της Πόπης Κλειδαρά // *
Απουσίες
Απουσίες δικές σου
σημειωμένες σε γνωστά τετράδια
με κόκκινο βαθύ, ξέρεις ποιο
αυτό που μετέβαλλε την αμάθεια
σε ισχυρή γνώση
το κάμωμα σε συνείδηση
Απουσίες ανεπίτρεπτες για σένα
να μου γίνονται βίωμα
και συναίσθημα μαζί
σαν επόπτες στο κάθε βήμα μου
με καθορίζουν και μ’ αφοπλίζουν
δυναμικές, σχεδόν αήττητες.
Απουσίες δικές σου
τις μετράω μία-μία
λαμβάνω τα μηνύματα του χρόνου
εκλιπαρώ να τελειώσει
το κόκκινο το βαθύ, ξέρεις ποιο
να σημειώσω μια παρουσία.
Σ’ αγαπούσε…
Πάντα υπήρχαν άλλοι δρόμοι για να βαδίσεις, νόμιζες ότι ήταν μόνο αυτός, αλλά δεν ήταν. Πάντα υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι γύρω σου για ν’ αγαπήσεις, ήταν μπροστά σου, εσύ όμως έμενες πάντα πίσω, λάτρευες το παρελθόν σου. Τώρα κατάλαβα πως εν μέρει είχες το δίκιο σου.
Βαδίζοντας αυτό το πλακόστρωτο δρομάκι συναντώ όσα έβλεπες… Τον κύρ-Παναγιώτη με το σκούρο γκρι μπερεδάκι και τη μαγκούρα του, μ’ αυτή μού ’δωσε μια για να με χαιρετήσει, τη Χαρίκλεια, μα τι αξιαγάπητη γυναίκα, ντε και καλά μόνο που άκουσε τ’ όνομα σου ως και σπίτι της μ’ έβαλε, και τι καφέδες, και τι κεράσματα, και άμα δεν έχεις που να μείνεις, να το σπίτι σου μου είπε. Και πώς να ξεχάσω την Αντιγόνη, μου είπε όλη την ιστορία σου στη γωνία, στο πεζούλι που σ’ άρεσε να κάθεσαι, και στο τέλος έκλαψε, έκλαψε με την ψυχή της για ’σένα. Θες να σου πω για το Μανώλη; Μ’ έπιασε απ’ τον ώμο σα φίλος καρδιακός κι ας τον έβλεπα πρώτη φορά, ανεβήκαμε τα σκαλιά του παραμελημένου αρχοντικού της Ευδοκίας και βγήκαμε στον κήπο της, σ’ αυτό το έργο τέχνης. Μου έδειξε τα λουλούδια, είχαν όλα μαραθεί εξαιτίας σου, δε βρέθηκε άλλος με την ευαισθησία σου και που να ξέρει είπε, και μου έδειξε τα τριαντάφυλλα, αυτά που τα φρόντιζες σα παιδιά σου και που τα φύλαγες σαν κόρη οφθαλμού για να τα προσφέρεις σ’ εκείνη, σ’ εκείνη που τώρα τη μισούν όλοι.
Πέρασαν ίσαμε δεκαπέντε χρόνια και κανείς δε μπορεί να το χωνέψει. Είμαι σίγουρος ότι και τώρα αν μπορούσες να με ρωτήσεις, θα ήθελες να μάθεις γι’ αυτή, αφού μόνο αυτή σ’ ένοιαζε. Την είδα κι αυτή κι ενώ έλεγα πως αν ποτέ τη δω, ότι φοβάμαι τον εαυτό μου, πως θα αντιδράσω, ξέρεις τι έκανα; Έτρεξα και της έπιασα τα χέρια και τα φίλησα. Ένιωθα ότι μ’ έσπρωχνες να το κάνω, λες και ήμουν εσύ. Τη λυπήθηκα, είχες δίκιο, δεν πρέπει να υπάρχει άλλη τέτοια ύπαρξη σ’ αυτόν τον κόσμο και η μοίρα της ήσουν εσύ, απλά το κατάλαβε αργά. Δεν έκανε τίποτα στη ζωή της, απ’ τη μέρα που έφυγες κλείστηκε τόσο πολύ, αυτό το έμαθα απ’ τα κουτσομπολιά της γειτονιάς.
Είχα μαζί και τη φωτογραφία της που βρήκα στο συρτάρι του γραφείου σου για να με βοηθήσει να την αναγνωρίσω, όταν έφτασα την έβαλα δίπλα της. Η μια χαμογελούσε, η άλλη όχι. Η μια είχε μάτια που σε προκαλούσαν, η άλλη είχε μάτια που σου έδειχναν την έξοδο. Η μια κρατούσε τα τριαντάφυλλα σου, η άλλη τίποτα. Δεν είχε φωνή καμιά απ’ τις δύο.
Κι έτσι της μιλούσα μόνο εγώ και εκείνη μ’ άκουγε, της έλεγα πως ήμουν φίλος σου και ταξίδεψα ως εδώ γιατί το είχα ανάγκη, της είπα ότι την αγαπούσες. Αλλά έκανες λάθος, που νόμιζες ότι δε σε ήθελε, μετά απ’ αυτή σας τότε τη διαμάχη. Ο εγωισμός σας κατάπιε και τους δυο. Σ’ αγαπούσε, και δεν το άκουσα, το είδα. Βλακεία έκανες που σηκώθηκες κι έφυγες έτσι…
* Η Πόπη Κλειδαρά γεννήθηκε το 1987 στη Μυτιλήνη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή(2010). Κείμενα της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες-περιοδικά.
Πηγή: https://www.fractalart.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.