πνεύμα του και μία υποτροφία του ΙΚΥ οδήγησαν τα βήματά του στο επίκεντρο της τέχνης της δεκαετίας του ’60, στο Παρίσι. Εκεί ακολούθησε σπουδές στη σκηνογραφία στην «École Supérieure des Arts Décoratifs» καθώς και εσωτερική διακόσμηση στη «Métiers d’Art» στο Παρίσι (1960-1964). Αυτά τα στοιχεία αξιοποίησε στο έπακρο: φιλοτέχνησε το 1968 τις τοιχογραφίες του ξενοδοχείου «Astir Palace» της Βουλιαγμένης και τα σκηνικά για δεκάδες θεατρικές παραστάσεις έργων Αριστοφάνη, Πιραντέλο, Χορτάτζη, Κορνάρου, Τσέχωφ κ.α.
Στα εικαστικά πράγματα ωστόσο είχε «εισβάλει» δυναμικά από το 1958 όταν ταυτόχρονα συμμετείχε στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας και στην Πανελλαδική Νέων της γκαλερί «Ζυγός», αποσπώντας το Ά βραβείο. Αλλά η δεκαετία που σφραγίζει την πορεία του είναι σίγουρα εκείνη του ’70. Και δεν είναι μόνο εξαιτίας της συμμετοχής του στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1972. Δεν είναι που το 1975 εκλέχθηκε καθηγητής στην ΑΣΚΤ, κι αργότερα πρύτανης. Είναι και οι εκθέσεις του «Νεοκλασικά με τις σύγχρονες φιγούρες» και «Επιτύμβια» το 1970 και 1975 αντιστοίχως που εκφράζουν τον προβληματισμό του πάνω στη σχέση της αρχαίας κληρονομιάς και της σύγχρονης πραγματικότητας, ενώ οι τόνοι του γκρι που χρησιμοποιεί αποδίδουν με σαφήνεια το βαρύ κλίμα της δικτατορίας.
«Τα χειρότερα έργα που έγιναν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ήταν αυτά που διαμαρτύρονταν» είχε πει ο ίδιος. «Υπάρχουν έργα με δέντρα τα οποία είναι πιο δυνατά ως διαμαρτυρίες από έργα που έχουν γίνει με αυτόν τον στόχο».
Το στίγμα του στα εικαστικά δρώμενα υπήρξε δυναμικό. Εξακολουθούσε άλλωστε ως τις τελευταίες πινελιές του να εκφράζει τους προβληματισμούς του πάνω στην σύγχρονη πραγματικότητα, ενώ το σχόλιο του πάνω σε όσα συμβαίνουν δεν το εξέφραζε μόνο στον νεοεξπρεσιονιστικό καμβά του, αλλά και μέσω του γραπτού και προφορικού του λόγου, που συχνά ήταν κριτικός και καυστικός.
«Καλύτερα να φωνάζεις παρά να ζωγραφίζεις» είχε πει, για να προσθέσει:«Βέβαια ο Γκόγια ήταν διαμαρτυρόμενος καλλιτέχνης. Αλλά ο Γκόγια δεν πέρασε για το μήνυμα, το μήνυμα χάθηκε, πέρασε για τη ζωγραφική του, επειδή ήταν καλός ζωγράφος. Υπήρχαν και άλλοι με μηνύματα αλλά η τέχνη τους ήταν λίγη». Και η τέχνη του Μυταρά δεν υπήρξε λίγη.
Το 1975 εξελέγη καθηγητής της Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Εργα του έχουν εκτεθεί στην Αθήνα, σε ατομικές εκθέσεις στις γκαλερί «Ζυγός», «Άστορ», «Μέρλιν», αίθουσα Τέχνης (Θεσσαλονίκη), καθώς επίσης και στη Μπολόνια, Φλωρεντία, Ρώμη, Γένοβα κ.ά.. Toν Μάρτιο του 2008 εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Λαμβάνοντας τη διάκριση του Ταξιάρχη Τάγματος Φοίνικος
από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωστή Στεφανόπουλο
Αυτή η θέση του στην Ακαδημία Αθηνών, στάθηκε ως η αφορμή για να ξετυλιχτεί ένα κουβάρι αποκαλύψεων που έφερε συγκλονιστικές και δραματικές ανατροπές στη ζωή του ως καλλιτέχνη και ως ανθρώπου.
Λίγο μετά την εκλογή του στην Ακαδημία άρχισε να γίνεται γνωστό ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε. Ο ίδιος αρχικά το περιέγραφε ως «έναν λεκέ από λάδι» που τον εμπόδιζε να βλέπει. Η επιστήμη όμως ήταν λιγότερο λυρική: ο μεγάλος ζωγράφος υπέφερε από μια σοβαρή οπτική νευροπάθεια και τελικώς του στέρησε την πολυτιμότερη των αισθήσεων για έναν ζωγράφο, την όραση.
Και μια διένεξη με την Ακαδημία έκανε περισσότερο γνωστή την πάθηση. Λόγω του προβλήματος υγείας που αντιμετώπιζε δεν συμμετείχε στις συνεδριάσεις της Ακαδημίας και κάποια στιγμή έπαψε να θεωρείται εν ενεργεία τακτικό μέλος. Τότε, οργισμένος από την στάση της Ακαδημίας, δεν δίστασε να μιλήσει στον Τύπο για το τι συνέβαινε με την όραση του.
Τα χρόνια πέρασαν. Στο σκοτάδι. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ που είχαμε γράψει εδώ στο Protagon, πέρυσι τέτοια εποχή, Ιανουάριο του 2016, η μη αναστρέψιμη κατάσταση της υγείας του, τον είχε βυθίσει σε κατάθλιψη. Ο Μυταράς έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονωμένος στο σπίτι του.
«Δεν μπορείς να έχεις μια θεωρία και μετά να την εφαρμόσεις στη ζωγραφική. Σε αποβλακώνει αυτό. Ως καλλιτέχνης υποχρεούσαι να παρασύρεσαι. Να αλλάζεις γνώμη…», έλεγε και συμπλήρωνε: «Είναι μάταιο να προσπαθείς να δώσεις θεωρητικές βάσεις στη ζωγραφική σου. Ο Πικάσο δεν προσπάθησε ποτέ να κάνει κυβισμό. Αγαπούσε τις αφρικανικές μάσκες. Και κάπου του βγήκε έτσι. Το λέει ο ίδιος: «Εγώ δεν πάω τη ζωγραφική, η ζωγραφική με πάει»». Και η ζωγραφική πήγε τον Δημήτρη Μυταρά ως τα αστέρια.
Πηγή: http://www.protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.