ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΗ
Μια σημαντική επέτειος, που θα γιορταστεί δεόντως με διάφορες, αξιόλογες εκδηλώσεις που διοργανώνει το Ελληνικό Μουσείο.
Υπήρξα και εγώ ένας από τις τουλάχιστον 150.000 χιλιάδες Έλληνες που με δάκρυα στα μάτια, αλλά και ελπίδα, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως το 1974, αποχαιρετήσαμε τις πόλεις και τα χωριά μας με πρώτο σταθμό τον Πειραιά.
Από εκεί, άλλοι με το πλοίο «Ορίων», το «Κυρήνεια», ή το «Βρετανίς» και άλλοι με το «Flaminia», το «Αυστραλίς», το «Ελληνίς» μα, κυρίως, με το «Πατρίς», διασχίσαμε τη Μεσόγειο, το κανάλι του Σουέζ, την Ερυθρά Θάλασσα, τον Ινδικό και μετά τον Νότιο Ωκεανό, για να φτάσουμε στη «Γη της Επαγγελίας», την Αυστραλία. Το ταξίδι διαρκούσε από έναν έως δύο μήνες, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες.
Το δικό μου ταξίδι διήρκησε 37 μέρες. Το Σουέζ ήταν κλειστό και το «Πατρίς» έκανε τη διαδρομή Πειραιά-Λεμεσό- Βηρυτό-Γιβραλτάρ-Κέϊπ Ταουν-Άγιου Μαυρίκιου-Φριμαντλ-Μελβούρνης.
Εμείς φτάσαμε μήνα Αύγουστο, όταν, πια, τελείωνε η εποχή της μαζικής μετανάστευσης.
Όπως ξέρουν οι αναγνώστες μας, εγώ γεννήθηκα σε έναν μικρότοπο της Χίου, τον Εγρηγόρο.
Όριο του τότε κόσμου μου το Αιγαίο. Τι ειρωνεία… Τα ίδια σύνορα οριοθετούν ακόμη τον κόσμο μέσα μου κι ας έχω φύγει χιλιάδες μίλια μακριά.
Εκεί, στον Εγρηγόρο του Αιγαίου είναι το κέντρο του κόσμου για μένα.
Μήπως το ίδιο δεν ισχύει και για τόσες χιλιάδες μετανάστες της πρώτης γενιάς; Ο τόπος μας δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά του. Αλλά μέσα σε αυτήν την ανέχεια περίσσευαν τα αγαθά συναισθήματα. Όλα έγιναν δρόμος. Όνειρα σύμφωνα με τις ανάγκες της οικογένειας. Δουλειά, ψωμί, προκοπή.
Τι παραπάνω να ζητά ένας μετανάστης σε μία ξένη χώρα, άλλωστε; Πάνε πολλά χρόνια από τότε που πάψαμε να είμαστε μετανάστες, που γίναμε πολίτες μιας δεύτερης πατρίδας που καταφέραμε να μεγαλώσουμε τις ανάγκες μας, άρα και τα όνειρά μας, που πολλές από αυτές έγιναν επιθυμίες που εκπληρώθηκαν. Μόνο η μόνιμη επιστροφή στην πατρίδα παραμένει επιθυμία ανεκπλήρωτη.
Κοίταζα το φεγγάρι κι ονειρευόμουν την πατρίδα.
Ένα παιδί με κουρεμένο κεφάλι κι όνειρο ακούρευτο -όπως θα έλεγε κι ο Ελύτης- ήμουν όταν πάτησα το πόδι μου στη Μελβούρνη. Σαστισμένο από αυτά που έβλεπα, φοβισμένο από αυτά που δεν έβλεπα, αλλά αποφασισμένος τουλάχιστον να επιβιώσω. Θαρρείς κι ένα χέρι με άρπαξε από την προεφηβική ηλικία και με έριξε κατ’ ευθείαν στην ωριμότητα. Νέες παραστάσεις, δύσκολες μέρες. Ήρθαν στιγμές που πίστεψα ότι η Χίος κι ο Εγρηγόρος είχαν τελειώσει πια για μένα. Πολύ αργότερα, όταν πια είχα σταθεί στα πόδια μου, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν μόνο οι συνθήκες ζωής που απομάκρυναν, την ιδιαίτερη πατρίδα από τη σκέψη μου. Κυρίως, ήταν η άμυνά μου απέναντι στη σκληρή πραγματικότητα εκείνων των χρόνων, που έδειχνε πως ένα τόσο μακρύ κι ακριβό ταξίδι, σπάνια έχει γυρισμό…
Κι όμως είχε. Ακολούθησαν πολλά ταξίδια επιστροφής.
Μέχρι σήμερα δεν ξεχνώ το υπερωκεάνιο «Πατρίς», που μας μετέφερε στην Αυστραλία. Με καίνε ακόμα τα πρώτα δάκρυα νοσταλγίας, που μου άφησαν πικρή γεύση στο στόμα. Τα ίδια, φαντάζομαι, ισχύουν για όλους μας. Γι’ αυτό και το σημερινό αφιέρωμα είναι για όλους εμάς, στο «δικό μας ταξίδι».
Και μπορεί εγώ να έφτασα προς το τέλος της μαζικής μετανάστευσης αλλά η μαζική φυγή Ελλήνων προς την Αυστραλία με έμφαση στο εργατικό προσωπικό, ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950.
Η Ελλάδα προσπαθούσε να συνέλθει από την κατοχή και τον εμφύλιο, ενώ η φτώχεια που επικρατούσε και οι ελάχιστες δουλειές, έκαναν όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη των νέων Ελλήνων για φυγή προς το εξωτερικό.
Φέτος, λοιπόν, συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από την υπογραφή της διμερούς συμφωνίας της Ελλάδας με την Αυστραλία για τη διευκόλυνση όσων ήθελαν να μετοικήσουν εδώ.
Η Διακυβερνητική Επιτροπή Μετανάστευση εξ Ευρώπης (ΔΕΜΕ), όπως ονομαζόταν τότε ο ΔΟΜ, ιδρύθηκε στις Βρυξέλλες το 1951 και το γραφείο της Αθήνας άνοιξε το 1952. Τότε, λοιπόν, σε συμφωνία, κυρίως, με υπερατλαντικές χώρες, ξεκίνησαν οι διαδικασίες μετανάστευσης και η κάθε χώρα έθετε τα δικά της κριτήρια για τα προσόντα των μεταναστών που θα δεχόταν, προκειμένου όχι μόνο να μεταναστεύσουν αλλά και να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι της χώρας – διαθέτοντας όλα τα δικαιώματα ενός πολίτη.
Αυτή, άλλωστε, ήταν και η βασική διαφορά των προγραμμάτων μετανάστευσης της τότε ΔΕΜΕ, σε αντίθεση με αυτά της Γερμανίας και του Βελγίου, τα οποία δεν έγιναν από τον συγκεκριμένο οργανισμό και στις χώρες αυτές οι Έλληνες είχαν διαφορετική αντιμετώπιση.
Σε αντίθεση, όμως, με τους Έλληνες που έφυγαν προς την Αμερική ή την Αυστραλία μεμονωμένα, ακόμη και ως λαθρεπιβάτες σε πλοία, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα κύματα της μετανάστευσης των επόμενων δεκαετιών ήταν περισσότερο οργανωμένα.
Όσοι έφυγαν πριν από το 1952 αντιμετώπισαν μία εντελώς διαφορετική κατάσταση. Για την Αυστραλία έφυγαν κυρίως ναυτικοί ή άνθρωποι που προσπάθησαν να εργαστούν στη δημιουργία σιδηροδρόμων. Έμπαιναν, λοιπόν, παράνομα στη χώρα και σιγά-σιγά προσπαθούσαν να πάρουν τα απαραίτητα χαρτιά. Η οργανωμένη υποδοχή μεταναστών στην Αυστραλία ξεκινά το 1952, ενώ στην Αμερική είχε ξεκινήσει κιόλας από το 1905.
Ταυτόχρονα, όμως, με το γραφείο της ΔΕΜΕ στην Αθήνα, άνοιξαν και περιφερειακά στις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας (εμείς φύγαμε από το γραφείο της Λέσβου) προκειμένου να γίνει τότε μία προεπιλογή των «μελλοντικών» μεταναστών βασισμένη στα κριτήρια που έθεταν οι χώρες προορισμού.
Προϋποθέσεις ήταν η ηλικία, καθώς και το κατά πόσο θα μπορούσαν να προσαρμοστούν οι Έλληνες στη νέα “πατρίδα”.
Τελικά τα καταφέραμε! Και σήμερα θυμόμαστε και τιμάμε αυτή τη σημαντική επέτειο. Το επικό ταξίδι της μετανάστευσής μας.
neoskosmos.com
brifingnews.gr
Πηγή: http://www.nafpaktianews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.