Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2023

ΔΙΗΓΗΜΑ: «ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΥΨΗ» ΤΗΣ ΜΑΡΓΙΑΝΝΑΣ ΧΥΜΟΥ [ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΑΚΡΟΒΑΣΙΕΣ]

Σύνταξη:Literature


Διάκριση στον Διαγωνισμό Φθινοπωρινές Ακροβασίες

Το φύλλο ζούσε μια μοναχική ζωή χωρίς εκπλήξεις. Αγαπούσε τον αέρα που χτένιζε το σώμα του τα πρωϊνά και γνώριζε όλες τις ιστορίες του δάσους απ’ τους νυχτερινούς ψιθύρους της βροχής. Συχνά τα βράδια αναρωτιόταν πόσο καιρό να βρίσκεται πάνω σε αυτό το κλαδί. Μήνες; Χρόνια; Παρότι δεν μπορούσε να προσδιορίσει με ακρίβεια τον χρόνο, τελευταία είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως κάτι πάνω του άλλαζε. Το πράσινο και δυνατό του σώμα που κάποτε τ’ αγκάλιαζαν σφιχτά οι ηλιαχτίδες, αδυνάτιζε μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ. Ένα πρωί ανακάλυψε πως είχε κιτρινίσει ολόκληρο μέσα σ’ ένα μονάχα βράδυ. Αισθάνθηκε άρρωστο και τυλίχτηκε στον εαυτό του για μέρες.
Ξύπνησε ξανά από ένα δυνατό τρίξιμο. Ίσα που πρόλαβε να δει το μικρό καφέ κομμάτι του που κρεμόταν έτοιμο να πέσει στο κενό. Ένας οξύς πόνος διαπέρασε το κορμί του και το θρύμμα στροβιλίστηκε στον αέρα για να προσγειωθεί με χάρη πάνω στον ώμο της κοπέλας που καθόταν αμέριμνη στις ρίζες του δέντρου, σιγοτραγουδώντας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κατά καιρούς, το φύλλο είχε δει πολλά πλάσματα να περνούν από κάτω του. Μπορούσε ακόμα να διακρίνει το γοργό βάδισμα της αλεπούς και το μεθοδικό βηματισμό των μυρμηγκιών γύρω απ’ το νεκρό σκαθάρι. Τίποτε όμως απ’ όσα είχε δει και ακούσει, δεν έμοιαζε με αυτήν. Παρατήρησε με ζήλια τα μαλλιά της στο χρώμα του ώριμου κάστανου, να την αγκαλιάζουν απαλά απ’ τους ώμους και ένιωσε ένα κάψιμο βαθιά κάπου μέσα του όταν αυτή έστρεψε το βλέμμα ξαφνιασμένη προς το μέρος του σαν να κατάλαβε πως την κοιτούσε. Τα μάτια της δυο υγρές ακουαμαρίνες, άστραψαν στον ήλιο. Το φύλλο τεντώθηκε υπνωτισμένο προς την κατεύθυνσή της. Γνώριζε καλά τι συμβαίνει στα φύλλα που πέφτουν απ’ τα δέντρα μα εκείνη τη στιγμή δεν το ένοιαζε. Ας την άγγιζε για λίγο κι ας σάπιζε ύστερα σε αυτό το νεκροταφείο των τριγμών, σκεπασμένο απ’ το νοτισμένο χώμα. Σφίχτηκε τόσο που ένιωσε το κοτσάνι του να σπάει και πριν το καταλάβει αιωρούνταν ήδη πάνω από το έδαφος. Για λίγο φοβήθηκε πως δεν θα κατάφερνε να την φτάσει όμως ένα ξαφνικό άγγιγμα του αέρα το έσπρωξε μέσα στη κουκούλα του μπουφάν της. Παρά τους έντονους πόνους που του έσκαβαν το κορμί, σύρθηκε μέχρι το χείλος της κουκούλας και κούρνιαξε μακάριο ενώ όλα γύρω του άρχισαν να κουνιούνται. Αποκοιμήθηκε ακούγοντας το πνιχτό κλάμα της βροχής που έπεφτε στον δρόμο.
Τινάχτηκε από έναν έντονο κραδασμό και γλίστρησε έξω απ’ την κουκούλα, πέφτοντας αργά στο ξύλινο πάτωμα. Είδε τα πόδια της να το προσπερνούν και μια σκιά το τύλιξε με τα κρύα της πλοκάμια. Είχε αποτύχει. Δεν θα το παρατηρούσε ποτέ.
Ξαφνικά η κοπέλα στάθηκε από πάνω του, έσκυψε και το έπιασε προσεχτικά στα χέρια της. Το φύλλο αναγνώρισε την μυρωδιά του πικραμύγδαλου στην ανάσα της και τρίφτηκε ανεπαίσθητα ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Έτσι πρέπει να ‘ναι» σκέφτηκε την στιγμή που η κοπέλα το πέταξε στη φωτιά που θέριευε στο τζάκι, «μην σταματάς, συνέχισε», καθώς γινόταν στάχτη.


*** H Μαργιάννα Χύμου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1992. Σπούδασε Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και υπήρξε σπουδάστρια του νεανικού εργαστηρίου ποίησης στο Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος. Ποιήματα, μεταφράσεις ποιημάτων όπως και πεζά κείμενα της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπο συλλογικό τόμο καθώς και σε ηλεκτρονικά περιοδικά.

*** Cover Photo by Irina Iriser from Pexels

Πηγή: https://www.literature.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.