Γράφει ο Παναής Παλιάτσος
«Όποια και αν είναι η ερώτηση, η απάντηση είναι ο άνθρωπος» (Αντρέ Μπρετόν)
Μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι που έφτασαν αβίαστα σε μια προσωπική τους αλήθεια που δεν αποτελεί μέρος της πραγματείας τους για να την διαλαλούν παρά σαν μια ακαθόριστη ευλογία κυκλώνει το κεφάλι γύρω τους.
Μας ενδιαφέρουν αυτοί που αγόγγυστα υπομένουν αυτό που δεν μπορούν να αλλάξουν και συνεχίζουν να μειδιούν ακόμα και αν το διαβρωτικό μαχαίρι της μοίρας διαπερνάει τη σάρκα τους και φτάνει μέχρι τις πιο ανέγγιχτες αρτηρίες τους.
Όλοι αυτοί που κάνουν λάθη που τους φέρνουν κοντά σε κάποιες σχετικές αλήθειες και αλήθειες που τους ξαναφέρνουν πίσω στα ίδια λάθη. Αυτοί που η δράση τους τροφοδοτείται όχι από την εγκυρότητα των διαπιστώσεών τους αλλά από το ένστικτο που κοχλάζει μέσα τους, εφορμά από τα σωθικά τους και ενεργεί παντού.
Αυτοί οι παραξηγημένοι εξεγερμένοι που δεν βολεύονται στα κουστούμια που τους ράβουν, κινδυνεύουν να χαθούν γυρεύοντας το γαλάζιο ρόδο, χαμογελώντας σαρκαστικά στον παραλογισμό που τους κυκλώνει, σηκώνοντας μπαϊράκι απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό που τους διαφεντεύει.
Αυτοί που υπάρχει πολύς βοριάς μέσα τους και δεν τους επιτρέπει να ενταχθούν, που ‘μάθαν να τραβούν μπροστά με όρτσα τον καιρό φορώντας το βαρύ παλτό της μοναξιάς εμπρός στον εκτυφλωτικό ήλιο. Μας ενδιαφέρουν όλοι αυτοί οι υπέροχοι ηττημένοι, που δεν νικήθηκαν ποτέ, δεν συνθηκολόγησαν ποτέ, μήτε γύρεψαν να ζεσταθούν από την παγωνιά με το χιλιομπαλωμένο παλτό.
Είναι οι ίδιοι που έσκαψαν το ξερό χώμα και τοποθέτησαν με ευλάβεια τον εαυτό τους μέσα, του φίλησαν το προσκεφάλι και ξεκίνησαν πάλι τον ανηφορικό τους δρόμο, κουβαλώντας με υπομονή τον νεκρό στη πλάτη τους για να τον θάψουν ξανά στον επόμενο λόφο.
Όλοι αυτοί που αρνούνται να κρατούν στα χέρια τους τεφτέρι και να υπολογίζουν τα υπέρ και και τα κατά, μοναχά βουτούν με εμπιστοσύνη στο άγνωστο για να συναντήσουν τους Κύκλωπες και τους Λαιστρυγόνες, και να τους εξομολογηθούν τα καμώματά τους.
Κυρίως αυτοί που φουσκώνουν τα στήθια τους από λαχτάρα αυτοί που θυσιάζονται όταν αγαπούν, που καίγονται για να σωθούν, που έχουν ράψει μια παιδική προσευχή στο μεσοφόρι τους και τη μονολογούν κρυφά τα βράδια.
Και άλλοι πολλοί μας ενδιαφέρουν που δεν είναι ούτε αισιόδοξοι, ούτε απαισιόδοξοι, θεοσεβούμενοι ή αγνωστικιστές, δεξιοί ή αριστεροί αλλά φωτεινά περίεργοι, που δεν καταλήγουν σε συμπεράσματα, πάρα περιφέρονται ανάλαφρα ανάμεσα στα στρατόπεδα των εμπειρογνωμόνων.
Είναι οι ίδιοι που φλέγονται ολάκεροι στο τώρα, πιστεύοντας ό,τι τους πουν, γουρλώνοντας τα μάτια τους εκεί που οι άλλοι χασμουριόνται.
Μας γοητεύουν οι ανεξιχνίαστοι, αυτοί που αντανακλούν τις βαθιές αντιθέσεις που τους κυβερνούν, που ανοίγουν σαν βεντάλια φανερώνοντας τις αντιφατικές τους αποχρώσεις, που δεν υποκύπτουν στην άμεση κατηγοριοποίηση προς τέρψιν των απανταχού γραφειοκρατών.
Αυτοί που αποφεύγουν να παραστούν στα αποστειρωμένα σαλόνια της συναινετικής πραγματικότητας αλλά στέκονται πιο πέρα στις γειτονιές που η φαντασία σμίγει ηδονιστικά με τη γήινη περασιά. Μας ενδιαφέρουν πάνω από όλα αυτοί που χαμογελούν και συνεχίζουν να αυτοσαρκάζονται βγάζοντας τη γλώσσα στις ανέραστες νευρώσεις ενός εγωκεντρικού πολιτισμού.
Μας συγκινούν οι αγωνιστές που δεν αποζητούν νίκες ούτε και δυσανεσχετούν με τα σάπια μήλα που κουβαλούν στο καλάθι τους, μοναχά αρματώνονται κάθε φορά με υπομονή και χωρίς αλαλαγμούς εισέρχονται επιμελώς στα χαρακώματα.
Μας ενδιαφέρουν oι διαφορετικοί, αυτοί που λένε όχι στην πληκτική ομοιομορφία και επιμένουν να κοιτούν τον κόσμο μέσα από τα παρατηρητήρια του εσωτερικού τους ουρανού, ανυψώνοντας την πραγματικότητα στο επίπεδο της προσωπικής τους αφήγησης.
Δεν μας ενδιαφέρουν οι ήρωες ή οι ταγοί, αυτοί που γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουμε για να σωθούμε, αυτοί που προσφέρουν έτοιμες συνταγές ωσάν η ζωή να ήταν εγχειρίδιο για σωστή χρήση. Λυπόμαστε για αυτούς που αντικατέστησαν το παιχνίδι με τη σοβαρότητα, που βασίζονται στην εγκυρότητα των διαπιστώσεών τους, που κυκλοφορούν κατάκοποι από μέρος σε μέρος από τα διπλώματα κατάρτισης που κουβαλούν στην πλάτη τους.
Αντιθέτως μας μαγνητίζουν αυτοί που φλερτάρουν αδιάκοπα με τον κόσμο, αυτοί που την ύπαρξή τους δονεί ο έρωτας για τη ζωή, που μάθανε από νωρίς να κρατούν το μαγικό ραβδί που μεταμορφώνει το καθημερινό σε ποίηση, το τετριμμένο σε γιορτή.
Είναι οι ίδιοι που δεν έμαθαν ποτέ να διασκεδάζουν αλλά μοναχά να γιορτάζουν, χορεύοντας εκείνο τον άχαρο τους χορό, τραγουδώντας εκείνο το λυπητερό τους τραγούδι. Πλήττουμε από τους άτεγκτους, από τους αλάνθαστους, αυτούς που δίνουν συμβουλές και βρίσκουμε σαγήνη στους αμαρτωλούς, αυτούς που καταδύθηκαν στη κόλαση και γύρισαν πίσω με ένα φωτοστέφανο στο κεφάλι τους.
Δεν μας ενδιαφέρουν οι τυπικοί και εργασιομανείς, αυτοί που περάσαν σχοινί στα πόδια της χρυσόμυγας παρά αυτοί που γλιστράνε με χάρη μέσα στο μπέρδεμα και το λάθος, που σφυρίζουν αδιάφορα περνώντας μπροστά από τα φιλόδοξα στέκια, που μάθανε από νωρίς ευτυχώς ότι η ζωή είναι μια άπιαστη μελωδία που αδέξια προσπαθούμε να σκαρώσουμε τoν ρυθμό της.
Μας στεναχωρούν αυτοί που δεν κοιτούν τον άλλο στα μάτια, που μιλούν όταν δεν έχουν κάτι να πουν, που κάθονται δίπλα σε κάποιον μόνο και μόνο για να κερδίσουν κάτι, όλοι αυτοί που φεύγοντας πάντα παίρνουν κάτι μαζί τους.
Αντίθετα μας γιατρεύουν την ψυχή αυτοί που πάντα κάτι αφήνουν, που γεμίζουν όσο αφαιρούν, που σιωπούν όσο μεγαλώνουν που χωρίς προσπάθεια η ιστορία τους έρχεται και σμίγει με τη δική μας.
Μας ενδιαφέρουν οι μετανάστες, αυτοί οι αρχέγονοι ταξιδευτές που μέσα από την οδύσσεια τους, μας φιλεύουν με ευγένεια ένα κουρελιασμένο σημείωμα που γράψαμε και εμείς όταν ήμασταν παιδιά: βοήθησέ με να ονειρευτώ έναν καλύτερο κόσμο.
Βρίσκουμε αφοπλιστικούς εκείνους τους ταξιδευτές που δεν έφυγαν ποτέ από το χωριό τους, εκείνους τους ονειροπόλους που δεν βεβήλωσαν το όνειρο με την κατάκτησή του, μοναχά αρκέστηκαν στην εμπειρία της φανέρωσής του.
Και πάνω απ’ όλα τους άγνωστους ποιητές της ζωής που σκαλίζουν το ξημέρωμα στον τοίχο του φωτεινού τους κελιού την ιστορία του εναγκαλισμού της ομορφιάς με την οδύνη για να τη σβήσουν το βράδυ και να ξαναρχίσουν από την αρχή το επόμενο πρωινό.
Μας συναρπάζουν αυτοί που πιάνουν την εξουσία στον ύπνο, τη ντύνουν με χαϊμαλιά και κρόσσια, της φοράνε κουδούνια και τις περνάνε τενεκέδες στο επιδέξιο της φράκο, ξεμπροστιάζοντας τη σοβαροφάνειά της, χλευάζοντας τη δύναμή της.
Μας ενδιαφέρουν αυτοί που βάζουν πινέζες στην καρέκλα του καθηγητή, που σκαρφαλώνουν πάνω στα δέντρα, που δίνουν σβουριχτά φιλιά, που γελούν με τον εαυτό τους μες στη μέση του δρόμου, που μιλούν για τα παιδικά τους χρόνια, που κλέβουν μούσμουλα από το δέντρο του γείτονα, που τους μεθάει η μυρωδιά του χώματος στα πρωτοβρόχια.
Που ανοίγουν τα χέρια για να αγκαλιάσουν το φεγγάρι, που ξαπλώνουν στη γη και κοιτούν τα αστέρια, που τριγυρνούν ξυπόλητοι και κρύβουν σημειώματα κάτω από τις πέτρες, που σταματούν τους περαστικούς και τους φιλεύουν μεγάλα κόκκινα μήλα, που ξεκινούν τη μέρα τους με ένα δισάκι γεμάτο ποιήματα!
Mας εμπνέουν οι δονκιχωτικές ψυχές που όταν η αδικία τους κυκλώνει φτιάχνουν μια σφεντόνα τσάτρα πάτρα και σπεύδουν στου αδύναμου τα νώτα, και όταν η ψυχή τους πλαντάζει εμπρός στου κόσμου την ασχήμια σελώνουν ξανά τον καχεκτικό τους Ροθινάντε εφορμώντας στα πεδία των μαχών.
Πηγή: http://enallaktikidrasi.com,www.caravanproject.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.