Γράφει η Δήμητρα Μυρίλλα- dmyrilla@imerodromos.gr
Το φαινόμενο οι κυβερνήσεις να εξυπηρετούν με θεσμικούς ή και με εξωθεσμικούς τρόπους τα συμφέροντα ολίγων, με όποιο προσδιοριστικό όνομα και αν αυτοί εμφανίζονται – καινοτόμοι επιχειρηματίες, δημιουργικοί τραπεζίτες, πρωτοπόροι της ανάπτυξης, πατριώτες ευεργέτες και χορηγοί – δεν είναι φυσικά καινοφανές.
Είναι η απαραίτητη συστατική ουσία αναπαραγωγής του συστήματος. Αλλά η περιβολή αυτού του φαινομένου με εκείνο το είδος θράσους που συνοψίζεται στην παραδοχή ότι «όσο πιο χοντροειδές είναι το ψέμα και όσο πιο απροκάλυπτα διατυπώνεται τόσο πιο πιστευτό γίνεται», δε μπορεί παρά να προκαλεί ένα είδος έκπληξης, σαν να πρόκειται για την πρώτη φορά. Και ετούτη η αριστεροδέξια εκδοχή πολιτικού υπηρετικού προσωπικού φαίνεται πως έχει ανεξάντλητα αποθέματα θράσους.
Πρέπει κανείς να υποτιμά βαθειά λαό, εργαζόμενους, επιστήμονες, διοικητικούς υπαλλήλους ώστε να αναρτά στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης απόφαση, χωρίς να δημοσιεύει το περιεχόμενο της απόφασης! Δεν βγαίνει νόημα; Κι όμως υπάρχει ένα νόημα, μια μεθόδευση και ένας στόχος. Και θα το περιγράψουμε αμέσως: Πριν λίγες ημέρες οι άοκνες γραφίδες των αναπτυξιολόγων έστησαν χορούς για την κατάθεση από τη LamdaDevelopement του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΧ), του σχεδίου δηλαδή χωρικής επένδυσης και επενδυτικής ταυτότητας του ακινήτου.
Τα εμπόδια ξεπεράστηκαν ή θα ξεπεραστούν και ως τέτοια εννοούνται το Περιβάλλον και η Αρχαιολογία. Ως προς το δεύτερον, λοιπόν, η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, δεν υπέγραψε ποτέ, ως όφειλε, για την εισαγωγή στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο της κήρυξης και οριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου του Ελληνικού. Μία πρόταση της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων που «κοιμάται» στα συρτάρια του Υπουργείου Πολιτισμού, από το 2014, εμφανίστηκε ως θέμα προς συζήτηση στο ΚΑΣ, μία φορά, το Νοέμβριο του 2016, δεν συζητήθηκε ποτέ και έκτοτε, την έφαγε το μαύρο σκοτάδι. Βλέπετε καμία κυβέρνηση δεν είχε και δεν έχει πρόθεση να δυσαρεστεί επενδυτές, πολλώ μάλλον όταν ακούν στο όνομα Λάτσης.
Πάντα, όμως, υπάρχουν λύσεις. Και φτάνουμε, λοιπόν, στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε. Στις 22 Μαΐου 2017 το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ) ενέκρινε ένα σχέδιο γενικού Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της εταιρείας Ελληνικό Α.Ε. Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β’ 1862/26.5.2017) (δες ΕΔΩ), χωρίς, όμως, να δημοσιεύεται και το περιεχόμενο της, δηλαδή το ίδιο το Μνημόνιο!
Τι ακριβώς ενέκρινε το ΚΥΣΟΙΠ; Βάσει ποιού σχεδίου θα προστατευθούν οι αρχαιότητες στο Ελληνικό; Τι ακριβώς πρότεινε το Υπουργείου Πολιτισμού; Και τελικά πως ακριβώς δεσμεύεται η LamdaDevelopment, αφού το «αόρατο» Μνημόνιο έχει ως συμβαλλόμενα μέρη το ΥΠΠΟ και τηνεταιρεία Ελληνικό Α.Ε., όχι όμως και τη LamdaDevelopment;
Αυτό που αποκαλείται «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας» είναι μία ακόμη σκηνή του έργου που έχει αρχίζει να παίζεται από το 2005, προκειμένου να θωρακιστούν θεσμικά τα συμφέρονται των κατασκευαστικών εταιριών στα λεγόμενα «μεγάλα έργα» και τώρα των επενδυτών στα λεγόμενα «αναπτυξιακά» έργα. Η αρχή έγινε το 2005 με το νόμο 3389 για τις «Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα», οι «περίφημες» «ΣΔΙΤ». Στο Αρθρο 21 εκείνου του νόμου αναφέρεται ότι σε περίπτωση ανεύρεσης αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, η Αρχαιολογική Υπηρεσία «υποχρεούται εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών να υποδείξει τρόπους συνέχισης των εργασιών ή/ και να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων». Στην αντίθετη περίπτωση, το Δημόσιο θα υποχρεούται να δώσει στους ιδιώτες παράταση «ίση με την καθυστέρηση που προκλήθηκε από τη μη συμμόρφωση της αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας». Επιπλέον, ο ιδιώτης θα δικαιούται «ν’ αναζητήσει την ανόρθωση κάθε θετικής ζημίας που τυχόν υπέστη από την καθυστέρηση».
Ακολούθησε το περίφημο «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας για τα Μεγάλα Εργα» που υπογράφτηκε το 2010 μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (τότε) και του υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, στο πλαίσιο των σχετικών αποφάσεων που λήφθηκαν κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής μεγάλων έργων τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν εύσχημο και τυπικά θεσμικό τρόπο να ξεπερνιέται το εμπόδιο των αρχαιοτήτων, οι οποίες εμφανίζονται απρόσκλητες όταν δεν πρέπει και δεν χρειάζονται! Οι έκτακτοι αρχαιολόγοι, επιχειρώντας τότε μία αναλυτική αποκρυπτογράφηση του Μνημονίου ανέφεραν: «Οσοι θα μπουν στον κόπο να βρουν και να διαβάσουν τα άρθρα του Μνημονίου, θα διαπιστώσουν την προσπάθεια να «μετρηθεί» και να «ζυγιστεί» το αρχαιολογικό έργο με όρους τεχνοκρατικούς, να μπει σε καλούπια, προκειμένου να μπορούν οι μεγαλοεργολάβοι να προγραμματίζουν τις εργασίες τους με αριθμούς. Γεγονός όμως είναι ότι δεν είναι εφικτό να προγραμματιστούν και να οριστούν χρονικά οι ανασκαφικές εργασίες όπως γίνεται με ένα κατασκευαστικό έργο, καθώς είναι απρόβλεπτες. Οσο και να γνωρίζει κάποιος τις αρχαιολογικές θέσεις μιας περιοχής, είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψει τα ευρήματα που θα συναντήσει κατά τη διενέργεια μιας ανασκαφής (…).Ανεξάρτητα από τη σπουδαιότητα, την έκταση, τον αριθμό, την κατάσταση των αποκαλυφθέντων αρχαίων μνημείων και ευρημάτων, το μνημόνιο παραχωρεί ως μέγιστη προθεσμία(!) το χρονικό διάστημα των 6 μηνών από το πέρας της ανασκαφής για την παράδοση της τελικής ανασκαφικής έκθεσης και του καταλόγου των ευρημάτων, αφήνοντας ασαφές αν στους 6 μήνες περιορίζεται και ο χρόνος ολοκλήρωσης της καταγραφής και μελέτης των αρχαιολογικών ευρημάτων. Ο χρονικός αυτός περιορισμός αντιβαίνει στην παρ. 3, του άρθρου 1 και στο άρθρο 11, όπου προβλέπεται η τεκμηρίωση, μελέτη των ευρημάτων, όπως και ορίζει ο Αρχαιολογικός Νόμος».
Το δημοσιευμένο, αλλά ταυτόχρονα κρυφό μέχρι στιγμής Μνημόνιο που συμφωνήθηκε για το Ελληνικό, αποτελεί τη συνέχεια αυτού του τύπου θεσμικής θωράκισης των επενδυτών έναντι των ανεπιθύμητων αρχαιοτήτων. Προφανώς, η επιλογή να μην αποκαλυφθεί το περιεχόμενό του στο ΦΕΚ όπου δημοσιεύεται η σχετική απόφαση αφορά στην επίλυση ή τακτοποίηση εκκρεμοτήτων και παρεμβάσεων μέχρι να οριστικοποιηθεί η τελική εκδοχή του.
Στο μεταξύ τα δείγματα γραφής από την υπουργό Πολιτισμού, Λ. Κονιόρδου είναι ήδη γνωστά. Δεν είναι μόνο η κωλυσιεργία, επί της ουσίας άρνηση, να εισάγει στο ΚΑΣ το θέμα της κήρυξης του αρχαιολογικού χώρου στο Ελληνικού. Προηγήθηκε η πρωτοφανής ενέργειά της να αναπέμψει στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων το θέμα της μη κήρυξης ως μνημείων κτηρίων του πρώην αεροδρομίου, μετά από αίτηση της Επιτροπής Αγώνα του Μητροπολιτικού Πάρκου και αμέσως μετά η ανάκληση της αναπομπής (την οποία φαίνεται ότι αποδέχθηκε κατά λάθος!), καθώς κάποιος… της τράβηξε το αυτί. Mήπως ο… hermaster`svoice;
Είναι η απαραίτητη συστατική ουσία αναπαραγωγής του συστήματος. Αλλά η περιβολή αυτού του φαινομένου με εκείνο το είδος θράσους που συνοψίζεται στην παραδοχή ότι «όσο πιο χοντροειδές είναι το ψέμα και όσο πιο απροκάλυπτα διατυπώνεται τόσο πιο πιστευτό γίνεται», δε μπορεί παρά να προκαλεί ένα είδος έκπληξης, σαν να πρόκειται για την πρώτη φορά. Και ετούτη η αριστεροδέξια εκδοχή πολιτικού υπηρετικού προσωπικού φαίνεται πως έχει ανεξάντλητα αποθέματα θράσους.
Πρέπει κανείς να υποτιμά βαθειά λαό, εργαζόμενους, επιστήμονες, διοικητικούς υπαλλήλους ώστε να αναρτά στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης απόφαση, χωρίς να δημοσιεύει το περιεχόμενο της απόφασης! Δεν βγαίνει νόημα; Κι όμως υπάρχει ένα νόημα, μια μεθόδευση και ένας στόχος. Και θα το περιγράψουμε αμέσως: Πριν λίγες ημέρες οι άοκνες γραφίδες των αναπτυξιολόγων έστησαν χορούς για την κατάθεση από τη LamdaDevelopement του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης (ΣΟΧ), του σχεδίου δηλαδή χωρικής επένδυσης και επενδυτικής ταυτότητας του ακινήτου.
Τα εμπόδια ξεπεράστηκαν ή θα ξεπεραστούν και ως τέτοια εννοούνται το Περιβάλλον και η Αρχαιολογία. Ως προς το δεύτερον, λοιπόν, η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, δεν υπέγραψε ποτέ, ως όφειλε, για την εισαγωγή στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο της κήρυξης και οριοθέτησης του αρχαιολογικού χώρου του Ελληνικού. Μία πρόταση της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων που «κοιμάται» στα συρτάρια του Υπουργείου Πολιτισμού, από το 2014, εμφανίστηκε ως θέμα προς συζήτηση στο ΚΑΣ, μία φορά, το Νοέμβριο του 2016, δεν συζητήθηκε ποτέ και έκτοτε, την έφαγε το μαύρο σκοτάδι. Βλέπετε καμία κυβέρνηση δεν είχε και δεν έχει πρόθεση να δυσαρεστεί επενδυτές, πολλώ μάλλον όταν ακούν στο όνομα Λάτσης.
Πάντα, όμως, υπάρχουν λύσεις. Και φτάνουμε, λοιπόν, στο σημείο από το οποίο ξεκινήσαμε. Στις 22 Μαΐου 2017 το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής (ΚΥΣΟΙΠ) ενέκρινε ένα σχέδιο γενικού Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού και της εταιρείας Ελληνικό Α.Ε. Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β’ 1862/26.5.2017) (δες ΕΔΩ), χωρίς, όμως, να δημοσιεύεται και το περιεχόμενο της, δηλαδή το ίδιο το Μνημόνιο!
Τι ακριβώς ενέκρινε το ΚΥΣΟΙΠ; Βάσει ποιού σχεδίου θα προστατευθούν οι αρχαιότητες στο Ελληνικό; Τι ακριβώς πρότεινε το Υπουργείου Πολιτισμού; Και τελικά πως ακριβώς δεσμεύεται η LamdaDevelopment, αφού το «αόρατο» Μνημόνιο έχει ως συμβαλλόμενα μέρη το ΥΠΠΟ και τηνεταιρεία Ελληνικό Α.Ε., όχι όμως και τη LamdaDevelopment;
Αυτό που αποκαλείται «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας» είναι μία ακόμη σκηνή του έργου που έχει αρχίζει να παίζεται από το 2005, προκειμένου να θωρακιστούν θεσμικά τα συμφέρονται των κατασκευαστικών εταιριών στα λεγόμενα «μεγάλα έργα» και τώρα των επενδυτών στα λεγόμενα «αναπτυξιακά» έργα. Η αρχή έγινε το 2005 με το νόμο 3389 για τις «Συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα», οι «περίφημες» «ΣΔΙΤ». Στο Αρθρο 21 εκείνου του νόμου αναφέρεται ότι σε περίπτωση ανεύρεσης αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια κατασκευής του έργου, η Αρχαιολογική Υπηρεσία «υποχρεούται εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξήντα (60) ημερών να υποδείξει τρόπους συνέχισης των εργασιών ή/ και να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για τη διαφύλαξη των αρχαιοτήτων». Στην αντίθετη περίπτωση, το Δημόσιο θα υποχρεούται να δώσει στους ιδιώτες παράταση «ίση με την καθυστέρηση που προκλήθηκε από τη μη συμμόρφωση της αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας». Επιπλέον, ο ιδιώτης θα δικαιούται «ν’ αναζητήσει την ανόρθωση κάθε θετικής ζημίας που τυχόν υπέστη από την καθυστέρηση».
Ακολούθησε το περίφημο «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας για τα Μεγάλα Εργα» που υπογράφτηκε το 2010 μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (τότε) και του υπουργείου Υποδομών Μεταφορών και Δικτύων, στο πλαίσιο των σχετικών αποφάσεων που λήφθηκαν κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής μεγάλων έργων τον Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου. Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν εύσχημο και τυπικά θεσμικό τρόπο να ξεπερνιέται το εμπόδιο των αρχαιοτήτων, οι οποίες εμφανίζονται απρόσκλητες όταν δεν πρέπει και δεν χρειάζονται! Οι έκτακτοι αρχαιολόγοι, επιχειρώντας τότε μία αναλυτική αποκρυπτογράφηση του Μνημονίου ανέφεραν: «Οσοι θα μπουν στον κόπο να βρουν και να διαβάσουν τα άρθρα του Μνημονίου, θα διαπιστώσουν την προσπάθεια να «μετρηθεί» και να «ζυγιστεί» το αρχαιολογικό έργο με όρους τεχνοκρατικούς, να μπει σε καλούπια, προκειμένου να μπορούν οι μεγαλοεργολάβοι να προγραμματίζουν τις εργασίες τους με αριθμούς. Γεγονός όμως είναι ότι δεν είναι εφικτό να προγραμματιστούν και να οριστούν χρονικά οι ανασκαφικές εργασίες όπως γίνεται με ένα κατασκευαστικό έργο, καθώς είναι απρόβλεπτες. Οσο και να γνωρίζει κάποιος τις αρχαιολογικές θέσεις μιας περιοχής, είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψει τα ευρήματα που θα συναντήσει κατά τη διενέργεια μιας ανασκαφής (…).Ανεξάρτητα από τη σπουδαιότητα, την έκταση, τον αριθμό, την κατάσταση των αποκαλυφθέντων αρχαίων μνημείων και ευρημάτων, το μνημόνιο παραχωρεί ως μέγιστη προθεσμία(!) το χρονικό διάστημα των 6 μηνών από το πέρας της ανασκαφής για την παράδοση της τελικής ανασκαφικής έκθεσης και του καταλόγου των ευρημάτων, αφήνοντας ασαφές αν στους 6 μήνες περιορίζεται και ο χρόνος ολοκλήρωσης της καταγραφής και μελέτης των αρχαιολογικών ευρημάτων. Ο χρονικός αυτός περιορισμός αντιβαίνει στην παρ. 3, του άρθρου 1 και στο άρθρο 11, όπου προβλέπεται η τεκμηρίωση, μελέτη των ευρημάτων, όπως και ορίζει ο Αρχαιολογικός Νόμος».
Το δημοσιευμένο, αλλά ταυτόχρονα κρυφό μέχρι στιγμής Μνημόνιο που συμφωνήθηκε για το Ελληνικό, αποτελεί τη συνέχεια αυτού του τύπου θεσμικής θωράκισης των επενδυτών έναντι των ανεπιθύμητων αρχαιοτήτων. Προφανώς, η επιλογή να μην αποκαλυφθεί το περιεχόμενό του στο ΦΕΚ όπου δημοσιεύεται η σχετική απόφαση αφορά στην επίλυση ή τακτοποίηση εκκρεμοτήτων και παρεμβάσεων μέχρι να οριστικοποιηθεί η τελική εκδοχή του.
Στο μεταξύ τα δείγματα γραφής από την υπουργό Πολιτισμού, Λ. Κονιόρδου είναι ήδη γνωστά. Δεν είναι μόνο η κωλυσιεργία, επί της ουσίας άρνηση, να εισάγει στο ΚΑΣ το θέμα της κήρυξης του αρχαιολογικού χώρου στο Ελληνικού. Προηγήθηκε η πρωτοφανής ενέργειά της να αναπέμψει στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων το θέμα της μη κήρυξης ως μνημείων κτηρίων του πρώην αεροδρομίου, μετά από αίτηση της Επιτροπής Αγώνα του Μητροπολιτικού Πάρκου και αμέσως μετά η ανάκληση της αναπομπής (την οποία φαίνεται ότι αποδέχθηκε κατά λάθος!), καθώς κάποιος… της τράβηξε το αυτί. Mήπως ο… hermaster`svoice;
Πηγή: http://www.imerodromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.