Ο Χρήστος Χωμενίδης γράφει για τον Βασίλη Βασιλικό και το αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα»
Έφυγε από τη ζωή, ο συγγραφέας Βασίλης Βασιλικός, ένας από τους δέκα πιο μεταφρασμένους έλληνες συγγραφείς.
Το 1999, με αφορμή την έκδοση του αυτοβιογαφικού βιβλίου του Βασίλη Βασιλικού, «Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα», ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης έγραψε στο «ΒΗΜΑ» για το συγκεκριμένο έργο και τον συγγραφέα του.
Ακολουθεί το κείμενο του Χρήστου Χωμενίδη, στο οποίο, προς διευκόλυνση της ηλεκτρονικής ανάγνωσής του, έχουν προστεθεί μεσότιτλοι:
Ενδιαφέρουσα ζωή, ενδιαφέρουσα γραφή
Μια ενδιαφέρουσα ζωή σε συνδυασμό με μια ενδιαφέρουσα γραφή γεννάνε, λογικά, μια καλή αυτοβιογραφία. «Ενίσταμαι!» θα πεταχτεί ένα παιδί φανατικό για γράμματα, κατά τον στίχο του Καβάφη. «Κάθε ζωή ακόμα και η ζωή μιας μαρίδας μπορεί να γίνει συναρπαστικό ανάγνωσμα, αρκεί να πέσει στα κατάλληλα χέρια. Τα πάντα είναι ζήτημα αφήγησης!». Θα το διαψεύσει ωστόσο, το παιδί, ο Χέρμαν Μέλβιλ: «Δώστε μου ένα μεγάλο θέμα για να σας φτιάξω ένα μεγάλο μυθιστόρημα!» ζητάει ο δημιουργός της Φάλαινας.
Ευτυχώς σήμερα δεν συντρέχει κανένας λόγος να λάβουμε θέση. Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα διαθέτει σε υπερεπάρκεια αμφότερες τις παραπάνω αρετές. Δεν πρόκειται άλλωστε, διευκρινίζει επανειλημμένα ο Βασίλης Βασιλικός, περί αυτοβιογραφίας αλλά περί φιλολογικών αναμνήσεων. Παράξενη αυτή η δήλωση από κάποιον που δεν διαθέτει, ως συγγραφέας και ως παρουσία, τίποτα το φιλολογικό. Και που ευθαρσώς το λέει στην πρώτη κιόλας σελίδα του βιβλίου: «Εγώ όχι μόνο δεν θυμάμαι αλλά και δεν θέλω να θυμάμαι».
Ο Βασίλης Βασιλικός σε νεαρή ηλικία
Σημαίνουσα περίπτωση
Ποιος θα αμφισβητήσει ότι ο Βασίλης Βασιλικός αποτελεί σημαίνουσα, τουλάχιστον, περίπτωση για την Ελλάδα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα; Με παππού κυνηγό και πατέρα επιφανή δημοκρατικό δικηγόρο, με παιδικά χρόνια ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη, στην Καβάλα και στη Θάσο, με γυμνασιακές σπουδές στο Κολέγιο Ανατόλια, με εξασφαλισμένη μια λαμπρή καριέρα ως κληρονόμος του πατρικού γραφείου. Ο «Μπίλης» (κατοχικό χαϊδευτικό) αποφασίζει νεαρότατος να γίνει συγγραφέας. Οχι λογοτέχνης «η λογοτεχνίτιδα είναι η κυτταρίτιδα της αφήγησης» λέει ο ίδιος αλλά συγγραφέας.
Παρά τις κατακτήσεις της γενιάς του ’30, τέτοιο επάγγελμα δεν αναγνωρίζεται στη χώρα μας. Η συγγραφή αποτελεί το ευγενές, στην καλύτερη περίπτωση, πάρεργο τραπεζοϋπαλλήλων, ασφαλιστών ή εκτελωνιστών. Ιδρωσε ο Βασιλικός ώσπου να καταχωρηθεί ως συγγραφέας στον τηλεφωνικό κατάλογο. Και το κατόρθωσε λίγο προτού η χούντα τον εξορίσει από όλα τα εθνικά μητρώα. Και ενώ είχε πια απελπιστεί από το κυνήγι του ανεξάρτητου βιοπορισμού και ετοιμαζόταν να πιάσει δουλειά δημοσιογράφου.
Η αφετηρία
Δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα, δίχως να έχει καν πατήσει τα είκοσι, είχε τυπώσει με δικά του έξοδα την παρθενική του Διήγηση του Ιάσονα και είχε κινήσει ακαριαία το ενδιαφέρον αναγνωστών και επαϊόντων: ο Γιώργος Θεοτοκάς τον πήρε κάτω από τις φτερούγες του, ενώ ο Ντίνος Χριστιανόπουλος του αφιέρωσε το διήγημα «Το Τσογλάνι», για το οποίο επιχαίρει από τότε σε κάθε του σχεδόν συνέντευξη. Ακολούθησαν αρκετά ταξίδια στο εξωτερικό και τέσσερα ακόμη βιβλία μεταξύ των οποίων και η περίφημη Τριλογία (Το Φύλλο, το Πηγάδι και τ’ Αγγέλιασμα), η οποία κέρδισε το 1961 το Βραβείο των 12.
Το Ζ
Ωσπου, το 1967, ήρθε το Ζ. «… Εκεί, στο Ζ», γράφει ο ίδιος, «θα μπορούσε να είχε τερματιστεί η θητεία μου στα Γράμματα και να είχα ανακηρυχθεί σαν το μεγάλο ταλέντο που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το έργο του…». Ενας πρόωρος ει δυνατόν και βίαιος θάνατος αποτελεί για τον καλλιτέχνη το καλύτερο διαβατήριο προς την υστεροφημία. Μα ο Βασίλης Βασιλικός επέζησε.
Το πραξικόπημα στάθηκε η μοιραία καμπή στην καριέρα του. Τον πέτυχε εκτός συνόρων και τον έχρισε αυτοεξόριστο μιας χώρας που ξαφνικά είχε βρεθεί στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Το Ζ άρχισε να μεταφράζεται στη μία γλώσσα ύστερα από την άλλη, η κινηματογραφική του μεταφορά από τον Κώστα Γαβρά κέρδισε το Οσκαρ και οι πωλήσεις του ανά την υφήλιο επέτρεψαν στον Βασιλικό να ζήσει άνετα επί μια ολόκληρη εικοσαετία. Τι ποσοστό, ωστόσο, από τα εκατομμύρια των αναγνωστών και θεατών μπόρεσαν να παραμερίσουν προσωρινά έστω το δημοκρατικό τους πάθος και να αντιληφθούν ότι επρόκειτο για μια αντικειμενικά σπουδαία ταινία και για ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα χαρακτήρων; Πολύ φοβάμαι ότι η παγκόσμια διασημότητα του Βασιλικού οφειλόταν στους λάθος λόγους. Γι’ αυτό και δεν διήρκεσε.
Βασίλης Βασιλικός
Ο Βασιλικός της Μεταπολίτευσης
Με τη Μεταπολίτευση, ο Βασιλικός επιστρέφει τροπαιούχος στην πατρίδα για να φύγει μετά από λίγους μήνες, αφού το κλίμα που επικρατούσε δεν ήταν καθόλου του γούστου του. Επανεγκαθίσταται μόνιμα μετά την «Αλλαγή» του 1981 και αναλαμβάνει αναπληρωτής γενικός διευθυντής της ΕΡΤ. Τηλεοπτικές σπουδές, άλλωστε, είχε κάνει στις αρχές του ’60 στην Αμερική. Το σπάσιμο των πάγων που επιχειρεί φτάνει να θίξει το νεόκοπο πασοκικό κατεστημένο, το οποίο και τον αποκαθηλώνει. Επανέρχεται δυναμικά στην τηλεοπτική πραγματικότητα μετά από μια δεκαετία, με το «Αξιον Εστί», εκπομπή προώθησης του βιβλίου στους αναγνώστες και όχι παρεΐστικων διενέξεων. Τα εκατό έτσι κι αλλιώς δημοσιευμένα βιβλία του αποτελούν καρφί στο μάτι ενός κύκλου εντόπιων διανοουμένων, που έχουν ταυτίσει την ποιότητα με την ολιγογραφία. (Λες κι ο Φλομπέρ ήταν μεγαλύτερος συγγραφέας από τον Μπαλζάκ!) Η κοινωνική πάντως απήχηση του Βασίλη Βασιλικού αποδεικνύεται περίτρανα με την πρωτιά σε σταυρούς στις δημοτικές εκλογές του 1994. Λίγο αργότερα, αναχωρεί και πάλι, για το Παρίσι αυτή τη φορά, ως πρέσβης της Ελλάδας στην Ουνέσκο.
Τα λαστιχένια πέδιλα
Γιατί να συναρμολογώ τώρα τα κεφάλαια μιας ζωής λίγο – πολύ γνωστής στους περισσότερους; Διότι προσπαθώ να εκ-λογικεύσω μια μη-αυτοβιογραφία, η οποία είναι ανορθόδοξα γραμμένη γι’ αυτό και έτι γοητευτικότερη. Η αφήγηση του Βασίλη Βασιλικού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελεύθερα συνειρμική ή επί το περιγραφικότερον «ό,τι θυμάμαι, χαίρομαι». Μαζί δε με τον συγγραφέα χαίρεται και ο αναγνώστης. Τα λαστιχένια πέδιλα είναι φτερωτά πετάς και προσγειώνεσαι πότε στη Θεσσαλονίκη της εφηβείας, πότε στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας και πότε στη φανταστική χώρα Βολιγουάη, όπου ο καθαρευουσιάνος κύριος Μαρούλης το alter ego του Βασιλικού δίνει, σε καθεστώς αιχμαλωσίας, σκληρή μάχη με το κάπνισμα. Ο Ζαν Πολ Σαρτρ, ο Στέλιος Καζαντζίδης, οι δύο Αλέξανδροι, Ιόλας και Παναγούλης, ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Νίκος Γκάτσος συμμετέχουν σε σπαρταριστά περιστατικά, ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου ξαπλώνει στο ντιβάνι και ψυχαναλύεται. Ο Βασίλης Βασιλικός με τρυφερότητα εκθέτει και με θάρρος εκτίθεται.
Βασίλης Βασιλικός, φωτό: Καλλιόπη Μαλλόφτη
Πόσοι, άραγε, θα τολμούσαν να ομολογήσουν ότι το κινηματογραφικό σενάριο που τους είχε παραγγείλει το ζεύγος Μελίνας – Ντασσέν δεν το έγραψαν οι ίδιοι αλλά η γυναίκα τους; Και πόσοι θα μιλούσαν δίχως πικρία και για τις συγγραφικές αποτυχίες τους, έχοντας παράλληλα συνειδητοποιήσει τη σχετικότητα των κριτηρίων με τα οποία αποτιμάμε ένα έργο τέχνης;
Στις πεντακόσιες είκοσι σελίδες των «φιλολογικών» του «αναμνήσεων» ο Βασίλης Βασιλικός φωτίζει από απροσδόκητη οπτική γωνία ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων: από τη γένεση του συγγραφέα ως την κινέζικη κουζίνα και από το νόστιμον ήμαρ μέχρι τον νες-καφέ. Και αφού ο αναγνώστης ρουφήξει το βιβλίο, πάω στοίχημα ότι θα επανέλθει πολλές φορές, για να απολαύσει σκόρπια αποσπάσματα.
Υπάρχουν, νόμιζα, δύο λογιών συγγραφείς: εκείνοι που έχουν τη δημιουργία ως υποκατάστατο και εκείνοι που την έχουν ως απόσταγμα ζωής. Ο Βασιλικός όμως ανήκει σε μια τρίτη κατηγορία: η λογοτεχνία είναι ο τρόπος της ζωής του. «… Ο πατέρας μού το έλεγε όταν ήμουν μικρός: «Θα πεθάνεις στην ψάθα με τη λογοτεχνία». Τελικά μπορεί να βγει δικαιωμένος. Αλλά δεν έζησα, μπαμπά, στην ψάθα. Εζησα στα πλούτη με τη λογοτεχνία. Αν πεθάνω στην ψάθα είναι το λιγότερο. Τι να τα κάνεις τα πλούσια φέρετρα;».
Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα αξίζει να διαβαστεί. Και ο Βασίλης Βασιλικός αξίζει την αγάπη μας.
Πηγή: https://www.tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.