Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Η ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ!

  • Διήγημα του Βασίλη Τσαγκάρη*


Image result for καραπαναγος
Ξαπλωμένο ανάσκελα, γεροδεμένο το νεαρό σώμα, παιχνίδιζε με το νερό εκεί που το απαλό κύμα κρυφομιλούσε με την χρυσαφένια, λεπτή άμμο. Τα μακριά μαύρα μαλλιά ξεπλένονταν στο κύμα σαν πυκνά μαύρα φύκια στην ακροθαλασσιά!
«Φύκια πλεγμένα στα μαλλιά
στο στόμα φύκια
έτσι ως κοιμήθηκες
για πάντα στα βαθιά...» (1)
Όταν ο νέος ρίχτηκε απ΄τον γκρεμό στη θάλασσα, οι νύμφες και οι κόρες του Ωκεανού με πρώτη την μάνα του Αχιλλέα την Νηρηΐδα Θέτιδα, πήραν στα χέρια το σώμα, το χάιδεψαν με τα κρινοδάχτυλα, το λαχτάρησαν σαν γυναίκες που ήταν, το προφύλαξαν απ΄τη σήψη και τα πλάσματα της θάλασσας και αλώβητο το έσπρωξαν σ΄αυτή την παραλία της Κύθνου, 2 χλμ. νότια απ΄τα Λουτρά. Κι η Θέτις, τρεις χιλιάδες χρόνια περίπου μετά αναδάκρυσε βλέποντας το νεαρό σώμα, γιατί θυμήθηκε τον ωραιότατο και γενναιότατο γιο της που τοξεύτηκε στο αδύνατο σημείο του, στα τείχη της Τροίας.
Στην ωραία αλλά απομονωμένη αυτή παραλία της Κύθνου, οι λουόμενοι είχαν μαζευτεί γύρω απ΄το σώμα και χάζευαν. Κάποιος είχε πάρει τηλέφωνο το Λιμενικό, το οποίο όμως θ΄αργούσε γιατί λόγω λιτότητας το σκάφος ήταν κακοσυντηρημένο και η απόσταση ήταν δύσκολη λόγω δρόμου απ΄τη Χώρα της Κύθνου.
Κάποιες κοπέλες κρυφοκοίταζαν το σώμα εκείνο που τους είχε χαρίσει ώρες ανείπωτης ηδονής τις σεληνοφώτιστες νύχτες τ΄Αυγούστου, κι αθέλητα ρίγησαν.
«Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
‘Ηταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα πού μάτωνε
Κι άνοιγες μ΄έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ΄όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.» (2)
Λίγο πιο μακριά από την παραλία, γύρω στα 50-60 μ., στο μοναδικό καφενεδάκι, κάτι πιτσιρίκια έτρωγαν παγωτά και πειραζόντουσαν. Ο καφετζής στην πόρτα, με την λερωμένη ποδιά, έχοντας αντήλιο το χέρι, περίμενε πότε θα 'ρθει ο κόσμος στο μαγαζί.
-Και μεις τι να κάνουμε που αυτός αποφάσισε ν΄αυτοκτονήσει; Έκανε ο καφετζής στη γυναίκα του χωρίς εκείνη ν΄απαντήσει.
-Νομίζω πως είν΄ αυτός που μου είπε ο κουμπάρος μας ο Στέφανος απ΄την Χώρα, συνέχισε ο καφετζής. Είναι ζωγράφος και ερχόταν ταχτικά στο νησί μας και ζωγράφιζε διάφορα. Τώρα τι έγινε, πως του την έδωσε και πήδηξε στη Θάλασσα...Τι να πω...Μπορεί και να τον έριξαν, τελείωσε φωναχτά τις σκέψεις του ο καφετζής.
Εκείνη τη στιγμή, φάνηκε ν΄άρχεται γρήγορα απ΄τον γεμάτο λακκούβες χωματόδρομο ένα ταξί.
Σταμάτησε μπροστά στο καφενείο και ένας ηλικιωμένος άντρας βγήκε από μέσα κι αλλόφρονας έτρεξε στην ακροθαλασσιά κι έπεσε πάνω στο νεαρό σώμα σπαράζοντας. Είδαν κι έπαθαν να τον ξεκολλήσουν. Κάποιοι τράβηξαν το σώμα στην αμμουδιά και κάποιος έριξε πάνω μια πετσέτα. Με τα πολλά, ο ηλικιωμένος άντρας, οδηγήθηκε στο καφενεδάκι, κάθισε κάτω απ΄ένα δέντρο, κι ο καφετζής τού 'φερε νερό κι ένα κονιάκ για να συνέλθει. Ήταν απαρηγόρητος, έτρεμε και μιλούσε μόνος του, χωρίς να κλαίει:
-Ο μοναχογιός μου...Το ηλιοθώρητο Αιγαίο...Τα χρώματα...Χριστέ μου τι έπαθα...
Οι λουόμενοι μαζεμένοι εκεί με τα μαγιό τους, κοιταζόντουσαν αμήχανα και έκαναν σχόλια σιγανά.
-Ρε παιδιά, τόσες ώρες το πτώμα μες΄τη ζέστη θ΄αρχίσει ν΄αποσυντίθεται, παρατήρησε κάποιος. Να τον βάλουμε σ΄ένα αυτοκίνητο και να τον πάμε στη Χώρα, στο Κέντρο Υγείας συνέχισε.
Κανείς δεν κουνήθηκε. Όλοι είχαν αυτοκίνητα, αλλά δεν ήθελαν να τα λερώσουν και να τα μαγαρίσουν. Ο ταξιτζής που έφερε τον ηλικιωμένο πατέρα, αφού ήπιε ένα καφέ στα όρθια, πήρε το ταξί και έφυγε, φοβούμενος να μην τον υποχρεώσει ο κόσμος να πάρει το σώμα.
Εκείνη την ώρα, ακούστηκε δυνατή μουσική με κλαρίνα και φάνηκε να έρχεται φουριόζο ένα DATSUN στο χωματόδρομο, φορτωμένο με καρπούζια. 
 Image result for καρπουζια
Φρενάρισε μπρος στο καφενείο και από μέσα πήδηξε χαρούμενος και γελαστός ένας νεαρός γύφτος. Είδε τον κόσμο μαζεμένο, το σώμα σκεπασμένο με πετσέτες και τον ηλικιωμένο να κάθεται κάτω απ΄ένα δέντρο κι αμέσως ο πανέξυπνος γύφτος κατάλαβε. Έκλεισε τη μουσική και πλησίασε.
Ο απαρηγόρητος πατέρας εκεί διαποτισμένος απ΄το εφήμερο της ζωής, με φιλοσοφημένη αποδοχή της ανθρώπινης μοίρας, κι ένα πικρό κατακάθι στο βάθος που το υπομένει στωικά με αξιοπρέπεια, χωρίς ποτέ ν΄αφήνει να γίνει κραυγή ή διαμαρτυρία.
Ο νεαρός γύφτος κατεβάζει απ΄την καρότσα καμιά εικοσαριά καρπούζια για να κάνει χώρο, τα δίνει στον καφετζή και του λέει:
- Δώστα στον κόσμο.
-Σήκω, λέει στον ηλικιωμένο πατέρα, έλα να πάρουμε τον πεθαμένο να τον βάλουμε στην καρότσα. Θα σας πάω εγώ στο Κέντρο Υγείας στη Χώρα.
«Σώπασαν όλα, η ώρα προχωρεί,
και έγινε η θύμηση όνειρο. Ο βαρκάρης
στο μώλο, κάτω καρτερεί
και τίποτε μαζί σου δεν θα πάρεις.
Το κύμα αποκοιμήθηκε. Θαμπός
έχει πυκνώσει αγάλι αγάλι ο αέρας.
Χωρίς να καταλάβεις πως,
σε πρόφτασε το τέλος της ημέρας» (3)
---------------------------------------------------------------------------------
(1) N. Καββαδίας, ‘‘Το Πούσι’’, ποίημα: Καραντί, εκδ. ΄Αγρας, Αθήνα, 1993, σελ. 24.
(2) Οδ. Ελύτης, ‘‘Η Μαρίνα των βράχων’’, εκδ. Άκμων, Αθήνα, 1979, έκτη έκδοση, σελ.30.
(3) Κλέανδρος Λάκων Καρθαίος, ‘‘Ο κήπος του Μελχισεδέκ’’, εκδ. Πνευματικής Ζωής, Αθήνα, 1955, σελ. 20.

*Υποστράτηγος ε.α. Ελληνικής Αστυνομίας-Φιλόλογος-Οικονομολόγος-Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.