Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΠΑΘΟΣ!

Γράφει ο Βασίλης Γατσάς

Μετά την άγρια δολοφονία της άτυχης Ανθή Λινάρδου και τα όσα… την προετοίμασαν, έτσι όπως συνάγεται από τις αναρτήσεις της ίδιας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κρίνω σκόπιμο να δημοσιεύσω την ψυχολογική διαδικασία των λεγόμενων «εγκλημάτων πάθους», σε μια προσπάθεια να φύγει η γνώση από τις πανεπιστημιακές αίθουσες και να γίνει κτήμα των ανθρώπων, κτήμα αυτών που κινδυνεύουν… των εν δυνάμει θυμάτων.
Αν θέλουμε να αντιληφθούμε τι συμβαίνει μέσα στην ψυχή του υποψήφιου εγκληματία, πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτές οι επαναξιοποιήσεις του χρήματος, του εγώ, των αρετών που διαδέχονται την αποτυχία της ζήλιας, απομακρύνουν όλο και περισσότερο την συγνώμη. Όμως, συγχρόνως, αυτή η άρνηση της συγνώμης, αυτή η επιθυμία εκδίκησης απομακρύνονται όλο και περισσότερο από το απλό αίσθημα συγκίνησης ή πάθους και διανοουμενικοποιούνται όλο και περισσότερο δικαιολογούνται, τείνουν να τύχουν υποστήριξης από μια ολόκληρη ηθική φιλοσοφία. Όπως θα λέγαμε, ένα τμήμα της ολότητας συνεργάζεται ενεργά για να δημιουργήσει αυτήν την ψυχική κατάσταση και να υποβάλλει στον πάσχοντα, γιατί πρόκειται ακριβώς για ένα πάσχοντα, ότι έχει το δικαίωμα να ενεργήσει.
Εν τούτοις, κάτω από αυτά τα κοινωνικά προσχήματα, αυτούς τους συλλογισμούς, με αυτές τις δικαιολογίες, λαμβάνει χώρα μια άλλη διαδικασία που ο υποψήφιος εγκληματίας δεν ομολογεί και δεν εξωτερικεύει παρά μερικώς και σε σπάνιες περιπτώσεις, που είναι η ανάπτυξη της εγκληματικής σκέψης. Αυτή δεν θα φανερωθεί απότομα, παρά μόνο όταν η δικαιολόγηση θα είναι αρκετή. Αντίθετα με ότι σκεπτόμαστε και λέγεται, ο εγκληματίας διατηρεί ένα ηθικό αίσθημα, όσο αμυδρό κι αν είναι και δεν ενεργεί παρά σύμφωνα με την συνείδησή του.
Στο δράστη του αληθινού εγκλήματος πάθους, η στάση αυτοκτονίας υπάρχει σχεδόν πάντα και εξακολουθεί για εβδομάδες και καμιά φορά για μήνες μετά το έγκλημα. Δεν ελπίζει πάντοτε σε μια αθωωτική απόφαση και το γεγονός ότι προσπαθεί αρκετά συχνά να αυτοκτονήσει αμέσως μετά το έγκλημα αποδεικνύει ότι, ενδιαφέρεται λίγο για την ζωή του και αυτήν ακριβώς την στιγμή. Διαπράττοντας την δολοφόνο πράξη έχει την εντύπωση ότι κάνει κάποιο πράγμα που τον ξεπερνά, μια εξαιρετική πράξη. Και στην προκειμένη περίπτωση η γνώμη της μάζας των διανοουμένων και των αμόρφωτων είναι πάντα λίγοι-πολύ με την άποψή του.
Το γεγονός ότι παρακολουθούμε στον εγκληματία, κατά την περίοδο της προσαρμογής στον φόνο, μια εξέλιξη τόσο φορτισμένη και τόσο πλούσια, τόσο στενά συνδεδεμένη με την ηθική συγκρότηση και με την συνείδησή του ως υποκειμένου, μας αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει σ΄ αυτόν τίποτε το μοιραίο, ακόμη και στον πιο εκφυλισμένο, που να τον εξωθεί προς την ανεπανόρθωτη πράξη. Εν τούτοις όμως υπάρχει σ΄ αυτόν μια φυσική κλίση, ένας ντετερμινισμός αρκετά τονισμένος προς το έγκλημα. Οι υποβολές και οι προκλήσεις έχουν ένα τόσο σημαντικό αποτέλεσμα. Αλλά αυτή η διαδικασία μπορεί να διακοπεί, ο μελλοντικός εγκληματίας μπορεί ανά πάσα στιγμή να κάνει μια επανόρθωση, αρκεί να βοηθηθεί, να υποστηριχθεί, να κατανοηθεί.
Οι χαρακτήρες που δεν επικοινωνούν με τους άλλους, οι σχιζοειδείς ιδιοσυγκρασίες, οι παρανοϊκοί που αναμασούν μόνοι τις δυστυχίες τους είναι απείρως περισσότεροι εκτεθειμένοι από ότι οι άλλοι στο να υποστούν το φαινόμενο μέχρι το τέλος. Από μια άλλη πλευρά, κατανοούμε ότι, σε ορισμένους ευσυγκίνητους, αναστατωμένους από την αποκάλυψη και που περνούν αμέσως στις πράξεις, υπάρχει λίγος χώρος για συνειδησιακό έλεγχο.
Υπάρχουν, δύο τύποι εγκλήματος πάθους καλά προσδιορισμένοι. Αυτός όπου ο δολοφόνος παίρνει τα μέτρα του για να μην αποκαλυφθεί ή για να γίνει αντιληπτό το έγκλημά του με την πραγματική του μορφή. Πρόκειται τότε σχεδόν πάντοτε για εγκλήματα ωφελιμιστικά που τείνουν στην εξαφάνιση ενός προσώπου με τον σκοπό της επανεύρεσης της ελευθερίας και αυτό για λόγους πάθους. Μιλάμε για έγκλημα πάθους, αλλά η εγκληματογενής διαδικασία είναι τελείως άλλη απ΄ ότι στην περίπτωση του αληθινού εγκλήματος πάθους. Δεν υπάρχει μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση λανθάνουσα σκέψη αυτοκτονίας.
Στο αληθινό έγκλημα πάθους, δεν βρίσκουμε κανένα χαρακτήρα ωφελιμιστικό. Η ενστικτώδης παρόρμηση κυριαρχεί σ΄ αυτήν την περίπτωση και αν βρίσκουμε σ΄ αυτήν έναν υπολογισμό είναι αυτός που θα περιπλέξει και θα καταστήσει όσο γίνεται πιο άσπλαχνη την ασκούμενη εκδίκηση. Ο εγκληματίας όμως δεν επιδιώκει ή δεν επιδιώκει στα σοβαρά να ξεφύγει από τις συνέπειες της πράξης του. Ο εγκληματίας, δηλαδή, σ’ αυτήν την περίπτωση, όταν αποφασίσει να κάμει το έγκλημά του, αδιαφορεί και για τη δική του καταστροφή, ή μάλλον την επιδιώκει είτε συνειδητά και καθαρά (σκοτώνει και αυτοκτονεί ο ίδιος), είτε υποσυνείδητα (παραδίδεται στην Αστυνομία μετά την πράξη), αδιαφορώντας για τις συνέπειες, τις οποίες γνωρίζει καλά.
Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει μια εσωτερική αντίσταση που ο εγκληματίας πρέπει να νικήσει και η ιδέα αναπτύσσεται προοδευτικά, συνεσταλμένα, σύμφωνα με ένα σχέδιο προόδου πάντοτε το ίδιο:

1ο Στάδιο, της αδιαμόρφωτης συναίνεσης
Η διαδικασία της μείωσης του άλλου του μέλλοντος θύματος, δηλαδή η διαδικασία κατά την οποία ο δράστης πείθει τον εαυτόν του, ότι το θύμα, (π.χ., η άπιστη σύζυγος με τις εξωσυζυγικές της σχέσεις, τον έχει εκθέσει ανεπανόρθωτα, τον έχει εξευτελίσει στον κοινωνικό τους περίγυρο, με συνέπεια να του δημιουργήσει κατάσταση αφόρητα οδυνηρή, ή η σύζυγος, που τον εμποδίζει να ζήσει ελεύθερα με την ερωμένη), είναι πρόσωπο ανάξιο αγάπης και εκτίμησης και αιτία της δικής του αγχώδους κατάστασης.
Η ιδέα της εξαφάνισης του προσώπου έρχεται στη σκέψη, χωρίς όμως η ιδέα της άμεσης συμμετοχής σ’ αυτή την εξαφάνιση να είναι σαφής. Μια τέτοια ιδέα δεν επέρχεται στη συνείδηση χωρίς να έχει προετοιμαστεί πάνω σ’ αυτό το θέμα πριν από χρονικό διάστημα. Στους περισσότερους έντιμους ανθρώπους, κάθε εγκληματική γένεση σταματά εδώ, επειδή η συνείδηση είναι αρκετά ευφυής για να συλλάβει ότι αυτός ο συλλογισμός επάγεται.

2ο Στάδιο, της διαμορφωμένης συναίνεσης
Η ιδέα έχει ύπουλα εξελιχθεί και τελικά το υποκείμενο παρέχει την συναίνεση του για την εξαφάνιση κάποιου. Τις περισσότερες φορές, μια παρόμοια συναίνεση περιέχει σαφώς την σκέψη της αυτοπρόσωπης συμμετοχής στο γεγονός. Η διαδικασία όμως δεν ωρίμασε. Ο υποψήφιος εγκληματίας ψάχνει ισοδύναμα που θα πραγματοποιούσαν τον ίδιο σκοπό χωρίς να περάσει αμέσως στην πράξη. Να σκοτωθεί το υποψήφιο θύμα π.χ., σε ένα τροχαίο ατύχημα αποτελεί από τα πιο χαρακτηριστικά ισοδύναμα. Η εγκληματική ιδέα παρουσιάζεται συχνά, από αυτή την στιγμή, σαν έμμονη ιδέα.
Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου που μπορεί να διαρκέσει μερικές μέρες έως μερικά χρόνια, το υποκείμενο είναι ευαίσθητο σε όλες τις ιδεολογίες που το προσεγγίζουν στο σκοπό του.

3ο Στάδιο, της κρίσης
Ο άνδρας φθάνει σε μια κατάσταση μόνιμης υπερέντασης. Η απόφαση υπέρ ή κατά επίκειται. Κακός ύπνος, κακή διατροφή, ηθική χαλάρωση, αδιαφορία, εγκατάλειψη στις συνθήκες. Ο υποψήφιος δράστης κατά τη διάρκεια αυτού του συγκινησιακού παροξυσμού, αντιδρά στο παραμικρό σοκ. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο άνδρας είναι πιο επίφοβος, η στιγμή στην οποία παραμονεύουν οι καλοθελητές και την οποία το θύμα δεν σταθμίζει πάντα στην σωστή της αξία.
Στα εγκλήματα πάθους γενικά, η όλη πορεία δείχνει ισχυρές ψυχικές δυνάμεις ανάσχεσης, που αποδεικνύονται τόσο από την ένταση και διάρκεια της ψυχικής πάλης, όσο και από τη μετάνοια (που σημαίνει ότι το Εγώ και ιδίως το Υπερεγώ του δεν είχαν δώσει ποτέ αδίστακτη συναίνεση) και από την κατοπινή συμπεριφορά του δράστη στις φυλακές.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, η βραδύτητα με την οποία ο δράστης καταλήγει στην εγκληματική απόφαση, δηλαδή το βραδύ και επίπονο πέρασμα ιδίως των δύο πρώτων φάσεων (αδιαμόρφωτης και διαμορφωμένης συναίνεσης) είναι, συνήθως συνέπεια ισχυρών αντωθήσεων, ισχυρής ψυχικής αντίστασης στην ιδέα του εγκλήματος, ισχυρών αντιδράσεων του Υπερεγώ και του Εγώ. Και γι’ αυτό είναι ένδειξη ( περισσότερο ή λιγότερο σημαντική ) ισχνής ροπής προς το έγκλημα, άρα μικρότερης επικινδυνότητας. Η βραδύτητα αυτή δεν πρέπει να συγχέεται με την προμελέτη, η οποία συνίσταται στην ψύχραιμη και χωρίς αξιόλογη ψυχική πάλη απόφαση και την επίσης ψύχραιμη προπαρασκευή της υλικής πραγμάτωσης του εγκλήματος, ώστε να εξασφαλισθεί η επιτυχία του και η ατιμωρησία του δράστη. Η προμελέτη δείχνει αυξημένη επικινδυνότητα.
Το πάθος εξαχρειώνει τον άνθρωπο, αλλά κατά κανόνα δεν τον καθιστά ανίκανο προς ποινικό καταλογισμό.

Χρονικό διάστημα
Στους περισσότερους έντιμους ανθρώπους, κάθε εγκληματική γένεση σταματά εδώ, επειδή η συνείδηση είναι αρκετά ευφυής για να συλλάβει ότι αυτός ο συλλογισμός επάγεται.
Με τιμή,
Βασίλης Γατσάς, Διδάκτωρ Εγκληματολογικής Ψυχολογίας.

Πηγή: http://enallaktikidrasi.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.