“Καὶ ταῦτα εἰπὼν (ο Ιησούς) φωνῇ μεγάλῃ ἐκραύγασε· Λάζαρε, δεῦρο ἔξω.”…Κι ο Λάζαρος ηγέρθη!
(Μακάρι να το ‘λεγε και στη σημερινή Ελλάδα αυτό το «δεύρο έξω», κι η Ελλάδα να «εγείρονταν», αλλά βλέπεις αυτά συμβαίνουν στα θαύματα, και θαύματα σήμερα δε γίνονται…).
«Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια/Ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,/ Ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Που ήσουν Λάζαρε; Που ήσουν κρυμμένος;/ Κάτω στους νεκρούς, τους πεθαμένους.»
Αυτό το τραγουδάκι τραγουδούσαν παλιότερα γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι, τα κορίτσια, οι «Λαζαρίνες», τη σημερινή μέρα… Αλλά, νομίζω πως ακόμα κρατά το έθιμο, καθώς βλέπω ακόμα και σήμερα κοριτσάκια με τα καλαθάκια στα χέρια να γυρνούν στη γειτονιά και να το τραγουδούν…
-Όμως η «Ανάσταση του Λαζάρου» υπήρξε και πηγή έμπνευσης για δυο μεγάλους ποιητές: τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε και τη Σίλβια Πλαθ:
Reiner maria Rilke (1875-1926)
Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Η ανάσταση του Λαζάρου»
Για τον ένα, λοιπόν και για τον άλλο,/ χρειάστηκε αυτό. Γιατί, σημάδια, βλέπεις,
που να φωνάζουν μόνα τους, χρειαζόνταν./ Μα, ονειρευόταν, οι Μαρίες και οι Μάρθες
θα ‘πρεπε ν’ αρκεστούν και να εννοήσουν,/ ότι μπορούσε. Μα δεν το πίστευαν,
κι όλοι έλεγαν: Τι έρχεσαι, Κύριε, τώρα;/ Και, τότε, πήγε, το Απαγορευμένο
να πράξει στην ειρηνεμένη φύση:/ Καταγαναχτισμένος. Για τον τάφο, ρώτησε,
με κλειστά, σχεδόν, τα μάτια,/ Πονούσε. Πώς κυλούσαν τα δάκρυά του,
τους φάνηκε, και σπρώχνονταν κοντά του/ γιομάτοι περιέργεια. Μα ως και ο δρόμος
του ‘ταν πολύς και, εκείνο, του φαινόταν/ σαν πείραμα, που με τη φρίκη παίζει, –
και μια αψηλή φωτιά ξέσπασεν, αίφνης,/ μέσα του – τέτοια αντίρρηση, για κάθε
μια διάκριση που κάνουν για τη ζωή τους/ ή για το θάνατό τους, ώστε, εκείνη
η αντίρρηση, για κάθε ζυγό, εγίνη/ μόνο έχθρα, τη στιγμή, που, βραχνιασμένα,
τους πρόσταζε: Κυλήστε την πέτρα!/ Πώς θα βρόμαγε πια (γιατί, η τετάρτη μέρα ήταν) μια φωνή ‘πε, – όμως εκείνος,/ παιδεμένος στεκόταν, κι ήταν, όλος,
γιομάτος απ’ την κίνησην εκείνη,/ που μέσα του υψωνόταν, και βαρύ,
πολύ βαρύ, του ανύψωνε το χέρι -/ (ποτέ πιο αργά ένα χέρι δεν υψώθη
κι ούτε θα υψωθεί πια, απ’ το χέρι εκείνο),/ ώσπου λάμποντας, στάθηκε στον αέρα
και, πάνω, κει, σύρθηκεν ως τα νύχια:/ τώρα, τον πήρε η φρίκη, τι, θα θέλαν
όλοι οι νεκροί, από τον απομυζημένο/ τάφο, να ρθούνε πίσω, ξεπετώντας
σάμπως νύμφες εντόμων, απ’ το στρώμα/ της οριζόντιας θέσης τους – μα Κάτι
μόνο, ύστερα, λοξά στη μέρα, εστάθη,/ κ’ είδαν, πως η ακαθόριστη κι αβέβαιη ζωή,
στην αγορά το πήρε πάλι.
(Ρ. Μ. Ρίλκε, Ποιήματα, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, μτφ. Άρη Δικταίου)
Sylvia Plath (1932-1963)
Σύλβια Πλαθ, «Λαίδη Λάζαρος»
Το έκανε ξανά./ Σε κάθε δέκα χρόνια μια φορά/ το καταφέρνω-
Σαν θαύμα αληθινό, το δέρμα μου/ φωτεινό σαν ναζιστικό αμπαζούρ/ το δεξί μου πόδι
ένα βαρίδι για χαρτιά,/ το πρόσωπό μου απρόσωπο, φίνο/ εβραίικο λινό.
Ξετύλιξε τη γάζα/ ω εχθρέ μου./ Μήπως είμαι τρομαχτική;-
Η μύτη, οι κόγχες των ματιών, οι δυο ακέραιες οδοντοστοιχίες
η ξινισμένη αναπνοή/ σε μια μέρα θα χαθεί.
Γρήγορα, γρήγορα η σάρκα/ που ο τάφος έφαγε θα γίνει/ όπως πριν πάνω μου
κι εγώ μια γελαστή γυναίκα./ Είμαι μόνον τριάντα/ και σαν γάτα έχω εφτά ψυχές να χάσω.
Αυτή είναι η Τρίτη./ Τι σκουπιδαριό/ να εξαφανίζει κανείς κάθε δεκαετία.
Τι εκατομμύρια κλώσματα./ Το πλήθος τσακίζοντας αράπικα φιστίκια
σπρώχνεται μέσα της να δει/ να με ξετυλίγουν χειροπόδαρα- το μεγάλο ξεγύμνωμα.
Κύριοι και κυρίες/ αυτά είναι τα χέρια μου/ τα γόνατά μου.
Μπορεί να είμαι πετσί και κόκαλο,/ όμως είμαι η ίδια, απαράλλαχτη γυναίκα.
Την πρώτη έγινε όταν ήμουν δέκα./ Ήταν ένα ατύχημα.
Την δεύτερη φορά ήθελα/ να διαρκέσει και να μην ξαναγυρίσω πια.
Λικνιζόμουνα κλειστή/ σαν αχιβάδα/ χρειάστηκε να φωνάξουν και να φωνάξουν
και να ξεκολλήσουν τα σκουλήκια από πάνω μου σαν γλιτζερά/ μαργαριτάρια.
Το να πεθαίνεις/ είναι μια τέχνη σαν όλα τ’ άλλα./ Το κάνω ιδιαίτερα καλά.
Το κάνω έτσι που να μοιάζει κόλαση./ Το κάνω έτσι που να μοιάζει αληθινό.
Νομίζω πως μπορείς να πεις πως έχω ταλέντο.
Είναι αρκετά εύκολο σ’ ένα κελί να γίνει./ Είναι αρκετά εύκολο να γίνει και να μείνει.
Είναι τι θεατρικό ξανάνοιγμα της αυλαίας στο φως της μέρας
στον ίδιο τόπο, στο ίδιο πρόσωπο, στην ίδια άγρια/ κραυγή ευχαρίστησης:
«Είναι Θαύμα!»/ Που με σκοτώνει./ Υπάρχει μια τιμή
για των ούλων μου το αντίκρισμα, υπάρχει μια τιμή
για της καρδιάς μου το άκουσμα-/ αληθινά χτυπά.
Και υπάρχει τιμή, πολύ ψηλή/ για μια λέξη ή επαφή/ ή για μια σταγόνα αίμα
ή για ένα κομμάτι από τα ρούχα ή τα μαλλιά μου.
Λοιπόν, λοιπόν, Her Doktor./ Λοιπόν, Her Εχθρέ.
Είμαι το μυστικό κομμάτι σου/ είμαι το τιμαλφές σου, το ολόχρυσο βρέφος
που αναλύεται σε μια κραυγή./ Στριφογυρνώ και καίγομαι.
Μην νομίζεις πως υποτιμώ το μεγάλο σου ενδιαφέρον.
Στάχτη, στάχτη-/ σκαλίζεις κι ανακατεύεις./ Σάρκες, κόκαλα, τίποτα δεν υπάρχει εκεί-
ένα κομμάτι σαπούνι/ μια βέρα/ ένα σφράγισμα χρυσό.
Her Θεέ, Her Εωσφόρε/ πρόσεξε/ πρόσεξε.
Από τη στάχτη/ εγείρομαι με τα άλικα μαλλιά μου
και τους άντρες καταπίνω στον αέρα.
(Ξένη ποίηση του 20ου αιώνα, Ελληνικά γράμματα)
Πηγή: https://itzikas.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.